’’Tο ένστικτο είναι η εγγενής τάση ή ορμή ενός ζωντανού οργανισμού προς την κατεύθυνση συγκεκριμένων συμπεριφορών ή αντιδράσεων, υπό συνθήκες. Αυτή η τάση προϋπάρχει της μνήμης που προκύπτει από τη μάθηση, και παραμένει αναλλοίωτο χαρακτηριστικό ενός βιολογικού είδους. Βάση του συγκεκριμένου ορισμού διαμορφώνεται η θεωρία των ενστίκτων, που τονίζει το βιολογικά καθορισμένο θεμέλιο της συμπεριφοράς ενός οργανισμού απέναντι σε συγκεκριμένα στοιχεία του περιβάλλοντός του.’’
Ακριβώς αυτό το ”ένστικτο’’ είναι που ξυπνάει η κυβέρνηση της δεξιάς και του υπερσυντηρητισμού. Ο στόχος είναι συγκεκριμένος και ρητός. Κάθε πράξη, κάθε λέξη, κάθε δραστηριότητα αυτού του επιτελείου, που πριν από λίγα χρόνια ανέλαβε την εξουσία, είναι ο ’’ερεθισμός’’ του πιο οπισθοδρομικού, κομπλεξικού, συντηρητικού, σκοτεινού αντανακλαστικού του κάθε μικροαστού Έλληνα πολίτη.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, Αντώνης Σαμαράς, είναι ο πολιτικός που προτιμά να επισκέπτεται ξωκλήσια, μοναστήρια, ενθρονίσεις μητροπολιτάδων, αρχαιολογικές σκαπάνες σε εξέλιξη, προδικάζοντας πομπώδη ευρήματα, για την εξυπηρέτηση καθαρά εθνικιστικών σκοπών, παρά τις συνεδριάσεις της Bουλής όπου οφείλει να εκτελεί τον θεσμικό του ρόλο.
Αρνείται πεισματικά να κάνει τη δουλειά που του έχει αναθέσει ο ελληνικός λαός, έχοντας ουσιαστικά παραβρεθεί μόνο δυο φορές σε συνεδριάσεις του κοινοβουλίου, με τα αλησμόνητα πια περιστατικά τύπου ’’κοιτάω από την άλλη για να μη γελάω’’ απευθυνόμενος στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Είναι, λοιπόν, ένας αρχηγός κυβέρνησης, ο οποίος ’’χτυπάει’’ στη βάση του συναισθήματος και όχι της λογικής, με απώτερο σκοπό τη διέγερση του ενστίκτου που προκύπτει από την ’’ελληνοχριστιανική’’ εκπαίδευση του πολίτη. Τοιουτοτρόπως, αφυπνίζει τους νευρώνες του συντηρητισμού και της ανάγκης της διατήρησης των κεκτημένων, και κατ´ επέκταση διαφυλάττει τους πυλώνες του πατριωτικού ελληνοκεντρικού συστήματος της τελευταίας 80ετίας: πατρίδα, οικογένεια και προπάντων θρησκεία.
Ποντάροντας όχι μόνο στο ένστικτο, που όπως αναφέραμε προϋπάρχει της μνήμης, στοχεύει στην ίδια τη μάθηση ώστε να αφυπνίσει τα συγκεκριμένα πρωτόγονα συναισθήματα, δημιουργώντας αυτόματα αυτό, που ο ψυχολόγος Ivan Pavlov ονόμασε τον προηγούμενο αιώνα με το περιβόητο ’’πείραμά του’’, εξαρτημένο αντανακλαστικό.
Αντιπαραβάλλοντας τον σκύλο του Pavlov με τους υποστηρικτές της επικρατούσας κατάστασης, ακούγοντας το ’’καμπανάκι’’ της καταστροφής που κρούουν συγχρονισμένα τα μέλη της τωρινής κυβέρνησης, και όπως το εξαρτημένο αντανακλαστικό που δημιούργησε ο Pavlov, η ενεργοποίηση σιέλου στο σκύλο, έτσι και οι ψηφοφόροι αντιδρούν αντίστοιχα όταν ηχούν στα αυτιά τους συγκεκριμένες λέξεις. Αριστερά, πορεία, απεργία, κατάληψη, εργασιακά δικαιώματα, συνδικαλισμός, αντίσταση, αποτελούν λέξεις που από μόνες τους είναι αρκετές για την ενεργοποίηση των σιελογόνων αδένων όπου το παραχθέν υλικό θα εκτοξευθεί προς πάσα κατεύθυνση σε μορφή παραληρηματικών προτάσεων: ‘’η χώρα κινδυνεύει’’ (αλίμονο), ‘’η ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς’’ (Τάκης Μίχας), ‘’η πολιτική ηγεμονία της αριστεράς’’ 40 και γιατί όχι 60 χρόνια τώρα (ανεκδιήγητος Τάκης Μπαλτάκος), και στην τελική ’’για τη Marfin όμως δε λέτε τίποτα’’.
Aναπόφευκτα, λοιπόν, ήρθε η ώρα της δεξιάς να πάρει τα ηνία (sic!) και να οδηγήσει το άρμα της σωτηρίας ενώ τα σκυλιά-πολίτες, που υπέκυψαν στην κλασική αυτή εξάρτηση όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε η διαδικασία του Ivan Pavlov, ανοίγουν το δρόμο και ’’φυλάττουν τις Θερμοπύλες’’ κυριευμένοι από τα ένστικτα που κατασκευάζουν ένα δολοφονικό μίγμα, γνωστός ως ’’κοινωνικός αυτοματισμός’’.
Η κοινωνία βλέπει στο πρόσωπο μίας και μόνο κοινωνικής ομάδας (δημόσιοι υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, βενζινοπώλες, τυροπιτάδες που δεν έκοψαν απόδειξη) τους υπευθύνους για αυτή τη δημοσιονομική κατρακύλα με τελικό σταθμό την κρίση και την έλευση της πολυαγαπημένης μας τρόικας.
Ο όρος ’’κοινωνικός αυτοματισμός’’ εισήχθη στο δημόσιο λόγο επί των ημερών της διακυβέρνησης του Κώστα Σημίτη (η πατρότητα του όρου κατά άλλους αποδίδεται στο Δημήτρη Ρέππα και κατά άλλους στη ’’στρατηγάρα’’ Θόδωρο Τσουκάτο). Έκτοτε αποτελεί προσφιλή μέθοδο των εκάστοτε κυβερνήσεων ώστε ’’να γίνεται η δουλειά’’ όσο μία κοινωνία ’’λύκων’’, έχοντας τυφλωθεί από ’’το ένστικτο αυτοσυντήρησης’’, αρνείται πεισματικά να δει τους πραγματικούς ενόχους. Είναι αυτοί οι ένοχοι που ενίοτε φοροδιαφεύγουν μέσω Λουξεμβούργου, κλέβουν και διασπαθίζουν το δημόσιο χρήμα φορτώνοντας το αβάσταχτο φορτίο της ’’κρίσης’’ τους στις πλάτες της μεσαίας και χαμηλής τάξης, κατασπαράζοντας δασκάλους, καθαρίστριες, ακόμα και μαθητές, διαλύοντας έτσι οποιαδήποτε κοινωνική συνοχή.
Τρώνε κατά αυτόν τον τρόπο τα ίδια τους τα παιδιά, όσο αυτή ’’η κυβέρνηση των ενστίκτων’’ σταλάζει μέσα τους το δηλητήριο του παρελθόντος εις βάρος του μέλλοντος.