Τέχνη & Πολιτισμός

Το κλειδί του πάντα

By Πρόβατο όχι αρνί & Ma[t]ita Colorata

January 01, 2019

του Δημήτρη Βεργίνη

Τα μάτια. Αυτά πρόσεχες είτε την κοιτούσες από κοντά είτε από μακριά, είτε από μπροστά είτε απ’ το πλάι. Τα μάτια. Η γιαγιά της δεν φύλαγε λέξεις, δεν τις τσιγκουνεύονταν, της το έλεγε από μικρή, από όταν είχε περίπου ξεκινήσει να καταλαβαίνει τον κόσμο: είναι ξεχωριστά, μην το παίρνεις αψήφιστα, έχουν το χρώμα του πεπρωμένου. Κι η ίδια όμως, από αυτή την ηλικία, δεν άφηνε τίποτα χωρίς να το ψάξει παραπέρα: του πεπρωμένου ποιου;

Τα μαλλιά της δεν έφτασαν ποτέ ως τη μέση. Δεν τα είχε κόψει όμως και ποτέ εντελώς κοντά. Τα πηγαινόφερνε σε ένα μάκρος απ’ τους ώμους ως τα μισά της πλάτης. Και σε χρώματα που ξεκινούσαν απ’ το καστανό και φλέρταραν με το κόκκινο. Τους καιρούς που δεν είχε φράντζα προτιμούσε να τα ρίχνει στα αριστερά. Ήταν τότε, εκείνα τα καλοκαίρια που ο δεξής της ώμος γινόταν πιο σκούρος. Τότε που έλεγε “δεξιά είμαι απ’ το νότο, από ένα ξερό νησί με λευκά σπίτια κι αριστερά απ’ το βορρά, από έναν τόπο με ομίχλες κι αναμμένες τις σόμπες”.

Αν γλίτωνες τη γητειά από μαλλιά και μάτια τότε έρχονταν τα δάχτυλα. Ετούτη η φακίρισσα δε χρειαζόταν φλογέρα για να απασχολήσει την κόμπρα, αρκούσε να κουνήσει δέκα απολήξεις της αφής και θα της υποτάσσονταν κάθε έμβιο που έφερε ποτέ δηλητήριο ως άμυνά του. Συνήθως με νύχια βαμμένα μαύρα, με ασημένια δαχτυλίδια, όσο μιλούσε, αυτά τα δάχτυλα βόλταραν στον αέρα στο ένα ημισφαίριο κι άλλαζαν τον καιρό όχι μόνο στο άλλο, αλλά και σε κάθε πλανήτη που γυρόφερνε ελλειπτικά τριγύρω απ’ το άστρο του.

Η Νέδα δεν μεγάλωσε ποτέ πάνω απ’ τα… αλήθεια πόσο; Η γιαγιά της λέει ότι είναι πάντα εφτά. Η μάνα της νομίζει κοντεύει τα είκοσι. Στο σχολείο οι φίλες της κοντεύουν τα δεκατρία. Η ίδια όμως ξέρει. Είναι πολύ για ετούτη τη ζωή και λίγο για το σύνολο των ζωών που κορίτσια σαν και του λόγου της ζουν. Όπως και να ‘χει, από χτες άλλο είναι το θέμα της. Γιατί χτες ήταν μέρα πορτοκαλόχρωμη, ήταν ώρες ζαχαρόγευστες, ήταν αγγίγματα βαμβακοαίσθητα. Χτες ήταν ευτυχία.

Ας κάνουμε μια παρένθεση όμως εδώ. Πώς ορίζουν τα κορίτσια στα εφτά, στα δεκατρία, στα είκοσί τους την ευτυχία; Πώς ορίζουν τα κορίτσια με κόκκινα μαλλιά, φράντζα και αλλόκοσμα μάτια την ευτυχία; Αν είσαι ένα τέτοιο κορίτσι, όταν δύει ο ήλιος της πιο όμορφης μέρας της ζωής σου, τι κάνεις για να τον κρατήσεις λίγο ακόμη στον ουρανό; Κι ακόμη πιο δύσκολα στην απάντηση: τι κάνεις για να τον κρατήσεις για πάντα σε κάποιον ουρανό; Πώς αλλάζεις το ορισμένο του «μέρα-νύχτα», τη συνήθεια που ακούει στο «φυσικός νόμος», πώς σταματάς τις στροφές του πλανήτη σου κρατώντας το δικό σου τόπο μόνιμα στο φως;

