Βασιλική Καντζάρα*
Σχόλια επί του Σ/Ν του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων
Το Σχέδιο Νόμου με τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις» κατατέθηκε από το Υπουργείο Παιδείας τον Απρίλιο του 2020 προς δημόσια διαβούλευση. Το εν λόγω σχέδιο νόμου προτείνει αλλαγές που αρχίζουν από την πρωτοβάθμια και φθάνουν μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το Σ/Ν περιλαμβάνει 98 άρθρα και αριθμεί 125 σελίδες.
Στα πλαίσια του κειμένου αυτού επικεντρωνόμαστε σε ορισμένα απ’ τα άρθρα του Σ/Ν, για τα οποία υπάρχει ιστορία νομοθετικών ρυθμίσεων, και επιπλέον σημαντική βιβλιογραφία από τις επιστήμες που μελετούν την εκπαίδευση. Υπάρχει δηλαδή εμπειρία και γνώση και θα στηριχθούμε σ’ αυτήν για να σχολιάσουμε ορισμένες προτεινόμενες ρυθμίσεις. Επιστήμες – όπως η παιδαγωγική, η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η πολιτική επιστήμη, η εκπαιδευτική πολιτική, και η ψυχολογία – εξετάζουν διαφορετικές πλευρές της εκπαίδευσης με σκοπό να μελετήσουν πώς συνδέεται ο θεσμός αυτός με την κοινωνία. Ειδικότερα, τα ερωτήματα που τίθενται είναι για παράδειγμα τι επιπτώσεις επιφέρει η εκπαίδευση και πώς συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή, την πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη; Παρ’ όλη τη διαφορετικότητα των ερωτημάτων ένας κεντρικός άξονας που διατρέχει την προβληματική των επιστημών που μελετούν την εκπαίδευση είναι οι κοινωνικές ανισότητες. Οι ανισότητες είναι άδικες και επιζήμιες για τις βάσεις της κοινωνικής συνοχής τις οποίες ιστορικά η εκπαίδευση και η εδραίωση εκπαιδευτικών συστημάτων (τον 19ο αιώνα) αποσκοπούσε να θεραπεύσει.
Το κείμενο, λοιπόν, αποσκοπεί στην ανάδειξη των επιπτώσεων από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις ως προς τη δημιουργία ή την αναπαραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων. Στη συνέχεια του κειμένου αυτού εστιάζουμε πρώτα σε ρυθμίσεις που αφορούν τη δευτεροβάθμια και κατόπιν σε ζητήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Τα θέματα στα οποία προτείνονται αλλαγές είναι πολλά. Απ’ αυτά θα σχολιάσουμε καταρχάς το θέμα της βαθμολογικής βάσης για την προαγωγή των μαθητών και την αναγραφή της διαγωγής τους στον τίτλο σπουδών, το απολυτήριο. Οι ρυθμίσεις αυτές, παιδαγωγικές στην ουσία δείχνουν ότι υπάρχει μια στροφή της πολιτικής στην εκπαίδευση προς την αυστηρότητα. Η σχολική επίδοση αντιμετωπίζεται με πιο αυστηρά κριτήρια ιδιαίτερα η προαγωγή, οι επαναληπτικές εξετάσεις και η στασιμότητα. Γνωρίζουμε ότι η εκπαίδευση που δίνει έμφαση σε ενός τύπου αυστηρότητα γρήγορα μετατρέπεται σε εργαλείο επιβολής πειθαρχίας δια ροπάλου. Γνωρίζουμε ότι σε παλαιότερες εποχές η «κοσμιωτάτη» διαγωγή συνόδευε κάθε απολυτήριο από το δημοτικό μέχρι και το εξατάξιο Γυμνάσιο. Καταργήθηκε, διότι πια δεν είχε νόημα και δε συνέβαλε σε κάτι ουσιαστικό όσον αφορά τις εκπαιδευτικές σχέσεις. Σήμερα, όμως έχει σημασία η καλλιέργεια των γνώσεων, και της ανεξαρτησίας της γνώμης. Συχνά, όποιος διαφωνεί μπορεί να θεωρηθεί και ανάγωγος. Επομένως, ποιος ο λόγος της επαναφοράς μιας ρύθμισης που δεν έχει βοηθήσει σε τίποτα παρά να πικράνει παιδιά (και γονείς) και πιθανόν να αποτελέσει εμπόδιο για περαιτέρω σπουδές;
Αναφορικά με το θέμα, της ίδρυσης πρότυπων και πειραματικών σχολείων. Εκτός του ότι δεν είναι σαφής ο διαχωρισμός ανάμεσα στα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία το κυριότερο είναι ότι η ενιαία δευτεροβάθμια εκπαίδευση που απευθύνεται σε όλα τα παιδιά θα αποκτήσει τέσσερις ξεχωριστές κατηγορίες σχολείων: τα γενικά, τα επαγγελματικά, τα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία. Αυτό από μόνο του δημιουργεί προβλήματα για παράδειγμα στους μαθητές και στις οικογένειές τους ως προς τι τύπο σχολείο να επιλέξουν.
