Default Category

Το Πρόγραμμα

By Νίκος Αραπάκης

September 22, 2014

Ένα, δυο, τρία, τέσσερα, πέντε. Τα μέτρησε κάμποσες φορές. Ήταν πέντε, τελικά. Πέντε μηνύματα, από πέντε διαφορετικούς ανθρώπους. Όχι, δεν θα τα άνοιγε. Κι ας της έστελνε μήνυμα όποιος ήθελε. Δεν άντεχε να βλέπει τα ίδια και τα ίδια.

Σηκώθηκε και έριξε στο ποτήρι της λίγο ουίσκι. Το έφερε στα χείλη της και ήπιε μια μικρή γουλιά. Κι αν μέσα στα μηνύματα ήταν και κάποιο που αφορούσε τη δουλειά της; «Στο διάολο κι η δουλειά», μουρμούρισε.

Άναψε τσιγάρο, σταύρωσε τα πόδια της κι έμεινε να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή. Κι όλα αυτά για εφτακόσια ευρώ. Για εφτακόσια κωλοευρώ κοντεύει να τινάξει τα μυαλά της στον αέρα. Τότε, βέβαια, όταν υπέγραφε, δεν ήξερε ότι θα της βγουν ξινά. Ίσα ίσα που, όταν της πρότειναν να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, κολακεύτηκε. Δεν είναι και λίγο πράγμα ολόκληρο facebook, να σε επιλέγει για να συμμετάσχεις, και μάλιστα με αμοιβή, σε ένα πρόγραμμα. Δεν μπορούσε να αρνηθεί. Και δεν ήταν μόνο τα χρήματα, που κι αυτά, αν σκεφθείς ότι είναι όσα κι ο μισθός της, δεν τα λες λίγα, αλλά και η τιμή που της έκαναν. Δεν είναι και λίγο πράγμα να σε επιλέγουν ανάμεσα σε εκατομμύρια χρήστες. Κάτι είχε που την καθιστούσε ιδιαίτερη. Γι’ αυτό και ήθελαν να συμμετάσχει στο πρόγραμμα.

Την πάτησε. Αυτή είναι η αλήθεια. Αν ήξερε πως μαζί της θα συμμετείχαν και ένα τσούρμο ψυχάκηδες, δεν θα υπέγραφε ποτέ. Αλλά δεν της το είπαν. Το μόνο που της είπαν ήταν ότι δεν θα μπορεί, για έναν ολόκληρο χρόνο, να διαγράψει κανέναν. Πως ό,τι και να γίνει, για έναν ολόκληρο χρόνο δεν θα μπορεί ούτε να διαγράψει ούτε να προσθέσει κάποιον καινούργιο φίλο.

Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω στο δωμάτιο. Άνοιξε το παράθυρο. Στήριξε τα χέρια της στο περβάζι κι έμεινε να κοιτάζει κάτω, στο δρόμο: νύχτα βαθιά, ησυχία και κρύο, η ανάσα της έγραφε στο σκοτάδι, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σκεπασμένα με υγρασία, μια γάτα, τρυπωμένη σε έναν ανοικτό σκουπιδοτενεκέ, πάλευε να σκίσει μια σακούλα.

Πέταξε το τσιγάρο της και κάθισε πάλι στην καρέκλα. Έπρεπε να ανοίξει τα μηνύματα. Κάποιο από αυτά αφορούσε σίγουρα τη δουλειά της, κι αν δεν το άνοιγε θα είχε πρόβλημα. Και τους το είπε: όχι μηνύματα στο facebook, μόνο στο e-mail ή στο κινητό. Αυτοί εκεί, το βιολί τους. Αλλά ντρεπόταν να τους εξηγήσει το πρόβλημά της. Ίσως να μην καταλάβαιναν κιόλας. Ίσως να την περνούσαν για τρελή.