Στα δεκατρία σου ευτυχία είναι η ανεμελιά που έρχεται με το πρόσωπο της πιο οικείας σου σοβαρότητας, αυτής που της προσδίδει όρους ενηλικότητας. Στα εφτά σου ευτυχία είναι η τρέλα που διαρκεί σε γέλια και ουρλιαχτά και παρέες που μοιάζουν δυνατές κι αθάνατες σαν ήρωες κινουμένων σχεδίων. Στα είκοσι ευτυχία είναι το μούδιασμα στα χείλη από ολοήμερα κι ολονύχτια φιλιά. Κλείνει η παρένθεση.

Το πρωί τη βρήκε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι. Να θέλει και να μη θέλει να σηκωθεί. Χίλια πράγματα πηγαινοέρχονταν στο μυαλό της, το αίμα της δεν ήταν σε ησυχία όλη τη νύχτα αλλά απ’ την άλλη αν σηκωνόταν θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την προσγείωση μετά από μια πτήση που στους πύργους ελέγχου θα χαρακτήριζαν «τρελή». Και το να πατήσει σήμερα στη γη, να κάνει πάλι στέρεα και υπολογισμένα βήματα το ήθελε τόσο λίγο όσο η γιαγιά της τους κρύους χειμώνες.

Η γιαγιά της… η γιαγιά της… Αυτή! Αυτή ξέρει. Πάντα ξέρει.

Σε τρία λεπτά είχε σηκωθεί, πλυθεί, συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα στα μαλλιά της καρφιτσώνοντας ένα χτενάκι κι ένα συρμάτινο τσιμπιδάκι εκεί, βάλει μπλούζα άσπρη-φούστα-κάλτσες-παπούτσια με δεκατέσσερα διαφορετικά χρώματα, στην τσέπη τσίχλες-σφυρίχτρα (μη ρωτάτε, πάντα την είχε μαζί)-λαστιχάκι για μαλλιά, στο λαιμό τις πέρλες της, πάρει κλειδιά, βάλει σκουλαρίκια κι ακουστικά στα αφτιά και φύγει τρέχοντας. Δέκα λεπτά δρόμο μακριά αν έκανε σπριντ, μισή ώρα αν περπατούσε χαζεύοντας ακόμη και τις αράχνες στα λούκια των σπιτιών που περνούσε, έμενε η γιαγιά της. Σήμερα, σπάνιο για τη Νέδα, ήταν η μέρα του σπριντ. Σήμερα θα έφταναν οι σφυγμοί της λίγο πριν το συγχρονισμό με το υπόλοιπο σώμα και την έκρηξη σε εκατομμύρια αιμοσφαίρια που θα γέμιζαν τον τόπο προσμονή και βεβαιότητα. Τέτοια που ήξερε ότι η γιαγιά της θα της έδινε.

Άνοιξε την καγκελόπορτα και το χαρακτηριστικό τρίξιμο της πολυκαιρισμένης σκουριάς έφτασε στα αφτιά της γιαγιάς. Έφτασαν κι οι δύο ταυτόχρονα στην πόρτα του σπιτιού. Η μια από μέσα σκουπίζοντας τα μουσκεμένα της χέρια πάνω στην ποδιά της, η άλλη απ’ έξω, τραβώντας τα ακουστικά απ’ τα αφτιά της. Δεν πρόλαβε να χτυπήσει, της άνοιξε πόρτα-αγκαλιά-χαμόγελο.

 

-Πώς και τόσο πρωί κούκλα μου; Για να ‘σαι εδώ τέτοια ώρα κάτι έχει γίνει. Κάτι σοβαρό αλλά που δεν μπορούσες να μου πεις απ’ το τηλέφωνο. Κάτι που ήθελες να μοιραστούμε από κοντά. Κι αν κρίνω, από ό,τι βλέπω σε αυτά τα λιβάδια που έχεις για μάτια, κάτι ανθισμένο, κάτι όμορφο είναι που έγινε και θες να ακούσω.