Δημιουργούνται, επιπλέον, μείζονα θέματα σε πολλά επίπεδα. Ο διαχωρισμός δεν είναι σαφής ανάμεσα στα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία. Από τα σχετικά άρθρα για παράδειγμα δεν φαίνεται να υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στους εκπαιδευτικούς στόχους των δυο σχολείων. Το σημείο που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή αφορά την έμφαση στα «ερευνητικά προγράμματα», που θα εκτελούνται στα σχολεία αυτά. Τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποτελούν ερευνητικά κέντρα. Τα ερωτήματα που τίθενται με τη ρύθμιση αυτή είναι εκτός των άλλων ποιος θα πραγματοποιεί την έρευνα, δηλαδή τη συλλογή στοιχείων οι ίδιοι οι μαθητές, ή οι μαθητές θα είναι αντικείμενο των ερευνών; Και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση δημιουργούνται πολλά ερωτηματικά, όπως αυτό για παράδειγμα της πνευματικής ιδιοκτησίας, ποιος θεωρείται δημιουργός της έρευνας και επομένως ποιος δύναται να την εκμεταλλευτεί τα τυχόν αποτελέσματα και ποιος θα επωφεληθεί απ’ αυτά; Ποιος θα δώσει έγκριση στους μαθητές να συμμετέχουν σε ερευνητικά προγράμματα; Ποιες ρήτρες και ποιες εγγυήσεις παρέχονται ότι δεν θα γίνει εκμετάλλευση των συμμετεχόντων στην έρευνα; Τι ακριβώς θα κάνουν οι μαθητές, για πόσο διάστημα, αλλά κυρίως για ποιο λόγο και πώς όλα αυτά συνδέονται με τη μόρφωσή τους σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα; Όλα αυτά τα ερωτήματα δημιουργούν επιπλέον ανησυχίες στους ενδιαφερόμενους γονείς, μαθητές, αλλά και την ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα.
Οι αγωνίες και οι ανησυχίες των γονέων ήδη εκφράζονται μέσα από επιστολές στα μέσα μαζικής ενημέρωσης πώς θα γίνει επιλογή σχολείων, πώς θα γίνει η επιλογή των μαθητών που θα φοιτήσουν στο Πρότυπο σχολείο, είναι θέματα που δεν ορίζονται στο Σ/Ν. Επιπλέον η μετακύλιση του κόστους μετακίνησης των μαθητών – από τον τόπο κατοικίας προς τα Πρότυπα σχολεία – στους γονείς ή τους κηδεμόνες είναι προβληματική καθώς θα αποτελέσει παράγοντα ανασχετικό για την υποβολή αιτήσεων εισαγωγής από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Η δε επιλογή των διδασκόντων είναι και αυτή προβληματική, καθώς δεν είναι σαφές τι εννοείται στο σχετικό άρθρο ότι θα προτιμώνται οι καθητητές που κατέχουν «αυξημένα εκπαιδευτικών προσόντα», κάτι που μπορεί να περιλαμβάνει μια επιμόρφωση ή ένα μεταπτυχικό δίπλωμα ειδίκευσης. Πώς θα κριθεί η ισοτιμία και η ισοθμία τους; Επίσης δε δικαιολογείται πουθενά η τετραετής θητεία των εκπαιδευτικών στα σχολεία αυτά. Η καινοτομία εν γένει χρειάζεται συνέχεια για να εδραιωθεί, γι’ αυτό και δεν τεμαχίζεται σε τετραετίες.