Πιο πολύ σιχαινόταν αυτόν τον ψυχοπαθή με τα σεξουαλικά υπονοούμενα. «Θέλω να ψηλαφήσω τη σάρκα σου, να σε μυρίσω, να γευτώ το σάλιο σου…». Όλο κάτι τέτοια της έγραφε, το ένα πιο σιχαμένο από το άλλο. «Πόσο άρρωστος, θεέ μου», είπε μέσα της, «πόσο εμετικός και σιχαμένος». Ναι, αυτός ήταν ο χειρότερος. Ήταν αυτός που της δημιουργούσε τα πιο αρνητικά συναισθήματα. Τη φόβιζε. Ναι, τον τελευταίο καιρό της είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι κάπου θα τον δει, κάποια στιγμή, εντελώς άξαφνα, θα τον δει να φανερώνεται μπροστά της και να της λέει τα ίδια σιχαμερά πράγματα. Και θα είναι κι άσχημος, αποκρουστικός. Ναι, αυτό είναι το μόνο σίγουρο, γι’ αυτό και δεν έχει πραγματική φωτογραφία στο προφίλ του. Είναι σίγουρα κάποιος δύσμορφος ψυχωτικός.

Αλλά και η άλλη, η θεούσα, δεν είναι καλύτερη. Κι αυτή την έχει την τρέλα της. Και το χειρότερο είναι ότι δεν το είχε καταλάβει από την αρχή. Αλλιώς δεν θα άνοιγε ποτέ μαζί της διάλογο. Αλλά πού να φανταστεί τα όσα θα επακολουθήσουν. Πού να φανταστεί ότι δεν ήταν μια θρησκευόμενη γυναίκα μέσης ηλικίας, αλλά μια φανατική θρησκόληπτη, η οποία πίστευε ότι όλα έχουν σχέση με το θεό; Όσο περνάει ο καιρός τόσο και πείθεται ότι αυτή είναι η πιο βλαμμένη. Ποτέ δεν θα ξεχάσει την αντίδρασή της μόλις της είπε ότι γουστάρει ένα συνάδελφο από το γραφείο και, μάλλον, σύντομα θα πηδηχτούν. Άφρισε η μέγαιρα. Έκανε λες και της είπε ότι θα τον σκοτώσει και όχι ότι θα τον πηδήξει. «Θα ρίξει ο θεός φωτιά να σε κάψει, θα σου βγάλει τα μάτια, θα σου δώσει καρκίνο και θα σαπίσεις…». Στην αρχή νόμισε ότι αστειεύεται. Και της απάντησε ανάλογα. Μετά όμως, κι αφού η μέγαιρα συνέχισε το ίδιο αρρωστημένο τροπάρι, κατάλαβε ότι κυριολεκτούσε. Αλλά ήταν αργά. Πολύ αργά για να διακόψει την επικοινωνία.

Ένα ακόμη μήνυμα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Το πέντε έγινε έξι. Έξι μηνύματα. Έξι διαφορετικοί άνθρωποι κάτι ήθελαν να της πουν. Για τους τρεις ήταν σίγουρη . Οι άλλοι τρεις όμως;

Ποιος είναι ο τρίτος; Αυτός ο τύπος που την ψέγει καθημερινά για τη στάση της. Αποφάσισε ότι θα γίνει η συνείδησή της και θα προσπαθήσει να την επαναφέρει στον ίσιο δρόμο: «Είσαι αδιάφορη για τα κοινωνικά δρώμενα, δεν έχεις ταξική συνείδηση, είσαι βολεμένη και αδιαφορείς για τα προβλήματα του κόσμου». Κι αυτόν, στην αρχή τουλάχιστον, τον αντιμετώπισε με συγκατάβαση. Άλλωστε, δεν είχε και εντελώς άδικο. Όλα αυτά τα χρόνια, ζήτημα είναι αν πήγε δυο-τρεις φορές σε κάποια πορεία. Ούτε ήταν η πιο ενημερωμένη του κόσμου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αδιαφορούσε. Μάθαινε, διάβαζε, αλλά με μέτρο. Την απασχολούσαν κι άλλα πράγματα. Και στο κάτω-κάτω της γραφής, γιατί να ανέχεται να την κρίνει ένας μαλάκας που δεν ξέρει ούτε ποιος είναι ούτε τι ρόλο βαράει;