Η αφήγησή της ήταν εφτάχρονης. Οι λέξεις δεν πάταγαν με σιγουριά, κατάπινε δύσκολα, ίδρωνε στο μέτωπο σαν και να έλεγε από στήθους ιστορία στο δάσκαλο. Μιλούσε πολύ όμως και μιλούσε γρήγορα. Γελούσε κάθε τόσο και χανόταν και μετά το έπιανε πότε από πιο πριν πότε από κάπου αλλού, κάπου καινούρια που ως εκείνη τη στιγμή δεν το είχε παρουσιάσει. Έδινε το σχήμα της ιστορίας της, σκίτσαρε μια μορφή αλλά αν απέναντί της δεν ήταν ο άνθρωπος που την καταλάβαινε όσο κανείς άλλος από τη μέρα που γεννήθηκε, τότε δε θα είχε μπροστά της παρά μια εικόνα θολή χωρίς κουμπάκι να μπορεί να επαναφέρει την ευκρίνεια.

Δεν ήταν έτσι όμως. Είπαμε, απέναντί της ήταν η γιαγιά της.

-Λοιπόν κοκόνα μου, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Έζησες την ομορφότερη μέρα της ζωής σου, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Κατέβηκαν οι παράδεισοι και οι χαρές και οι φαντασίες και σου έφτιαξαν αναμνήσεις και αισθήματα για μια ζωή. Και θες αυτό να το κρατήσεις, να μην ξεθωριάσει, να μην το πάρει ο χρόνος και φύγει. Σωστά;

-Σωστά.

-Και με ρωτάς αν γίνεται.

-Ναι, γίνεται; Πες ναι, πες ναι, πες ναι!

-Χαχαχα… Αγάπη μου! Γίνεται. Δεν είναι εύκολο αλλά γίνεται.

-Πώς; Πες, θα το κάνω.

-Αυτό κάπως με φοβίζει. Τι μπορεί να κάνεις για να το κάνεις!

-Έλα γιαγιά, με ξέρεις, θα προσέχω.

-Ουφ… Το ξέρω κορίτσι μου, σε ξέρω. Τη στιγμή, για να την κρατήσεις, πρέπει να την κλείσεις στην αιωνιότητα. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι και δύσκολο. Καθένας την αιωνιότητα τη βρίσκει μόνος του. Το κλειδί που την ανοίγει, με κάποιο τρόπο, θα του παρουσιαστεί στο δρόμο του για εκεί. Αν έχεις μάτια και καρδιά ανοιχτά, θα το δεις, θα το πάρεις, θα το ‘χεις όταν το χρειαστείς. Ξέρω ότι θα πας ό,τι κι αν σου πω, οπότε δε σου λέω. Έλα να σε φιλήσω, πρόσεχε και σε περιμένω.

Έβαλε στην τσέπη μαζί με τη σφυρίχτρα, τρία ψημένα κάστανα που της έδωσε η γιαγιά της, ξαναφόρεσε τα ακουστικά στα αφτιά, δυνάμωσε τη μουσική, τράβηξε κάτω τα μανίκια να κρύβουν ολόκληρα τα χέρια και ξεκίνησε. Χαρούμενη. Δεν το σκέφτηκε για πού. Βγήκε στο δρόμο, κοίταξε ψηλά και πήγε για εκεί που δύει ο ήλιος. Χαρούμενη. Ίσα που περπατούσε, ίσα που άγγιζε τη γη, ίσα που δεν πετούσε.

Η Νέδα έφυγε με τη στιγμή μέσα της, με ένα κλειδί ως αστερίσκο που έπρεπε να βρει και την αιωνιότητα ως στόχο για να την ανοίξει, να βάλει μέσα τη στιγμή, να την ξανακλείσει.

Περπατούσε πολλές ώρες. Ο ήλιος είχε δύσει. Πια το φεγγάρι την οδηγούσε. Είχε βγει απ’ την πόλη, είχε βγει απ’ τα χωριά, είχε βγει απ’ την άσφαλτο. Περπατούσε σε ένα χαλικόδρομο. Δεξιά κι αριστερά χωράφια. Λίγα δέντρα σκόρπια σαν και να μη τα φύτεψαν αλλά να τα έσπειραν από ψηλά. Δε φοβόταν. Ήταν εφτά, δεκατρία, είκοσι, ήταν όλες οι ηλικίες, ήταν όλες οι γυναίκες, ήταν η φύση η ίδια. Ένιωθε άνετα, ένιωθε οικεία, ένιωθε σαν στο σπίτι της. Περπατούσε, σιγοτραγουδούσε, σκεφτόταν. Περπατούσε, χαμογελούσε, ήταν ευτυχισμένη. Κι έπρεπε να το κρατήσει.