Η διαφαινόμενη διάκριση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος σε πρώτης και δεύτερης κατηγορίας εντείνεται μέσω της αξιολογικής διάκρισης σε σχολείο δημόσιο για όλους – αλλά δήθεν κατώτερης ποιότητας – και σε Πρότυπο ή Πειραματικό για ολίγους. Αυτή η διάκριση αντιβαίνει θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος περί υποχρέωσης του κράτους για παροχή ποιοτικής και ισότιμης εκπαίδευση σε όλους τους πολίτες, αλλά είναι αντίθετο με επιστημονικά πορίσματα των επιστημών της εκπαίδευσης. Όπου η διάκριση και η επιλογή των μαθητών σε διαφορετικές κατευθύνσεις (tracking) είναι μεγάλη στο εκπαιδευτικό σύστημα τόσο περισσότερο αναπαράγεται η κοινωνική ανισότητα. Κοινωνική ανισότητα σημαίνει ότι στα λεγόμενα ανώτερα σχολεία φοιτούν παιδιά που προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Είναι γνωστό ότι η ανισότητα αντιβαίνει τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη. Η πρόοδος μιας κοινωνίας ιστορικά (όπως για παράδειγμα η γαλλική επανάσταση του 1789) έχει συνδεθεί με αιτήματα ισότητας και όχι ανισότητας. Η ισότητα έχει εμπνεύσει τους λαούς και όχι η ανισότητα. Η ανισότητα είναι άδικη και δεν προωθεί το συλλογικό συμφέρον κι επομένως ούτε και το ατομικό. Επιπλέον, η κοινωνία είναι δημιουργική σε συνθήκες ισότητας και ουσιαστικής δημοκρατίας.
Τα πορίσματα από την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, αλλά και από άλλες κοινωνικές επιστήμες δείχνουν ότι η μόρφωση συνδέεται με την κοινωνία. Η κοινωνία δίνει τα μορφωτικά εφόδια που χρειάζεται από τα μέλη της για να επιτευχθεί η κοινωνική συνέχεια. Η επιτυχία στη μόρφωση συνδέεται και με την προέλευση των μαθητών. Κι αυτό όχι διότι ευθύνονται οι μαθητές, αλλά διότι φοιτούν σε σχολεία που δεν έχουν τα απαραίτητα εφόδια για τη μόρφωσή τους, διότι δεν ενθαρρύνονται για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, διότι δεν υπάρχουν οι εκπαιδευτικοί που θα τους εξηγήσουν στη δική τους «γλώσσα» όλα όσα χρειάζονται για να μάθουν,, διότι εν ολίγοις δεν τους δίνεται η δυνατότητα να «αριστεύσουν». Έρευνες, ήδη, από τη δεκαετία του 1960 στις ΗΠΑ (βλ. έκθεση του Coleman) δείχνουν ότι η σχολική επίδοση βελτιώνται όταν τα σχολεία στελεχώνονται από καλά μορφωμένους εκπαιδευτικούς, έχουν τα κατάλληλα εκπαιδευτικά μέσα και κυριαρχεί συνεργατικό κλίμα σε όλα τα επίπεδα, ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και ανάμεσα στους μαθητές.
