Λάμπρος Παπαδήμας
Πριν λίγες μέρες ένα ρεπορτάζ του BBC κινητοποίησε εκ νέου τη συζήτηση για τη συμφωνία των Πρεσπών και τις προεκτάσεις της. Για άλλη μια φορά ωστόσο, οι αντιδράσεις δεν επικεντρώνονταν σε ουσιαστικές πτυχές του ζητήματος, αλλά αποτέλεσαν ακόμη μια αφορμή για να υποδυθούμε ότι πέφτουμε από τα σύννεφα.
Το εν λόγω ρεπορτάζ αντιμετωπίστηκε με τη γνώριμη -για την πλειονότητα των μέσων- εκφυλιστική τακτική της εργαλειοποίησης, επιδιώκοντας την καλλιέργεια ηθικού πανικού. Η «αποκάλυψη» του άρθρου, ότι στη χώρα μας διαβιεί μια μικρή κοινότητα ανθρώπων η οποία μιλά μια «ανύπαρκτη» γλώσσα (κατά Μπαμπινιώτη) και το γεγονός ότι για μια εκτεταμένη ιστορική περίοδο περιορίστηκε, εκδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε σε ενσωμάτωση (μέσω βίαιων και αντιδημοκρατικών πρακτικών), προκάλεσε έντονες αντιδράσεις οι οποίες ενορχηστρώθηκαν με τη συνδρομή της συνήθους χοντροκομμένης ρητορικής, δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων, που στόχευε στην ενεργοποίηση εθνικιστικών και αντιδραστικών αντανακλαστικών.
Η πορεία αυτής της μειονότητας-φάντασμα (με την «ανύπαρκτη» βεβαίως γλώσσα) στο σώμα της ελληνικής ιστορίας, υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με τα γεγονότα που συνόδευσαν τον Εμφύλιο. Η εθνοτική ομοιογένεια της ελληνικής Μακεδονίας είναι ένα ζήτημα του οποίου οι δύο τελευταίες πράξεις συνδέονται (α) με την εγκατάλειψη της χώρας από ένα μεγάλο αριθμό σλαβόφωνων πολιτικών προσφύγων μετά το τέλος του Εμφυλίου και (β) με το νόμο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1285/1982) και την υπουργική απόφαση με αρ. πρωτ. 106841/29.12.82, σύμφωνα με την οποία επιτράπηκε τελικά ο επαναπατρισμός όσων πολιτικών προσφύγων ήταν «Έλληνες το γένος». Αυτού του είδους η διάκριση είχε εθνοκαθαρτικά χαρακτηριστικά. Αποτέλεσε έναν αναίμακτο τρόπο ώστε η ελληνική Μακεδονία (και κυρίως η Δυτική), να γίνει πλέον πρακτικά και ουσιαστικά, μια εθνοτικά ομοιογενής έκταση. Πιο απλά, η ελληνική Μακεδονία έγινε πλήρως ελληνική εξαιτίας του Εμφυλίου και των προεκτάσεών του.
Ποια ήταν η τύχη αυτής της μειονότητας-φάντασμα; Πώς αντιμετωπίστηκε από το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, πριν και μετά το τέλος του Εμφυλίου; Για να αντιληφθούμε καλύτερα τις ιδιαίτερες πτυχές αυτής της αποσιωπημένης πραγματικότητας, χρειάζεται σε αρκετές περιπτώσεις να φύγουμε από την μεγάλη και γενική αφήγηση και να εκμεταλλευτούμε τις πληροφορίες που μας δίνουν οι προσωπικές ιστορίες, οι μαρτυρίες. Ο σκοπός της παράθεσής τους είναι απλός. Η ενσυναισθητική προσέγγιση και ο εκλαϊκευτικός τους χαρακτήρας, αποδομεί ή έστω αμφισβητεί, με μεγαλύτερη επιτυχία τις παγιωμένες στερεοτυπικές αντιλήψεις. Σε ένα βαθμό είναι πιο πιθανό μάλιστα, ο αναγνώστης να προσεγγίσει ευκολότερα ένα ιστορικό γεγονός, μέσα από την «παράκαμψη» που του προσφέρει η προσωπική αφήγηση.
