Επικαιρότητα

Βούτυρο ή όπλα;

By N.

October 18, 2017

Aπό τον Άρη Χατζηστεφάνου

Η είδηση ότι εν μέσω οικονομικής κρίσης η Ελλάδα αύξησε (έστω και οριακά) τις πολεμικές της δαπάνες για το 2015 πέρασε σχετικά απαρατήρητη. Συμπτωματικά συμπίπτει με τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τη μάχη του Τζόνσον με τον Κένεντι για το αν η χώρα χρειαζόταν περισσότερο βούτυρο ή όπλα.

Ακούω να μιλάνε για όπλα και βούτυρο… Καλύτερα να σωπάσεις, εδώ δεν χωράνε αντιρρήσεις Gang of four

Ηταν μέσα Απριλίου του 1966 όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον πρότεινε τον σταδιακό περιορισμό των κοινωνικών δαπανών καταργώντας, μεταξύ άλλων, το δωρεάν φαγητό και το γάλα που διανέμονταν στα σχολεία όλης της χώρας. Αιτία ήταν η τρομακτική αύξηση των κρατικών δαπανών για τον πόλεμο του Βιετνάμ, η οποία μεταξύ άλλων είχε προκαλέσει υπερθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας με έντονες πληθωριστικές πιέσεις.

Για τη γενιά των Baby Boomers, που έζησαν τα χρυσά χρόνια της μεταπολεμικής ανάπτυξης, μια τέτοια απόφαση ισοδυναμούσε με κήρυξη κοινωνικού πολέμου. Ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Κένεντι, που -όπως και οι περισσότεροι συνομήλικοί του- δεν μπορούσε να φανταστεί ένα μέλλον το οποίο θα ήταν χειρότερο από το παρελθόν, απάντησε αμέσως ότι η αμερικανική οικονομία ήταν σε θέση να προσφέρει «και όπλα και βούτυρο» συνεχίζοντας τον πόλεμο στο εξωτερικό χωρίς περικοπές δαπανών στο εσωτερικό.

Μισή δεκαετία αργότερα, όταν ο Νίξον τερμάτιζε την παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς και αποδείκνυε τα όρια της αμερικανικής οικονομικής παντοκρατορίας, η Αμερική συνειδητοποιούσε ότι ο Τζόνσον είχε δίκιο: η χώρα μπορούσε να έχει είτε περισσότερα όπλα είτε περισσότερο βούτυρο.

Αυτό που ίσως δεν γνώριζε ο δολοφονηθείς εκπρόσωπος του αμερικανικού φιλελευθερισμού, γερουσιαστής Ρόμπερτ Κένεντι, ήταν ότι η φράση που χρησιμοποιούσε για το βούτυρο και τα όπλα είχε γίνει παγκοσμίως γνωστή από τα ανώτατα στελέχη της ναζιστικής Γερμανίας.

Αν και αποδίδεται στον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Ούλιαμ Τζένινγκς Μπράιαν (ο οποίος παραιτήθηκε διαφωνώντας με την εμπλοκή των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), ήταν ο Γκέμπελς που την εισήγαγε στη σύγχρονη εποχή: «Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς βούτυρο αλλά όχι χωρίς όπλα» δήλωνε συχνά ο υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ συμπληρώνοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να πυροβολεί με βούτυρο». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Χέρμαν Γκέρινγκ, από την ηγεσία του ναζιστικού κόμματος εξηγούσε ότι «τα όπλα μάς δίνουν ισχύ ενώ το βούτυρο απλώς μας κάνει χοντρούς».

Μερικές δεκαετίες αργότερα η Μάργκαρετ Θάτσερ χρησιμοποίησε και πάλι τη φράση λέγοντας ότι «οι Σοβιετικοί προτιμούν τα όπλα από το βούτυρο ενώ εμείς προτιμάμε οτιδήποτε σε σχέση με τα όπλα». Η ίδια πάντως φρόντισε να διαψεύσει τον εαυτό της με τον πόλεμο στα Φόκλαντ/Μαλβίνες, όταν αναζητούσε ένα γεγονός που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από τις καταστροφικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της.

Η Ιστορία έκρινε τόσο τους ναζί αξιωματούχους όσο και τον πρόεδρο Τζόνσον και τη Θάτσερ, που προτίμησαν τα όπλα από το βούτυρο. Αυτό όμως που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει είναι ότι είχαν δίκιο όταν έθεταν το δίλημμα «ή θα έχουμε περισσότερες πολεμικές δαπάνες ή περισσότερες κοινωνικές».

Η φράση «βούτυρο αντί για όπλα» εκφράζει μία από τις βασικότερες αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και ισχύει σε κάθε σύστημα παραγωγής με πεπερασμένους πόρους. Είναι μια μορφή του λεγόμενου κόστους ευκαιρίας, που εξηγεί πόσα αγαθά πρέπει να θυσιαστούν (να μην παραχθούν) προκειμένου να παραχθεί ένα άλλο αγαθό. Οσο περισσότερα επενδύει μια οικονομία σε πολεμικές δαπάνες τόσο λιγότερους πόρους θα έχει για την παραγωγή κοινωνικών αγαθών.

Υπό αυτό το πρίσμα η πρόσφατη μελέτη του διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), που αποκάλυψε ότι οι παγκόσμιες πολεμικές δαπάνες για το 2015 εκτοξεύτηκαν στο 1,7 τρισ. δολάρια, μας δίνει μια λεπτομερέστατη εικόνα για το μέλλον του πλανήτη.

Από τα στοιχεία του SIPRI προκύπτει ότι η αύξηση προέρχεται κυρίως από την Ασία και την Ωκεανία, όπου μετατοπίζονται και τα σημεία έντασης στις διεθνείς σχέσεις. Αντίθετα, συνεχίζεται η μειωτική τάση στη Δύση και την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Ο πλανήτης δηλαδή ως σύνολο επέλεξε για άλλη μια φορά τα όπλα από το βούτυρο.

Και το ερώτημα που φυσικά προκύπτει είναι γιατί η Ελλάδα, που παραδοσιακά είχε από τα μεγαλύτερα επίπεδα πολεμικών δαπανών παγκοσμίως, προτίμησε να ακολουθήσει τις τάσεις της Ασίας και όχι της Δύσης (σύμφωνα πάντα με το SIPRI οι δαπάνες το 2015 αυξήθηκαν από 4,1 δισ. στα 4,6 δισ. περίπου).

Ισως γιατί αφού συνειδητοποίησε ότι ο Κένεντι (όπλα και βούτυρο) είχε άδικο και ο Τζόνσον (ή όπλα ή βούτυρο) είχε δίκιο, κατέληξε ότι λίγο παραπάνω βούτυρο –ακόμη και εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης ιστορικών διαστάσεων– θα μας έκανε όλους χοντρούς.

 

Πηγή