Άρχισε να πεινάει. Τι τρώνε στην ερημιά; Τα χέρια της άγγιξαν τα κάστανα της γιαγιάς της. Αχ, αυτή η γυναίκα, πάντα ξέρει. Πώς να μην πιστεύεις σε θεές μετά; Αυτή η γυναίκα είναι μία τέτοια.

Κάστανο πρώτο

Το καθάρισε και πέταξε τα φλούδια στο χωράφι δίπλα. Έβαλε ένα μικρό κομμάτι στο στόμα της. Το τοπίο άλλαξε. Μεμιάς. Ένα γαλάζιο φως κάλυψε τα πάντα. Ένας ήχος σαν σαξοφώνου που κάνει ηχώ στο χιόνι κατέκλυσε τον τόπο. Ένα πλάσμα που ‘μοιαζε με καλικάτζαρο απ’ τη χώρα του χαμόγελου εμφανίστηκε μπροστά της. Έβγαλε το καπέλο του και της υποκλίθηκε. Δεν ξαφνιάστηκε. Παράδοξο; Δεν ξαφνιάστηκε. Η γιαγιά της την έστειλε εδώ, πώς να ξαφνιαστεί; Σταμάτησε. Συνέχισε να τρώει το κάστανο.

-Κορίτσι τέτοιο

απόψε δεν περίμενα

όταν με έστειλαν εδώ

προετοιμάστηκα για βαρετά κείμενα.

Έκπληξη λοιπόν ωραία,

θα πω περισσότερο κι απ’ τα μάτια σου,

τόσο όσο αυτό που ψάχνεις

εύκολο και δύσκολο

σαν πόρτα στο τέλος απ’ τα μονοπάτια σου.

-Έτσι μιλάς εσύ; Κι εγώ που δεν ξέρω ομοιοκαταληξίες, έχω τύχη μαζί σου; Για πόρτα μίλησες, μια τέτοια θέλω να ανοίξω, πίσω από μια τέτοια θέλω να αφήσω μια στιγμή. Μήπως έχεις το κλειδί;

-Αχ, παράξενο κορίτσι, ανυπόμονο

θα ‘πρεπε να ξέρεις

θα ‘πρεπε να σου ‘χουν πει

μετά από εδώ και πριν το τέλος

πάντα ανάμεσα υπάρχει το επόμενο.

-Το επόμενο από τι; Καταλαβαίνεις ότι βιάζομαι, έτσι; Φοβάμαι μήπως χάσω αυτό που νιώθω. Αν γίνεται να παρακάμψω μερικά βήματα, αν γίνεται να πάω κάπως με άλματα ως εκεί, θα με βοηθούσε. Η στιγμή είναι στιγμή, είναι στίξη, είναι τελεία, δεν έχει διάρκεια. Θα τη χάσω σου λέω. Θα μου δώσεις το κλειδί;

Λέγοντάς του αυτά, η Νέδα, έβαλε στο στόμα το τελευταίο κομμάτι απ’ το κάστανο και τον κοίταξε κατάματα. Ας πούμε επιτακτικά, ας πούμε με ύφος “δεν το διαπραγματεύομαι”. Καθώς κατάπινε το κάστανο το σαξόφωνο σταμάτησε κι ο καλικάτζαρος άρχισε να αχνοχάνεται. Ήταν η πρώτη στιγμή που ένιωσε έναν μικρό πανικό. Ώσπου της μίλησε. Και κατάλαβε. Και το διαπραγματεύτηκε.

-Η στιγμή είναι στιγμή

καλά το είπες

μα αν το σκεφτείς ξανά

και το κλειδί που ψάχνεις

είναι στιγμή,

μόνο που ανοίγει μια πόρτα

και στην αιωνιότητα φτιάχνει μια ρωγμή.

Αν είσαι ήρεμη

τίποτα δε φεύγει

αν ξέρεις πού πας και γιατί

τίποτα δε σ’ αποφεύγει.

Το κλειδί θα ‘ρθει

έχε καθαρή ψυχή

έχε χέρια σταθερά

κι η πόρτα θα πάψει να ‘ναι μόνο ευχή.

