Φωτoγραφία.: Βασίλης Μαθιουδάκης
Πρώτα πρέπει να καταφέρεις να σε καταγράψουν οι Αρχές: στέκεσαι ατέλειωτες ώρες σε ουρές, στριμώχνεσαι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, ξεροσταλιάζεις κάτω από τον ήλιο, φωνάζεις. Μετά πρέπει να καταφέρεις να σε ταυτοποιήσουν οι Αρχές: μια επανάληψη του ίδιου εξοντωτικού έργου.
Μετά πρέπει να πληρώσεις 50 ευρώ για το καράβι. Μετά να τα βγάλεις πέρα με το χάος που επικρατεί στο λιμάνι: να μη χάσεις το παιδί σου, να μείνεις δίπλα στους δικούς σου, να περάσεις ανάμεσα από ΜΑΤ και Ειδικές Δυνάμεις του Λιμενικού σώος. Είναι πολύ μακρύ το ταξίδι από τη Μυτιλήνη στην Αθήνα για έναν πρόσφυγα.
Κι όταν πια σταθείς στην τελευταία μακριά ουρά, όταν είσαι έτοιμος να επιβιβαστείς στο καράβι, είναι σαν να κάνεις το πρώτο βήμα για να επιστρέψεις στην ανθρώπινή σου υπόσταση. «Είναι η πιο χαρούμενη στιγμή μου μετά μήνες», λέει η 24χρονη Χαντίτζε, ενώ η Μομπίνα της πειράζει συνεχώς τα μαλλιά. Η κόρη της είναι 4 χρόνων.
«Δεν ήθελα το παιδί μου να μείνει στο Αφγανιστάν. Θέλω να μεγαλώσει ήρεμα, να πάει σχολείο, να μάθει να οδηγεί, να δουλεύει. Ακόμα και να επιβιώναμε από τους Ταλιμπάν και το ISIS, η κόρη μου δεν θα είχε ποτέ τη δυνατότητα να ζήσει μια κανονική ζωή. Εγώ αναγκάστηκα να φοράω μπούργκα, η Μομπίνα δεν θέλω να τη φορέσει ποτέ». Ταξιδεύουν οικογενειακώς και, για να φτάσουν έως εδώ, πούλησαν τα πάντα: σπίτια, χωράφια, έπιπλα.
Γιαγιά στα 38
«Δεν έχω τίποτα πια να θυμίζει το σπίτι μου, μόνο φωτογραφίες και βίντεο στο κινητό μου», λέει η Μάρια. Στα 38 της είναι ήδη γιαγιά, όπως και οι περισσότερες γυναίκες της ηλικίας της. «Απέκτησα το πρώτο μου παιδί στα 14. Μου φαίνεται παράξενο που εσείς μπορεί να φτάσετε στα 40 και να μην έχετε παιδιά. Ολα μου φαίνονται τόσο διαφορετικά!».
Η Παρίσα είναι η μικρότερη κόρη της. Ανοίγει το κινητό της και μου δείχνει φωτογραφίες από το σπίτι τους. «Μόλις φτάσουμε στη Γερμανία θα πάω στο πανεπιστήμιο! Η Ευρώπη για εμάς τις γυναίκες του Αφγανιστάν είναι ο παράδεισος, εκεί θα μπορούμε να κάνουμε ό,τι ονειρευόμαστε, θα είμαστε ελεύθερες!», λέει η Παρίσα κι ο πατέρας της βουρκώνει. Ο Κόλαμ σκουπίζει τα μάτια του βιαστικά και χαμογελάει: «Ο,τι θέλουν τα παιδιά, για τα παιδιά τα κάνουμε όλα».
«Για τον Ιμάν το αποφάσισα, αν δεν υπήρχε εκείνος μπορεί και να μην τολμούσα αυτό το ταξίδι». Ο Ιμάν είναι τόσο μικρούλης που χωράει άνετα επάνω στο τραπέζι του μπαρ. Τεντώνεται, απλώνεται, κάνει τούμπες, πιπιλάει το δάχτυλό του. Είναι τριών μηνών και ταξιδεύει ήδη ένα μήνα. Η Ναφιζά είναι η μαμά του.