Οι τρεις μαρτυρίες που παρατίθενται, προέρχονται από το βιβλίο των Boeschoten και Danforth «Παιδιά του εμφυλίου πολέμου – Πρόσφυγες και πολιτικές της μνήμης» και προέρχονται όλες από σλαβόφωνα μακεδονόπουλα, τα οποία βίωσαν τόσο τον εκτοπισμό τους από την Ελλάδα, όσο και τη διαρκή αναζήτηση ενός τόπου που θα μπορούν πλέον να αποκαλούν πατρίδα. Με την έννοια της πατρίδας να αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο για όσους εκτοπίζονται, συγκριτικά με όσους έχουν το «πλεονέκτημα» της σταθερά ριζωμένης εμπειρίας σε έναν τόπο.
Α. Ο Ζίφκο Σκόκλεφκσι, από το χωριό Δενδροχώρι (Ντ’μπενι στα μακεδονικά), μας μεταφέρει μια εμπειρία καταπίεσης και καταστολής, σε ένα περιστατικό που συνέβη το Πάσχα του 1946:
“Το ’46, τελευταία μέρα του Πάσχα, βγήκανε έξω οι χωριανοί, θέλανε να τραγουδήσουνε, αλλά κάποιοι φοβότανε. Αρχίσανε με κάτι ελληνικά τραγούδια, όμως τους τραβούσε να τραγουδήσουνε δικά μας τραγούδια και κάμποσες γυναίκες πήγανε να πάρουνε άδεια απ’ τον αστυνόμο για να τραγουδήσουμε μακεδονικά τραγούδια. Και αυτός ήτανε τόσο καλός, τους το επίτρεψε. Γυρίσανε οι γυναίκες στο χορό εκεί, όλοι ήταν ευχαριστημένοι και άρχισαν ένα τραγούδι παλιό από το χωριό -ένα τραγούδι που μιλάει για δυο αετούς που δίνουν μάχη στον ουρανό. Όπως τραγουδούσανε, κάποιος από τους χωροφύλακες άρχισε να πυροβολάει στους χωριανούς. Και όλοι φοβήθηκαν, όλοι τρέξανε εδώ, εκεί. Ήρθε ένας άλλος απ’ τους χωροφύλακες, «μη φοβάστε, ελάτε, έχετε άδεια γι’ αυτό!». Κανείς δεν γύρισε, η γιορτή χάλασε.”[1]
Β. Η Ευρώπη Μαρίνοβα από το χωριό Πρεκοπάνα, Περικοπή στα ελληνικά, μοιράστηκε μια εμπειρία αποκλεισμού από το 1975, όταν προσπάθησε βγάλει βίζα ώστε να επισκεφτεί την Ελλάδα με τον σύζυγό της (ο οποίος είναι Έλληνας το γένος):
“Με φώναξε εμένα ένας από μέσα σ’ ένα γραφείο και με λέει:
-Από πιο χωριό είσαι;
Του λέω «απ’ την Πρεκοπάνα»
«Ποιος ήτανε ο μπαμπάς σου;»
«Μαρίνοφ Τόντορ» του λέω, χωρίς να το σκεφτώ, όπως μου ερχότανε.
«Το χωριό σας Πρεκοπάνα το λένε;»
«Ναι, Πρεκοπάνα. Πάνω στο Βίτσι είμαστε»
«Α καλά, ευχαριστώ».
Η κόρη μου κι ο άντρας μου πήραν βίζα, εγώ δεν πήρα. Είμαι λίγο νευρική όταν δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου όπως θέλω. Του λέω:
«Γιατί δεν πήρα εγώ βίζα;»
«Μη ρωτάτε» μου λέει «άιντε, βγέστε έξω».