Ο καλικάτζαρος χάθηκε και το μπλε φως έγινε πάλι το ημίφως του φεγγαριού στις πρώτες ώρες της νύχτας. Η Νέδα έβαλε τα ακουστικά και ξεκίνησε την πορεία της. Ήταν αρκετές ώρες ως την αυγή, είχε να περπατήσει ακόμη. Επανέφερε συνεχώς στο μυαλό της το διάλογο με το πλάσμα που αντάμωσε. Το είδε πραγματικά ή ήταν λόγια που κάποτε είχε ακούσει απ’ τη γιαγιά της; Καθαρή ψυχή… Πόσες φορές χαϊδεύοντάς την δεν της το ‘λεγε; Πόσες φορές τα παραμύθια της τελείωναν με ένα “και ζήσαν αυτοί καλά κι οι άλλοι με καθαρή ψυχή”!

Το φεγγάρι έριχνε στο δρόμο τη σκιά ενός λόφου κάπου στα δύο χιλιόμετρα μπροστά της. Όσο πλησίαζε η βλάστηση πύκνωνε. Όλο και περισσότεροι θάμνοι, όλο και περισσότερα δέντρα άλλαζαν το τοπίο και προετοίμαζαν για ένα δάσος που κάπου τριγύρω βρισκόταν. Αν ήταν μέρα θα μπορούσε μάλλον ήδη να το δει.

Η μουσική στα αφτιά της, της έδινε τη σιγουριά και για εκείνους τους ενδοιασμούς που η μοναξιά ίσως να της δημιουργούσε. Αφηρημένη πάντα, η μουσική ήταν τα καμπανάκια της στα κόκκινα φανάρια, στις πολυσύχναστες διασταυρώσεις, στους γκρεμούς. Ήταν ηρεμία αλλά και η απαραίτητη εγρήγορση. Έτσι και τώρα, η απότομη αλλαγή του ρυθμού στο τραγούδι που έπαιζε στο mp3 της, την έκανε να σηκώσει το κεφάλι απ’ το δρόμο. Στα δεξιά της είδε πινακίδα με γράμματα που φωσφόριζαν μέσα στη νύχτα. Πάνω έγραφε : “Κάντε ήχο δυνατό για να πάρετε απαντήσεις“!

Έχω ερωτήσεις; Ένα κλειδί θέλω και μια πόρτα να ρίξω μέσα τη στιγμή. Αυτή η πρόταση έχει κάποια ερώτηση; Μια βεβαιότητα έχω και ψάχνω τον τρόπο να την κάνω πραγματικότητα. Τι θόρυβο να κάνω και τι να ρωτήσω; Κι αλήθεια ποιον; Ποιος ξέρει τι παράξενο πλάσμα θα έρθει πάλι, ποιος ξέρει με τι ομοιοκαταληξίες θα πρέπει να λογαριαστώ; Κι αν μου πει “ρώτα με, αλλιώς δε συνεχίζεις” τότε όντως, τι θα ρωτήσω; Μήπως να μην κάνω θόρυβο; Μήπως να αγνοήσω την πινακίδα και να συνεχίσω;

Κάστανο δεύτερο

Όσο μονολογούσε έκανε κύκλους γύρω από τον εαυτό της. Το στομάχι της διαμαρτυρήθηκε για δεύτερη φορά. Έβγαλε το κάστανο, το καθάρισε, άρχισε να το μασουλάει. Το φως τριγύρω έγινε ένα απόκοσμο πράσινο κι η ησυχία ορίστηκε στα λεξικά του σύμπαντος ως παράδειγμα “απόλυτης”. Έπιασε τη σφυρίχτρα κι αποφάσισε να κάνει τον θόρυβο που έλειπε απ’ τη σκηνή.

Φρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρ…

Κάτι κουνήθηκε στους δίπλα θάμνους. Κάτι ακούστηκε να κινείται προς το μέρος της. Άραγε τι θα ξετρύπωνε πάλι; Τι να περίμενε; Με ένα άλμα ανάλαφρο, σαν μπαλαρίνας σε μηδενική βαρύτητα, προσγειώθηκε μπρος της ένα ελάφι. Έκπληξη. Μόνο κάτι τέτοιο δε φανταζόταν. Το ελάφι διέκρινε αυτή την έκπληξη στο πρόσωπό της.