«Δεν ξέρω να κολυμπάω κι έτρεμα μην τουμπάρει η βάρκα, όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Κρατούσα το μωρό σφιχτά και προσευχόμουν. Σκεφτόμουν, τώρα προσπαθώ να τον σώσω, αλλά αν το μωρό πνιγεί εξαιτίας μου; Ο Ιμάν γεννήθηκε στην Τουρκία και προσπαθήσαμε να μείνουμε εκεί επί ένα χρόνο, βρήκαμε και σπίτι. Ομως δεν υπήρχαν δουλειές και τα χρήματά μας τελείωναν. Η οικογένειά μου αποφάσισε να φύγουμε όλοι μαζί. Εμείς δεν πήγαμε σε δουλέμπορους, αγοράσαμε μόνοι μας μια βάρκα».
Θάλαττα, θάλαττα…
Ο Αχμέτ είχε δει μονάχα μία φορά τη θάλασσα από μακριά. Στο Τσανάκαλε έπρεπε να κάνει τον καπετάνιο για τα 18 μέλη της οικογένειάς του. «Κανένας μας δεν ξέρει κολύμπι και φοβόμουν πάρα πολύ, αλλά κάποιος έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη και να το κάνει», λέει ο Αχμέτ, κοιτάζοντας τρυφερά τον ανιψιό του. «Η βάρκα κόστισε 9.000 ευρώ. Οταν φτάσαμε στο νησί την πουλήσαμε σ’ έναν ντόπιο». «Πόσα χρήματα σας έδωσε;», τον ρωτάω.
«Δεν πήραμε χρήματα, την ανταλλάξαμε για μπουκάλια νερό -ήμασταν όλοι τόσο διψασμένοι». «Αυτό είναι κλοπή», λέω στον Αχμέτ κι όλοι γύρω γελάνε. «Αυτό είναι συγκυρία», απαντά ο Αχμέτ. «Για εμάς το πιο σημαντικό πράγμα εκείνη την ώρα ήταν να πατήσουμε στη στεριά. Βγήκαμε, ήμασταν όλοι ζωντανοί, κλαίγαμε, γελάγαμε, αγκαλιαζόμαστε, προσευχόμαστε. Για εμάς το σημαντικότερο ήταν το νερό, για τον ντόπιο να πάρει τη βάρκα. Αχρηστη μας ήταν πια, ας την πάρει, ώρα του καλή. Δεν σε νοιάζουν τα λεφτά, όταν παλεύεις για τη ζωή σου».
«Δεν είμαστε χαζοί, ξέρουμε πολύ καλά τι συμβαίνει», λέει ο Ατμπάς που εκτελεί και χρέη διερμηνέα. Τα άψογα αγγλικά του τον καθιστούν περιζήτητο ανάμεσα στους μελλοντικούς συνταξιδιώτες του. Ο Ατμπάς ελπίζει ότι τα αγγλικά του θα τον βοηθήσουν, όταν επιτέλους φτάσει στη Γερμανία. «Τα χρήματά μου τελείωσαν πια», λέει. «Πλήρωσα 1.000 ευρώ μέχρι την Τουρκία κι άλλα τόσα μέχρι την Ελλάδα. Και στο νησί μάς τα πουλούσαν όλα πανάκριβα. Για ένα κιλό ντομάτες δίναμε 25 ευρώ! Προφανώς και μας εκμεταλλεύονται, αλλά τι να κάνουμε; Αν είσαι νηστικός για μέρες, θα δώσεις τόσα κι άλλα τόσα. Εχεις πεινάσει ποτέ;»…
Στον Πειραιά
Οταν νωρίς το πρωί το καράβι φτάνει στον Πειραιά, δεκάδες κάμερες περιμένουν και πάλι τους πρόσφυγες για να καταγράψουν τις ιστορίες τους. Μόλις τα λεωφορεία της γραμμής εμφανίζονται, ξεκινάει μια καινούργια μάχη για το ποιος θα επιβιβαστεί πρώτος.