Έρευνες επίσης έχουν δείξει ότι με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, όπως αυτές του Σχεδίου Νόμου για το οποίο μιλάμε εδώ, ενισχύονται τάσεις ιδιωτικοποίησης καθώς οι σύνθετες διαδικασίες προγραμματισμού του εκπαιδευτικού έργου και αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας καθιστούν αναγκαία την προσφυγή σε βοήθεια που προσφέρουν εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, που όμως κατά κανόνα χρηματοδοτούνται από το κράτος (βλ. ερευνητική έκθεση των Ball & Youdell 2008). Ιδιωτικοποίηση σημαίνει επίσης ανακατονομή των υφιστάμενων πόρων. Οι αναγκαίοι πόροι που θα μπορούσαν να διατεθούν για τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου όλων των παιδιών διατίθενται για άλλα θέματα που δεν έχουν άμεση σχέση με τη μόρφωση, όπως για παράδειγμα τις γραφειοκρατικού τύπου σύνταξης εκθέσεων όλων των ειδών.
Η μόρφωση των μαθητών παραμελείται για ακόμη μια φορά σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής. Εκτός από το άρθρο για την πρόληψη της σχολικής βίας απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε μέτρα που θα αποσκοπούν στη βελτίωση της διαδικασίας μάθησης, στη βελτίωση της επικοινωνίας, στη βελτίωση των υποδομών, στη βελτίωση της διοίκησης, στη βελτίωση της οργάνωσης του σχολείου και στην καλλιέργεια της αίσθησης του ανήκειν στη σχολική κοινότητα. Η θέσπιση πρότυπων σχολείων δεν βοηθά στη βελτίωση των σχολείων αντίθετα δυσχεραίνει τη λειτουργία του σχολείου, καθώς του φορτώνει περισσότερα προβλήματα όπως αυτό της διαφορετικής αξιακής αποτίμησης ενός σχολείου. Σαν να μη θεωρούνται δηλαδή όλα τα σχολεία ισότιμα. Τη δουλειά στα εναπομείναντα σχολεία χωρίς την έξτρα χρηματοδότηση που θα διατεθεί στα ξεχωριστά σχολεία θα την κάνουν οι εκπαιδευτικοί, που έχουν «φιλότιμο», διότι δεν δίνεται κανένα κίνητρο ούτε σε αυτούς, ούτε στα σχολεία, ούτε στους μαθητές. Δίνεται μόνο η αξιολόγηση. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα που δεν μπορούμε να θίξουμε αυτή τη στιγμή.
Η πρόταση για θέσπιση νέων θέσεων στο σχολείο όπως «Συντονιστών εκπαιδευτικών» με πλήρη την «παιδαγωγικη ευθύνη» θεωρούμε ότι είναι προβληματική, διότι παιδαγωγική ευθύνη έχουν και οι διευθυντές και οι διδάσκοντες. Τα όρια είναι ασαφή και δημιουργούν προβληματισμούς και προβλήματα στην πράξη. Η θέσπιση του «Εκπαιδευτικού εμπιστοσύνης» είναι μια θετική πρωτοβουλία, χρειάζεται όμως να οριστούν με σαφήνεια οι αρμοδιότητές τους.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση
Καταρχάς θεωρούμε προβληματικές τις προτάσεις περί της εκλογής των πρυτανικών αρχών καθώς εξαιρούνται από το σύνολο του εκλεκτορικού σώματος σημαντικά μέλη της κοινότητας, όπως η φοιτητιώσα νεολαία, το διοικητικό προσωπικό και οι ειδικές κατηγορίες διδασκόντων, όπως είναι για παράδειγμα οι ΕΔΙΠ. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση χρειάζεται πόρους, σαφές κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας, σαφείς αρμοδιότητες, σταθερή χρηματοδότηση και σταθερή υποστήριξη από το κράτος. Η οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν τηρεί πάντοτε τις στοιχειώδεις αρχές της διοικητικής επιστήμης. Κι εδώ το έργο επιτελείται στην πλειοψηφία του από τους «φιλότιμους» ανθρώπους του. Επίσης χρηματοδοτείται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, όταν κάποιος προσλαμβάνεται να διδάξει με πόρους από το ΕΣΠΑ ή σύμφωνα με το περίφημο προεδρικό διάταγμα 407/80 πληρώνεται ελάχιστα για τον κόπο του ή καθόλου. Αυτό σημαίνει ότι οι διδάσκοντες αυτοί χρηματοδοτούν από το υστέρημά τους την εκπαίδευση. Οι καθηγητές της τριτοβάθμιας, οι μισθοί των οποίων όπως και των άλλων δασκάλων στις άλλες δυο βαθμίδες, υπέστη μείωση στα χρόνια της κρίσης, θα πρέπει σύμφωνα με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις να στελεχώσουν και τις επιτροπές των προτύπων σχολείων ή τα περιφερειακών συμβουλίων ή να συντάξουν έρευνες με τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Και το ερώτημα που γεννάται είναι, οι προτεινόμενες έρευνες θα γίνονται «δωρεάν»; Είναι ένα μεγάλο ερώτημα αυτές οι «συμπράξεις» και δεν τεκμηριώνεται ούτε η αναγκαιότητά τους ούτε η αποδοτικότητά τους. Πιστεύουμε ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί καινοτομία η ανάθεση ερευνητικών προγραμμάτων από καθηγητές μέλη ΔΕΠ σε εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με τη βοήθεια των μαθητών τους. Δημιουργεί, επαναλαμβάνουμε, πολλά ζητήματα που χρειάζονται διευθέτηση, η οποία δεν προβλέπεται στο Σ/Ν.
Αποτελεί εξίσου καινοτόμο ιδέα η προτεινόμενη ίδρυση Ξενόγλωσσων Προγραμμάτων Σπουδών. Συνήθως ένα Πρόγραμμα Σπουδών έχει αντικείμενο ένα γνωστικό αντικείμενο, όπως Κοινωνιολογία, Ιστορία, Οικονομικά, ή Ψυχολογία, δεν έχει δηλαδή αντικείμενο το «Ξενόγλωσσο». Να σημειώσουμε εδώ ότι η αναγκαιότητα προσέλκυσης αλλοδαπών φοιτητών (από Ευρωπαϊκή Ένωση και τρίτες χώρες) αποτελεί θέμα ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως και η συνέχιση της διαμονής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (attracting and retaining foreign students), για το οποίο έχουν γίνει μελέτες και έχουν δημοσιευτεί εκθέσεις (βλ. https://ec.europa.eu/home-affairs/content/attracting-and-retaining-international-students-eu_en). Σε σχέση με την Ελλάδα οι συστάσεις από τη σχετική έκθεση που εκπονήθηκε το 2018 αναφέρονταν στη βελτίωση της επικοινωνίας και στη διευκόλυνση των φοιτητών στις σπουδές αναφορικά με τα έγγραφα που χρειάζεται να προσκομίσουν από τη χώρα καταγωγής και που πολλές φορές δεν μπορούσαν λόγω κατάστασης ανάγκης (π.χ. πόλεμος). Δεν αναφερόταν πουθενά η γλώσσα ή ότι θα χρειάζονται ένα ξεχωριστό τμήμα για να σπουδάσουν.