-Αν δε χαλούσα το παιχνίδι, θα σε ρωτούσα εγώ προς τι όλος αυτός ο θαυμασμός. Δε γίνεται όμως. Σε ετούτο το διάλογο εσύ θα βάλεις τα ερωτηματικά. Για πες λοιπόν, όμορφο παράξενο κορίτσι.

-Περπατάω ώρες, έφυγα απ’ το σπίτι με σκοπό να βρω ένα κλειδί και μια πόρτα. Έχω μια ευτυχία μέσα μου και ένα φόβο ότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μου, ότι όσο αυτός κυλάει τόσο η λήθη θα κερδίζει, τόσο η μνήμη του όμορφου θα χάνει. Βιάζομαι. Είμαι ήρεμη αλλά θέλω να σιγουρευτώ ότι θα γίνει. Θέλω να τα καταφέρω. Τι είναι αυτό που ψάχνω εν τέλει; Είναι πράγματι ένα κλειδί και μια πόρτα;  Πού θα τα βρω;

-Δεν θα έχουν αινίγματα οι απαντήσεις μου. Όσο καθαρό είναι το βλέμμα μου, το βλέμμα ενός ελαφιού, τόσο ξεκάθαρα θα είναι τα λόγια μου. Το κάλεσμά σου ήρθε μετά από καιρό. Δε θυμάμαι πότε κάποιος ξαναπέρασε από εδώ, πότε κάποιος ξανάψαξε για λόγους όμορφους την αιωνιότητα. Αυτό που ψάχνεις είναι το Κλειδί του Πάντα. Δεν υπάρχουν άπειρα αντικλείδια. Αντίθετα, υπάρχει μόνο ένα. Το παίρνεις, ανοίγεις την πόρτα, βάζεις μέσα αυτό που θες, την κλείνεις και το κλειδί πάει σε κάποιο επόμενο χέρι, σε κάποια επόμενη καθαρή ψυχή. Το Κλειδί του Πάντα δεν έχει τη μορφή που έχουν τα κλειδιά που ξέρεις ως τώρα. Δεν είναι από μέταλλο, από ξύλο, μικρό, μεγάλο, σκουριασμένο, λαμπερό. Το συγκεκριμένο είναι μόνο μια αίσθηση.

-Μια αίσθηση; Ποια;

-Χάιδεψέ με στο λαιμό, συνέχισε με το χέρι σου όλη τη ράχη μου. Κάντο! Νιώσε! Αφέσου. Κλείσε τα μάτια και παραδώσου σε αυτό που αισθάνεσαι.

Η Νέδα αιφνιδιάστηκε. Δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη. Ετούτο ήταν ένα κλειδί που μπορεί και να το ‘χανε ανά πάσα στιγμή. Μπορεί και να ξυπνούσε αύριο και να μην το είχε. Τότε τι θα γινόταν; Πώς θα άνοιγε την πόρτα; Αυτό ακριβώς ρώτησε το ελάφι.

-Άγγιξέ με σου λέω. Κάτι χάδια, κάτι βόλτες της αφής δεν χάνονται ποτέ. Είναι ήδη κλεισμένα στην αιωνιότητα. Κι εν τέλει, αν τόση η αγωνία σου μήπως και χαϊδεύοντάς με ρισκάρεις να χάσεις κάτι που ακόμη δεν έχεις, εγώ θα σου πω ότι εδώ θα φανεί πόσα είσαι έτοιμη να κάνεις για αυτό που λες ότι έζησες και θες να κρατήσεις. Ξύπνα, κορίτσι μου, το πρωί και πάρε τα ρίσκα σου!

Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε το ελάφι. Ζεστασιά… πόση ζεστασιά! Ασφάλεια. Πλημμύρα. Σαν και όλα αυτά να μεταφέρθηκαν μεμιάς στο αίμα της κι από εκεί σε όλο της το σώμα. Χείλη, μάγουλα, λαιμός, στήθος, κοιλιά, πόδια, δάχτυλα… Αφέθηκε να χαϊδεύει και να ζεσταίνεται. Αφέθηκε να χαϊδεύει και να γεμίζει. Το ελάφι εξαφανίστηκε. Το Κλειδί του Πάντα ήταν εκεί.

