Κώστας Νάκος
Ξαφνικά πολλή σκόνη σηκώθηκε με αφορμή τις περίφημες εξαγγελίες για τις αυξήσεις στον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Και η σκόνη ως συνήθως σηκώνεται για να μας εμποδίσει να δούμε καθαρά κάποια απλά ζητήματα. Είναι η σκόνη που σηκώνεται κυρίως από την κυρίαρχη σήμερα μονεταριστική-νεοφιλελεύθερη άποψη που λέει ότι δεν αντέχει η οικονομία τέτοιες σπατάλες. Ότι αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να γίνονται επενδύσεις και όχι να δίνονται σε μισθούς για κατανάλωση. Επενδύσεις, λένε, που θα είναι τελικά προς το όφελος και του ίδιου του μισθωτού μακροπρόθεσμα, αφού θα βελτιωθούν έτσι οι οικονομικοί δείκτες.
Υπάρχει και μια δεύτερη άποψη για το θέμα αυτό, μια κεϋνσιανή άποψη, που ισχυρίζεται ότι μια αύξηση των μισθών, ιδιαίτερα σήμερα, αποτελεί τόνωση για την οικονομία, ότι συμβάλλει δηλαδή στη ζήτηση, άρα στην και στην τόνωση της παραγωγής. Παρά το γεγονός ότι αυτή την άποψη μπορεί κάποιος να τη θεωρήσει σωστή, δεν παύει να αποτελεί μια δευτερεύουσα πλευρά του ζητήματος.
Το σημαντικό είναι ότι και οι δύο απόψεις αντιμετωπίζουν τον μισθωτό μόνο ως καταναλωτή και όχι ως παραγωγό. Όταν γίνεται αναφορά σε άμεσες επενδύσεις το μυαλό των περισσότερων (πολιτικών και πολιτών) πηγαίνει σε νέες επιχειρηματικές μονάδες, σε επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και σε νέα κτήρια που θα στεγάσουν αυτές τις επενδύσεις. Γίνεται δηλαδή αναφορά σε επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, σε σταθερό κεφάλαιο γενικότερα (κατά την μαρξιστική ορολογία), αλλά δεν αναφέρονται καθόλου στο ανθρώπινο δυναμικό, στο μισθωτό, δηλαδή στο δεύτερο σκέλος μιας παραγωγικής διαδικασία που είναι το μεταβλητό κεφάλαιο.
Τέτοιες επενδύσεις λοιπόν, όπως αυτοί τις αναζητούν, δεν πρόκειται να υπάρξουν. Είναι σαν να ζητάς από έναν παππού 80 χρονών, να αγοράσει αυτοκίνητο μάρκας Φερράρι. Τι να την κάνει όμως τη Φερράρι αφού δε θα μπορεί να την οδηγήσει; Πώς να γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα, σε ένα γερασμένο πλέον ανθρώπινο δυναμικό, αφού οι νέοι άνθρωποι φεύγουν εκτός συνόρων. Το να ζητάς από μια οικονομία να είναι ανταγωνιστική και παραγωγική με χαμηλούς μισθούς είναι σαν να ζητάς από την ποδοσφαιρική ομάδα του Εργοτέλη να κερδίζει την Μπαρτσελόνα. Όχι μόνο την Μπαρτσελόνα δεν μπορεί να κερδίσει αλλά ούτε τον Άγιαξ, ούτε τον ΠΑΟΚ, ακόμα και αν έχει ο Εργοτέλης τις καλύτερες εγκαταστάσεις (πάγιο κεφάλαιο) γιατί θα υστερεί σε ποδοσφαιριστές, δηλαδή σε ανθρώπινο δυναμικό. Όποιος καταφέρει να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική οικονομία, ως προς τις οικονομίες της Δανίας, της Αυστρίας, της Σουηδίας κ.λπ, δηλαδή χώρες με το ίδιο περίπου ΑΕΠ που είχε (προ κρίσης) η Ελλάδα, με μισθούς Λιθουανίας τότε θα έχει τετραγωνίσει τον κύκλο.
Το ανθρώπινο δυναμικό αποτελούσε από πάντα στον καπιταλισμό την καλύτερη επένδυση. Αυτό όμως στην σημερινή εποχή των τεχνολογιών και της υψηλής ειδίκευσης αποτελεί όρο επιβίωσης για κάθε οικονομία. Ο μισθωτός σήμερα δεν είναι ούτε ένας απλός εργάτης, ούτε ο κλασικός μάστορας της οικονομίας του προηγούμενου αιώνα. Είναι ένας μισθωτός με ανώτατη εκπαίδευση τον οποίο δεν μπορείς να κρατήσεις ούτε δεμένο σε μια αγορά με αμοιβές των 400 ή των 700 ευρώ. Όποιος αναζητεί μισθούς Λιθουανίας, πρέπει να αναμένει και οικονομία Λιθουανίας.
Σίγουρα για την ανάπτυξη μιας οικονομίας παίζουν ρόλο πάρα πολλοί παράγοντες και όχι μόνο οι μισθοί. Βιώνουμε όμως σήμερα τι συμβαίνει όταν στραγγαλίζονται μισθοί και μισθωτοί. Όχι η μόνη, αλλά ίσως η μεγαλύτερη αποεπένδυση στη σημερινή εποχή είναι να μην είσαι ανταγωνιστικός σε επίπεδο μισθών έναντι των αντιπάλων σου. Ανερχόμενη ομάδα (οικονομία) είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει τους ποδοσφαιριστές της (μισθωτούς της), και ακμάζουσα αυτή που μπορεί να γίνει πόλος έλξης κάνοντας μεταγραφές μεγάλα ονόματα του εξωτερικού. Όπως κάνουν σήμερα οι αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, παίρνοντας ότι καλύτερο υπάρχει από τη Λιθουανία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα.
Υ.Γ. Θα μπορούσε η απάντηση στην επίκληση των χαμηλών μισθών για το συμφέρον της οικονομίας να είναι αυτή που λέει ο μέσος Έλληνας: να πάει να γ@μ@θεί η οικονομία (σας) όταν εγώ δεν μπορώ να καλύψω τις ανάγκες μου, όταν δεν μπορώ να σπουδάσω τα παιδιά μου. Εδώ όμως επιλέχθηκε να δοθεί μια σύντομη απάντηση με… ευγενικούς όρους αγοράς.