Οσοι δεν έχουν χρήματα ξεκινούν για άλλη μια πορεία με τα πόδια μέχρι τον σταθμό του τρένου. Οσοι έχουν στέκονται και πάλι στην ουρά, αυτή τη φορά στην πιάτσα των ταξί. Και κάποιοι άλλοι επιβιβάζονται αμέσως στα ιδιωτικά λεωφορεία που θα τους πάνε στα σύνορα με την ΠΓΔΜ. Κάποιοι άλλοι θα ξεμείνουν στην Αθήνα μέχρι να ξαναμαζέψουν χρήματα για να συνεχίσουν μέχρι τον τελικό προορισμό τους.
Οπως η 37χρονη Ρόνα που ταξιδεύει με τα παιδιά, το εγγόνι και την καλύτερή της φίλη με τα δικά της παιδιά. Κατευθύνονται προς την πλατεία Βικτωρίας με σκοπό να ξαναμαζέψουν χρήματα και να συνεχίσουν προς τη Γερμανία.
Ο μοναδικός άντρας της ομάδας είναι ο 18χρονος Μουζαμντί. «Το μόνο που σας ζητάμε είναι να μας αφήσετε να φύγουμε από τη χώρα σας», λέει ο Μουζαμντί. «Οι ντόπιοι διαμαρτύρονται που μένουμε στη Μυτιλήνη τόσες μέρες κι έχουν δίκιο. Ομως ούτε κι εμείς θέλουμε να κοιμόμαστε ανάμεσα σε σκουπίδια, να κάνουμε την ανάγκη μας έξω, να μένουμε άπλυτοι και ελεεινοί. Είμαστε άνθρωποι! Ντρεπόμαστε… Σπίτια είχαμε… Εσύ πώς θα ένιωθες, αν η μητέρα σου αναγκαζόταν να ζει σαν ζώο; Ημασταν νοικοκύρηδες, γίναμε πρόσφυγες... Δεν ξέρεις τι σημαίνει».
Μια ζωή σε ένα σακίδιο
Προσφυγιά σημαίνει να μαζεύεις όλη σου τη ζωή σ’ ένα σακίδιο και το πιο πολύτιμο πράγμα σου να είναι ένα χαρτόκουτο. Πάνω στο χαρτόκουτο θα μαγειρέψεις και πάνω σ΄ αυτό θα κοιμίσεις το μωρό σου, μ΄ αυτό θα κάνεις σκιά και μ΄ αυτό θα ζεσταθείς.
Προσφυγιά σημαίνει να πλένεσαι με θαλασσινό νερό και να κοιμάσαι στα πεζοδρόμια, να σε κλοτσάνε και να σε βρίζουν σε μια άγνωστη γλώσσα για κάποιο λόγο που δεν κατάλαβες. Προσφυγιά σημαίνει να σου έχει πάρει τα πάντα ο πόλεμος – και να παλεύεις για το τελευταίο σου κάστρο, την αξιοπρέπεια.
«Ξέρουμε πως η Ευρώπη δεν μας θέλει, αλλά ούτε κι εμείς επιλέξαμε να έρθουμε εδώ», λέει η Ταχμίνα. «Γι΄ αυτό είναι τόσο σπουδαίο, όταν έρχονται ντόπιοι και μας λένε “καλώς ήρθατε”, όταν βλέπουμε τα πανό σ’ άλλες χώρες που λένε “you are welcome”, όταν μαθαίνουμε πως θέλουν να μας πάρουν στα σπίτια τους. Κάθε φορά που ένας Ελληνας μάς χαμογελάει και δεν στρέφει με σιχασιά το βλέμμα, κάθε φορά που κάποιος Ελληνας μας λέει good luck, κάθε φορά που μας προσφέρει νερό, ρούχα, φαγητό, δεν χορταίνει την πείνα μας, την καρδιά μας χορταίνει»...