Με ένα χαμόγελο διπλό, η Νέδα, βρήκε μια γωνιά κοντά σε ένα βράχο κι αποφάσισε να κοιμηθεί μερικές ώρες. Η νύχτα ήταν στα μισά της, το ξημέρωμα δε θα αργούσε. Ήξερε ότι το αύριο την ήθελε ξεκούραστη. Κλείνοντας τα μάτια δεν ήξερε ωστόσο, πόσο σύντομα θα ήταν αυτό το αύριο.

Κάστανο τρίτο

Ο ουρανός είχε κοκκινίσει γλυκά, αυτό ακριβώς το κόκκινο που φλερτάρει με το ροζ, χαμογελάει στο πορτοκαλί, κάνει παρέα με το γαλάζιο και το κίτρινο. Ξημέρωνε. Το κορίτσι, νιώθοντας μια ψύχρα να περνάει τα ρούχα της, είχε ανοίξει τα μάτια κι έτρωγε το τελευταίο κάστανο της γιαγιάς της. Πουλιά ξύπνια από ώρα πετούσαν τριγύρω κάνοντας έναν πραγματικό πανζουρλισμό τιτιβισμάτων. Σηκώθηκε, τεντώθηκε, ανακάτεψε τα μαλλιά της κι έψαξε τον τόπο με το βλέμμα από δίπλα της ως πέρα μακριά.

Είδε πράσινο πια, πολύ πράσινο. Είδε δέντρα και στο βάθος το δάσος που υποψιαζόταν από χτες. Είδε το χαλικόδρομό της να μπαίνει και να χάνεται μέσα στο δάσος. Είδε το λόφο να συνεχίζει και κάπου πολύ μακριά να δίνει τη θέση του σε βουνά. Γύρισε πίσω και κοίταξε προς τα εκεί από όπου είχε ξεκινήσει, από εκεί που ερχόταν. Κοίταξε καλά γιατί της φάνηκε πώς μια φιγούρα κινούταν προς το μέρος της. Έτριψε τα μάτια να δει καλύτερα. Ναι, κάποιος ερχόταν. Ποιον θα συναντούσε πάλι; Άραγε θα της έδειχνε το δρόμο για την πόρτα; Το κλειδί το είχε. Το ένιωθε ακόμη πιο έντονα από χτες, ακόμη πιο ζεστά από όταν χάιδευε το ελάφι.

Ξεκίνησε να επιστρέφει, να περπατάει προς το μέρος της φιγούρας που την πλησίαζε. Σε δέκα λεπτά ήταν αρκετά κοντά για να διακρίνει καθαρότερα. Της κουνούσε τα χέρια κάνοντας νοήματα. Διέκρινε καθαρά. Πάγωσε στη θέση της. Τα πόδια της δεν την πήγαιναν άλλο. Έμεινε εκεί να κοιτάζει.

Σε λίγα λεπτά ακόμη η φιγούρα είχε γίνει ένα αγόρι και στεκόταν μπρος της. Ήταν εφτά, ήταν δεκατρία, ήταν είκοσι. Ήταν όμορφο, είχε κόκκινα απ’ το τρέξιμο μάγουλα, απαλά χέρια που την άγγιζαν πλάι στα μάτια κάνοντας τα ανάκατα μαλλιά της στην άκρη.

-Σε ψάχνω από χθες. Πέρασα απ’ τη γιαγιά σου. Μου είπε πού θα σε έβρισκα. Φοβήθηκα ότι θα έφευγες μακριά. Φοβήθηκα μη σε χάσω. Ένιωσα για μια μέρα τι σημαίνει ευτυχία. Ήθελα να στο πω. Ήθελα να σου πω να το κρατήσουμε, να μην το χάσουμε.

Η Νέδα ίσα που κρατούσε τα δάκρυα, ίσα που κρατούσε και τις φωνές να μην ουρλιάξει από χαρά. Σήκωσε τα χέρια κι έκλεισε στις παλάμες της το πρόσωπο του αγοριού. Η ζεστασιά πέρασε και στο δικό του αίμα. Έπλεαν μέσα της και οι δυο τους. Το Κλειδί του Πάντα μόλις είχε βρει την Πόρτα του. Μόλις είχε ανοίξει την αιωνιότητα.

*Την εικόνα του παραμυθιού τη χάρισε στο κορίτσι του παραμυθιού η Μαΐτα Χατζηιωαννίδου.