Ψέλλισε ένα «στο διάολο», κι έμεινε να κοιτάζει το κόκκινο σημαδάκι της οθόνης. Έξι μηνύματα την περίμεναν. Και δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε μπλέξει. Άσχημα. Και δεν είχαν περάσει ούτε δυο μήνες από τους δώδεκα του προγράμματος. Πώς θα περνούσαν οι υπόλοιποι δέκα; Πώς θα άντεχε δέκα ολόκληρους μήνες να της στέλνουν καθημερινά αυτού του είδους τα μηνύματα;

Θα στείλει ένα ακόμη υπόμνημα. Θα τους λέει ότι υπάρχει σοβαρός ιατρικός λόγος και θα πρέπει να της επιτρέψουν να βγει από το πρόγραμμα. Όχι, μάταιος κόπος. Δέκα επιστολές τους έστειλε, χωρίς να καταφέρει τίποτα. Κάθε φορά της έλεγαν το ίδιο: «διαβάστε τους όρους τους συμφωνητικού». Τους διάβασε. Εκατό φορές τους διάβασε. Και κατέληξε στο συμπέρασμα, πως από αυτό το κωλοπρόγραμμα δεν μπορεί να βγει αν δεν περάσουν δέκα ακόμη μήνες. Δέκα εφιαλτικοί μήνες.

Έπιασε το ποντίκι. Ακόμη κι αν κάποια από τα μηνύματα της χαλούσαν την ήδη χαλασμένη διάθεσή της, το ενδεχόμενο να αγνοούσε κάποιο μήνυμα από τη δουλειά της την άγχωνε αφάνταστα. Μολονότι είχε παρακαλέσει τον διευθυντή της να κάνει μια εξαίρεση για την ίδια και να μην της στέλνει τα μηνύματα στο facebook, αυτός την έγραψε κανονικά. Γαϊδούρι και αδιάφορος για τα προβλήματα των άλλων. Μόνο οι αριθμοί τον συγκινούσαν. Μόνο για αυτούς μπορούσε να δαπανήσει χρόνο και φαιά ουσία.

Έφερε το βελάκι επάνω στον αριθμό έξι. Έμεινε για λίγο σκεπτική κι ύστερα πάτησε το ποντίκι: μεμιάς φανερώθηκαν έξι μηνύματα. Μολονότι τα δυο ήταν από τη δουλειά της, το βλέμμα της έμεινε να κοιτάζει τα υπόλοιπα τέσσερα. Τα τρία ήταν από τους γνωστούς ψυχάκηδες. Άνοιξε το τέταρτο. Ένας τύπος, με τον οποίον δεν είχε καμία επαφή, της έγραφε ότι του αρέσει πολύ, ότι πιστεύει πως είναι ο ένας πλασμένος για τον άλλον, ότι την παρακολουθεί πολύ καιρό και κατέληξε ότι είναι γραφτό τους να γίνουν ζευγάρι.

Άφησε το ποντίκι, άναψε ένα ακόμη τσιγάρο και γέμισε το ποτήρι της με ουίσκι. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Ένιωσε τα σωθικά της να παίρνουν φωτιά, τα μάτια της δάκρυσαν. Άρχισε να κλαίει. Με λυγμούς. Έπρεπε να κλάψει, να ξεφορτωθεί, να ξαλαφρώσει. Δεν μπορούσε όλους αυτούς τους άρρωστους, η ζωή της είχε γίνει κόλαση. Δεν άντεχε να διαβάζει αυτά τα αρρωστημένα μηνύματα.

