Μάιρα Ζαρέντη
Λένε πως υπάρχουν κάποιες στιγμές που εγγράφονται στο συλλογικό ασυνείδητο με τρόπο που μας πλάθουν, μας μεγαλώνουν, μας κόβουν και μας ράβουν. Οι στιγμές αυτές είναι τόσο συλλογικές που δε χωράει σε αυτές τίποτε άλλο παρά από ένα «εμείς», ένα «μαζί». Κανείς μόνος. Τις στιγμές αυτές θα τις κουβαλάμε μαζί μας για πάντα. Οι στιγμές αυτές μας έφτιαξαν τους ανθρώπους που είμαστε.
Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008, έφτασε στα αυτιά μας, μέσω των πολύ λιγότερο τότε εξελιγμένων social media η είδηση για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, από χέρι αστυνομικού, από χέρι της αστικής εξουσίας. Το πρώτο μας συναίσθημα ήταν το σοκ. Στη μαθητική μας κοινότητα, στο ωραίο μας προάστιο που είχε να σκεφτεί δολοφονίες από το Πολυτεχνείο, ήρθαμε αντιμέτωποι με το να πάρουμε μια απόφαση. Να βάλουμε λουκέτα και να κατεβούμε στους δρόμους. Να γράψουμε τους διευθυντές και τους γονείς μας, να πάρουμε ένα ρίσκο, να εκθέσουμε τη σωματική μας ακεραιτότητα, γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να μας κρατάει, τίποτα που να μπορούσε να λυθεί σε κάποιο ντιβάνι ή σε μια φιλική κουβέντα. Έπρεπε να είμαστε όλοι μαζί. Ο Αλέξης ήταν ένας από εμάς. Ο Αλέξης φορούσε τις μπλούζες και τα παπούτσια μας, ήταν συνομήλικος μας, θα μπορούσε να είναι φίλος μας. Θα μπορούσε να είναι το αγόρι μας. Του Αλέξη δεν του έπρεπε μία σφαίρα. Δε γίνεται να σταμάτησε η καρδιά του από μία σφαίρα. Δε γίνεται να γέμισε αίμα η μπλούζα του. Αυτή η μπλούζα θα ήταν για να πηγαίνει για skate, για να αγκαλιάζει την κοπέλα του. Δε γίνεται ένα παιδί να πηγαίνει στο νεκροτομείο. Αυτό το παιδί θα έπρεπε να συνεχίσει τη μπύρα του. Δε γίνεται τώρα τα χείλη του να είναι μαυρισμένα. Δε γίνεται οι κόρες του να έχουν γυρίσει. Το παιδί αυτό έπρεπε να ζήσει.
Για το παιδί αυτό, κρατήσαμε ο ένας το χέρι του άλλου. Χωρίς να το πολυσκεφτούμε, χωρίς να έχουμε το παραμικρό πλάνο, τον ελάχιστο σχεδιασμό. Ήμασταν συνομήλικοι του. Με το ζόρι ξέραμε να φτιάχνουμε μακαρόνια. Τότε περνούσαμε και τη φάση των emo και trendy. Και ξαφνικά μάθαμε πως ένα παιδί έφυγε.
Η μέρα αυτή είναι αφετηρία για πολλές πτυχές της ζωής μας, σχεδόν όλες. Αν δεν υπήρχε η οριακή αυτή στιγμή, δε θα είχαμε μεγαλώσει έτσι, δε θα είχαμε εξελιχθεί έτσι. Συνεχίσαμε κάπως, όπως θα συνέχιζε ο Αλέξης αν ζούσε. Μέσα από αυτή την οριακή στιγμή, οριστήκαμε και ορίσαμε την κοινωνία. Οι φλέβες στο λαιμό μας πετάχτηκαν. Ουρλιάξαμε και πνιγήκαμε στα δακρυγόνα. Μάθαμε τα malox πριν την ώρα μας, και τι σημαίνει καλό τρεξίδι σε στενά. Μάθαμε πως απέναντι στην αδικία, μπορούμε να ορθώνουμε ανάστημα. Μπήκαμε στο πανεπιστήμιο και μάθαμε να διεκδικούμε. Μπήκαμε στη δουλειά και μάθαμε να διεκδικούμε. Έσκασαν κρίσεις που τράνταξαν τα πεζοδρόμια της Αθήνας και τρέξαμε ξανά να χυθούμε. Να χυθούμε για το προσφυγικό, να χυθούμε για την πολιτική, για το φασισμό, για την αργότερη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, για τη δολοφονία του Ζακ, του Σαχζατ Λουκμάν. Μάθαμε πως δε γίνεται να βρίσκεται ο λάθος άνθρωπος σε λάθος σημείο τη λάθος ώρα. Και ακόμα και αυτό να συμβαίνει, δε μας φτάνει σαν εξήγηση. Θέλουμε έναν άλλο κόσμο. Διψάμε για έναν άλλο κόσμο. Και θα τον κερδίσουμε.
Λόγω αυτού του Δεκέμβρη, βρήκαμε τη φωνή μας και μάθαμε να ερωτευόμαστε με όλη μας τη δύναμη. Σα να πρόκειται να μας πάρουν τα πιο όμορφά μας όπλα, πριν την ώρα μας. Και έτσι έσκασαν οι κρισάρες μας. Οι κρίσεις πανικού μας, τα υπαρξιακά μας. Που πάμε και ποιοι είμαστε. Ποιους ανθρώπους έχουμε για να μας περιστοιχίζουν. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, ολόκληρα δέκα. Χρόνια ελπίδας και χρόνια ματαίωσης. Ματαίωσης που οι συλλογικότητες κάπου κουράστηκαν και αυτές, που δεν ξέρουμε εν τέλει τι μπορεί να αλλάξει, ματαίωσης που οι μισθοί μας παραμένουν στα τάρταρα και τα όνειρά μας μένουν περιορισμένα. Ματαίωσης που ό, τι βρίσκουμε σε αγάπη μας κλωτσάει. Σα να ασθμαίνουμε λίγο, σα να έχουμε κορεστεί. Σα να μην έχουμε την ίδια ορμή να χυθούμε στους δρόμους, να χυθούμε στη ζωή.
Αν κάτι χρωστάμε στη σημερινή ημέρα, είναι να σηκωθούμε από τον πάτο μας, από τον όποιο μας πάτο. Να μηδενίσουμε το κοντέρ και να κυνηγήσουμε τη ζωή. Όσο και αν δεν ήρθαν τα πράγματα όπως πιστεύαμε ότι θα άλλαζαν τότε. Όσο και αν πλέον δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε πως κάτι θα αλλάξει. Το χρωστάμε στο συλλογικό μας ασυνείδητο, το χρωστάμε στον Αλέξη.
Έξι μέρες πριν γεμίσει καπνούς η Αθήνα και αρχίσει να ασφυκτιά, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου έχασε τη ζωή της, από μια κάπως ίδια ασφυξία. Έχοντας αναπνευστικό πρόβλημα και χρησιμοποιώντας μάσκα οξυγόνου, άναψε ένα τσιγάρο και πήρε ολόκληρη φωτιά. Λίγες μέρες πριν πάρει φωτιά ολόκληρη η πόλη της. Στο βιβλίο της : «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη», η Μαργαρίτα γράφει : «Αυτή είναι η αιώνια καταδίκη μου; Να συγκρούομαι με την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα πάντα διαφορετική από τα όνειρά μου; Τ’ όνειρο έχει κι αυτό τις απαιτήσεις του, την ηθική του. Κι αν όλοι οι ποιητές είναι αδύναμοι, τότε ζήτω η Αδυναμία»!