«Γιατί να βγω έξω; Εγώ δεν γεννήθηκα στην Ελλάδα; Εγώ δεν είμαι απ’ την Πρεκοπάνα; Γιατί; Ο άντρας μου Έλληνας είναι. Τι έχετε; Τι έχετε; Γιατί δεν μπορώ να πάω; […] Τουλάχιστο να έλεγε κάτι! Για παράδειγμα «γιατί είσαι Μακεδόνα» ή «γιατί λες Πρεκοπάνα και δε λες Περικοπή». Ύστερα έκανα πολλές φορές αίτηση, Μονάχα το ’88, πέτυχα, με γνωριμία, να πάρω βίζα.” [2]
Γ. Η Δήμητρα Μπόνεβα, γεννημένη στο Δενδροχώρι (Ντ’μπενι), επέστρεψε για πρώτη φορά το 1979 στον γενέθλιο τόπο της και μεταφέρει την εμπειρία της:
“Πήγα στον παπά. Η εκκλησία και δυο σπίτια ήταν τα μοναδικά κτίρια που δεν κατόρθωσαν να γκρεμίσουν.
«Σε παρακαλώ», του είπα, «έχω δυο αδερφούς και μια αδερφή, έχω τον παππού και τη γιαγιά εδώ πεθαμένους. Να πάω να ανάψω ένα κερί;»
«Πήγαινε», μου είπε.
«Δεν μπορώ», απάντησα. «Το μέρος που ήτανε οι τάφοι το οργώσατε. Το οργώσατε! Θέλω να ξέρω που βάλατε τα κόκαλά τους για να πάω να τους ανάψω ένα κερί. Μια που δεν ξέρω ούτε αυτό, δώστε να μου ανοίξετε την εκκλησία να ανάψω ένα κερί εκεί που είναι βαφτισμένοι».
«Πήγαινε», μου είπε, «θα έρθω».
Πήγα. Περίμενα τέσσερις ώρες μπροστά στην εκκλησία και δεν ήρθε! Έκλαψα· ανέβηκα στο αμάξι και έφυγα για την Καστοριά. Δεν ξαναπήγα. Ούτε θέλω να ξαναπάω.” [3]
Λίγες μέρες αργότερα το BBC «διόρθωσε» το άρθρο του, προσθέτοντας διευκρινήσεις που στάλθηκαν από τις ελληνικές αρχές. Ότι δηλαδή η Ελλάδα αναγνωρίζει επισήμως μία και μόνο μειονότητα, τη μουσουλμανική. Η μειονότητα των σλαβόφωνων αναφέρεται ως γλωσσική και όχι εθνική (πράγμα που μοιάζει και είναι κατανοητό μετά από τόσα χρόνια). Όσον αφορά το σήμερα, η υπόθεση μοιάζει να έχει κλείσει.
Τι θα γίνει όμως με το παρελθόν και με τις προβολές του στο παρόν; Στο κενό ανάμεσα στην άγνοια και την αλήθεια, αναπτύσσεται ένας ζωτικός χώρος ερμηνείας, ο οποίος -δυστυχώς- καταλαμβάνεται από χονδροειδής αφηγήσεις με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Τα γεγονότα που ζουν κάτω απ’ την ομίχλη της αποσιώπησης, όσο παραμένουν στις σκιές, επιτρέπουν στον φοβικό και εκτραχυμένο λόγο του εθνικισμού να κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα ή έστω να διαδίδεται με μεγαλύτερες ταχύτητες από την αλήθεια. Μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο, η συνηθισμένη εθνική μας αμηχανία απέναντι στα φαντάσματα της ιστορίας μας, κάνει την ανακατάληψη αυτού του ζωτικού χώρου να μοιάζει δύσκολη υπόθεση.
[1]«Παιδιά του εμφυλίου πολέμου – Πρόσφυγες και πολιτικές της μνήμης», σ. 213
[2] Όπ.π., σσ. 229-230
[3] Όπ.π., σσ. 303-304