Ήπιε με μια γουλιά και το υπόλοιπο ουίσκι. Αυτή τη φορά δεν δάκρυσε. Μόνο ένιωσε μια ζαλάδα να την τυλίγει. Σηκώθηκε, πήρε το lap-top στα χέρια και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το ακούμπησε στα πόδια της κι απάντησε: «σας παρακαλώ να μην με ενοχλήσετε ξανά. Δεν γνωριζόμαστε κι ούτε έχω τη διάθεση να γνωριστούμε. Δεν θα απαντήσω σε οποιοδήποτε επόμενο μήνυμά σας. Ευχαριστώ»

Έστειλε το μήνυμα. Πριν περάσει ένα λεπτό, ήρθε η απάντηση: «χαχα, όλες τα ίδια λέτε. Κρίμα, από εσένα περίμενα κάτι πιο έξυπνο. Πάντως, εξακολουθώ να πιστεύω ότι είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Και θα σε διεκδικήσω με κάθε τρόπο. Και θα σε κερδίσω…».

Οι τρεις μαλάκες έγιναν τέσσερις. Άνοιξε και τα υπόλοιπα τρία μηνύματα. Τα ίδια και τα ίδια. Ο ένας ήθελε να γνωριστούν από κοντά, η θεούσα την προέτρεπε να νηστέψει διότι πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ο επαναστάτης της έστελνε την ανακοίνωση κάποιας αναρχικής ομάδας, η οποία ήταν έτοιμη να ανατρέψει το σύστημα.

Σχεδόν αμέσως, κι αφού πρώτα οι αποστολείς των μηνυμάτων είδαν ότι είχε ανοίξει τα μηνύματα που της είχαν στείλει, της έστειλαν καινούργια. Κι ας μην τους απάντησε. Πάντοτε έτσι γινόταν, συμμετείχαν σε ένα διάλογο με τον εαυτό τους. Της έγραφαν, αυτή τους έγραφε εκεί που δεν πιάνει μελάνι, κι αυτοί εξακολουθούσαν να της στέλνουν μηνύματα λες και τους είχε απαντήσει.

Προσπαθώντας να ξεφύγει έφερε το μυαλό της στο παρελθόν, τότε που μπορούσε να διαγράψει και να προσθέσει όποιον θέλει. Πόσο ηλίθια είχε φερθεί, πόσο ανόητα και απερίσκεπτα. Αντί να διαγράψει όλους όσοι της ανακάτευαν τα άντερα και της χαλούσαν τη διάθεση, αντί να συναναστρέφεται ανθρώπους που την κάνουν να αισθάνεται καλύτερα και όχι χειρότερα, προσπαθούσε να το παίξει υπεράνω, να τα έχει καλά με όλους. Και δεν φτάνει αυτό, δεν φτάνει που ανεχόταν τον κάθε μαλάκα και την κάθε μαλακισμένη, ενώ θα μπορούσε με το πάτημα ενός κουμπιού να τους ξεφορτωθεί και να ησυχάσει, κάθε φορά που τη διέγραφε κάποιος ή κάποια, κι ας ήταν αφόρητα αντιπαθητικοί, στεναχωριόταν κιόλας. «Γιατί με διέγραψε; Τι λάθος έκανα; Τι δεν του άρεσε; Μήπως να του στείλω μήνυμα και να τον ρωτήσω; Μήπως είμαι αντιπαθής και δεν το γνωρίζω;»

Κοίταξε πάλι την οθόνη. Και οι τέσσερις της έστελναν απανωτά μηνύματα. Φρενίτιδα τους είχε πιάσει. Προσπαθούσαν να την τρελάνουν. Αλλά δεν θα τους έκανε τη χάρη.

Άνοιξε τα μηνύματα της δουλειάς της. Την πάτησε… Έπρεπε να τα έχει ανοίξει νωρίτερα. Τώρα δεν προλαβαίνει ούτε να ετοιμάσει την παραγγελία ούτε να τη στείλει έγκαιρα στους άλλους. Πάει, καταστράφηκε. Θα χάσει και τη δουλειά της. Για εφτακόσια κωλοευρώ κατέστρεψε τη ζωή της.

Έσυρε το χέρι της αργά και άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου της. Έπιασε την καρτέλα με τα χάπια και πήρε ένα. Ύστερα γέμισε το μισό ποτήρι με ουίσκι και το ήπιε. Έπρεπε να κοιμηθεί, να ησυχάσει, να λυτρωθεί.

 

*****

Πετάχτηκε επάνω λες και τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Έπιασε το μέτωπό της. Κάθιδρο, λες και κάποιος την είχε καταβρέξει. Ή μήπως είχε πυρετό; Προσπάθησε να ηρεμήσει, να θυμηθεί. Μια θολούρα το μυαλό της. Δεν θυμόταν τίποτα. Ή μάλλον όχι, θυμόταν κάποια πράγματα αλλά δεν ήταν σίγουρη. Κοίταξε το ρολόι: Πέντε παρά τέταρτο τα ξημερώματα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε στον υπολογιστή της. Πάτησε το κουμπί για να τον ανοίξει. Η αγωνία της στο κατακόρυφο. Τα δυο λεπτά που χρειάστηκε για να μπει στο facebook, της φάνηκαν αιώνας.

Μπήκε. Και, ω του θαύματος, μηνύματα δεν υπήρχαν. Δηλαδή μηνύματα από τους ψυχάκηδες. Όλα όσα υπήρχαν ήταν από φίλους και γνωστούς. Της ήρθε να αρχίσει να χοροπηδάει από τη χαρά της, να ουρλιάξει από ηδονή. Όλοι αυτοί οι ψυχάκηδες δεν υπήρξαν παρά μόνο στον ύπνο της. Δεν συμμετείχε σε κανένα πρόγραμμα. Ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει.

Κανονικά θα έπρεπε να γυρίσει στο κρεβάτι,  να κοιμηθεί κι άλλο. Αλλά η έξαψή της δεν την άφηνε. Έβαλε καφέ και κάθισε πάλι μπροστά στον υπολογιστή. Το όνειρο αυτό ήταν σημαδιακό. Κάτι ήθελε να της πει. Ναι, μόνο τυχαίο δεν ήταν. Την προέτρεπε να κάνει αυτό που σκεφτόταν εδώ και πολύ καιρό: Να διαγράψει όλους τους αντιπαθητικούς μαλάκες. Ανεξαρτήτως φύλου, μόρφωσης, τίτλου. Όποιος δεν της ήταν συμπαθής, τέλος. Κι αφού πρώτα έκανε αίτημα φιλίας στη Μαρία, τη συνάδελφο από τη δουλειά, την οποία, μολονότι ευχάριστος άνθρωπος, σνόμπαρε ανέκαθεν διότι ήταν ιδιαίτερα λαϊκή για τα γούστα της, άρχισε να διαγράφει. Με μανία: «έξω κι αυτή η χολερική κάργια. Έξω κι αυτός ο ξιπασμένος μαλάκας. Έξω κι αυτός ο ξερόλας, ο φωτεινός παντογνώστης. Κι αυτή η ερωτευμένη με τον εαυτό της, έξω. Έξω κι αυτή η συμπλεγματική μέγαιρα. Κι αυτός ο διάσημος-άσημος, έξω. Κι ο κλαρινογαμπρός, έξω. Όχι άλλες τρίχες και τατουάζ. Γκώσαμε. Κι αυτός ο συγγραφέας, έξω. Γεμίσαμε συγγραφείς. Έξω ατάλαντε, μας ζάλισες τον έρωτα με την ακατάσχετη πολυλογία σου…».

* Ο Νίκος Αραπάκης είναι συγγραφέας