Πιστεύουμε ότι η ίδρυση Ξ.Π.Σ προσκρούει σε προβλήματα μορφωτικής και οργανωτικής φύσης και ενώ είναι αντισυνταγματική διότι εντός του δημοσίου εκπαιδευτικού συστήματος συστήνεται ιδιωτικό τρόπον τινά και δίνει το ίδιο δικαίωμα ανάμεσα σε έλληνες και αλλοδαπούς με μόνη τη διαφορά το εισόδημά τους. Το ερώτημα επιπλέον είναι οι περίπου 22.000 αλλοδαποί που φοιτούν σήμερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα συνεχίσουν να φοιτούν δωρεάν; Τι θα γίνει με τις άλλες κατηγορίες αλλοδαπών, τους μετανάστες, ή τους πρόσφυγες, που ζουν στη χώρα μας, αυτοί θα έχουν πρόσβαση ή όχι και σε ποιο πρόγραμμα σπουδών;
Επιπλέον οι διδάσκοντες θα είναι οι ίδιοι που διδάσκουν σε ένα τμήμα ή θα προσληφθούν και άλλοι; Ενώ το γεγονός ότι η λειτουργία τους θα διέπεται από τους ΕΛΚΕ είναι επίσης αν όχι αντιεκπαιδευτική, τότε ατυχής, διότι δείχνει ότι γίνεται μόνο για οικονομικούς λόγους. Κι αυτό δεν είναι ορθό και δίκαιο διότι αφορά τη γνώση, που μπορεί να είναι προϊόν, αλλά δεν αποτελεί ως γνωστόν εμπόρευμα. Διότι η εκπαίδευση έχει μεγάλη αξία, αλλά δεν έχει τιμή.
Με λίγα λόγια: η αυστηροποίηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος και η εισαγωγή δομών που φέρνουν πιο κοντά την ιδιωτικοποίηση ενός δημόσιου αγαθού αυξάνουν τη δημιουργία κοινωνικών ανισοτήτων. Σε καιρό πανδημίας φάνηκε καθαρά πόσο σημαντική είναι η κοινωνία ως συλλογικότητα και πώς η επιβίωση του καθενός εξαρτάται από την επιβίωση των συνανθρώπων του. Οι ανισότητες δεν αποτελούν ασφαλή βάση, όπως είπαμε και στην εισαγωγή για την πρόοδο και την επιβίωση της κοινωνίας, αλλά μόνο η δημοκρατία και η δίκαιη συμμετοχή των πολιτών στα δημόσια αγαθά.
Το θεσμό της εκπαίδευσης μελετούν διάφορες κοινωνικές επιστήμες, όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου. Για κάθε μια προτεινόμενη αλλαγή που προβλέπει το Σ/Ν υπάρχει ήδη μεγάλη βιβλιογραφία, γνώση και εμπειρία. Καλό θα ήταν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από το Υπουργείο.
Η πρόταση μας είναι να αποσυρθεί το Σ/Ν και να συσταθεί διεπιστημονική επιτροπή ανά επίπεδο ή βαθμίδα εκπαίδευσης, που θα μελετήσει σε βάθος τα προβλήματα της εκπαίδευσης πριν προβεί σε συστάσεις και λύσεις για τα όποια «χρονίζοντα» θέματα της εκπαίδευσης. Μόνο στη βάση επιστημονικών μελετών από διαφορετικές επιστήμες θα αναδειχθούν και οι λύσεις που χρειάζεται να υιοθετηθούν.
Η φιλοσοφία του παρόντος Σ/Ν αντανακλά απόψεις περί της κοινωνίας πριν από την πανδημία του COVID-19. Ο νέος νόμος για την εκπαίδευση πιστεύουμε ότι πρέπει να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες και τις πολύτιμες γνώσεις που αποκτήθηκαν από τη σημασία της λειτουργίας δημοσίων θεσμών – όπως αυτό του συστήματος υγείας, του συστήματος μαζικής ενημέρωσης και προστασίας, και του εκπαιδευτικού συστήματος – για την ευημερία όλων των πολιτών.
Καινοτομία είναι η αριστεία σε κάθε σχολείο. Όλα όσα επιτυγχάναμε, δηλαδή, εδώ και χρόνια χωρίς να γνωρίζουμε ότι λεγόταν έτσι, όταν ως εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές κάναμε ό,τι έπρεπε και κάτι παραπάνω κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Αθήνα, 11 Μαιου 2020
*Η Βασιλική Κατζάρα είναι Καθηγήτρια, Δ/ντρια ΠΜΣ «Κοινωνιολογία»
Τμήμα Κοινωνιολογίας
Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών