Επικαιρότητα

Το “Δε σας φοβάμαι ρε”, είναι αριστερότερο; -απο τον Μιχάλη Χιωτίνη

By Μιχάλης Χιωτίνης

October 09, 2015

Ήταν ιδανικές οι κοινωνικές συνθήκες στη Συρία του Ασάντ; Όχι.

Αν κανείς ρωτούσε, όμως, τους πρόσφυγες από τη Συρία αν θα προτιμούσαν να επιστρέψουν στην κατάσταση του καθεστώτος Ασάντ, η συντριπτική πλειονότητα θα απαντούσε ναι.

 

Οι άνθρωποι και οι λαοί επιθυμούν το καλύτερο. Όμως, σε εποχές επιδείνωσης των κοινωνικών συνθηκών, και ως εκ τούτου δυσπιστίας προς θεσμούς και εξουσία, η πιο ισχυρή κοινωνική τάση είναι η συντήρηση της τάξης των πραγμάτων.

 

Οι Έλληνες δεν είναι, δα, και τόσο διαφορετικοί. Αντίθετα με την οπτική πολλών στην αριστερά, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν αποτυπώνουν μία ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Και αν δεν το κατανοήσουν, θα συνεχίζουν να έχουν περιθωριακή θέση στην πολιτική ζωή.

 

Αντίσταση στον αντιδραστικό ριζοσπαστισμό

 

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι φιλελεύθερη ιδεολογία, ούτε κάποια ακραία μετεξέλιξη του καπιταλισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός κάνει χρήση του φιλελεύθερου λεξιλογίου και της καπιταλιστικής δομής της οικονομίας, αλλά στην κατεύθυνση επιστροφής στη φεουδαρχία.

 

Είναι μία μορφή νεο-φεουδαλικού μετασχηματισμού, όπου η χρηματιστική ολιγαρχία, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, εξάγει οικονομικό ενοίκιο και επιβάλει την κυριαρχία της με κτηνώδη τρόπο, χτίζοντας ένα κοινωνικό μοντέλο σκληρών ταξικών δομών, διευρύνοντας τις ανισότητες. Αρνείται να μοιραστεί τους φυσικούς πόρους και την τεχνολογία με τους πολλούς, ακριβώς όπως οι ελίτ στο μεσαίωνα.

 

Ορισμένοι στην αριστερά πιστεύουν ότι τα μνημόνια είναι μεγάλη ευκαιρία. Θα τα φορτώσουμε όλα στον καπιταλισμό, και τα μνημόνια θα γίνουν ο μοχλός για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Δηλαδή τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πεντέξι. Οι επαναλαμβανόμενες εκλογικές αποτυχίες, βέβαια, δεν μπορούν να διδάξουν τίποτα σε παραθρησκευτικές οργανώσεις. Θεωρούν ότι η δυστυχία θα βοηθήσει να εισακουστεί το κήρυγμα. Κούνια που τους κούναγε.

 

Τα μνημόνια, όμως, δεν είναι συντηρητική πολιτική στην οποία ο λαός απάντησε με ριζοσπαστικοποίηση. Τα μνημόνια είναι μία ριζοσπαστική πορεία προς αντιδραστική κατεύθυνση. Τα μνημόνια είναι πολιτική ραγδαίας αντιμεταρρύθμισης. Και σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα προς το χειρότερο, η στροφή της κοινωνίας προς ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς ήταν, κατ’ ειρωνεία, έκφραση των συντηρητικών αντανακλαστικών της. Ήταν αναζήτηση ενός φρένου στην κατηφόρα.

 

Ανακατατάξεις και στρατηγική Τσίπρα

 

Η συνήθης ανάγνωση είναι ότι οι άλλοτε κεντροαριστεροί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ μετακινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η ανάγνωση βασίζεται στη σχετική ιδεολογική και πολιτισμική συνάφεια μεταξύ των δύο κομμάτων, και τη μετακίνηση στελεχών από το ένα κόμμα προς το άλλο. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ανάγνωση πολύ επιφανειακή.

 

Στην πραγματικότητα, ο Αλέξης Τσίπρας έχει σειρά εκλογικών επιτυχιών, κερδίζοντας μεγάλο μέρος του συντηρητικού ακροατηρίου.

 

Αν έπρεπε να μαντέψω, θα έλεγα ότι, στο επίπεδο των ψηφοφόρων, ιδιαιτέρως τον Ιανουάριο του 2015, το παλαιό εκλογικό ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ μοιράστηκε μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Οι μεν, όντως, λόγω ιδεολογικής συνάφειας και αναζήτησης διεξόδου. Οι δε, όμως, λόγω πασοκικού νεο-συντηρητισμού και ενστίκτου καθεστωτικής αυτοσυντήρησης.

 

Από την άλλη, η υπόθεση που κάνω είναι ότι μεγάλο μέρος των παλαιών ψηφοφόρων της ΝΔ στράφηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό, γιατί η ΝΔ παραδοσιακά προσέλκυε όσους αποστρέφονταν το καθεστώς του “συστήματος ΠΑΣΟΚ”. Και αυτός ο κόσμος στράφηκε προς αυτό που είδε πλέον ως νέο και άφθαρτο, όταν το σύστημα ΠΑΣΟΚ ενσωματώθηκε στη συντηρητική παράταξη.

 

Άλλωστε, η πλειονότητα που συγκροτεί τη βάση της δεξιάς στην Ελλάδα, η “λαϊκή δεξιά”, είναι δεξιά με πολιτισμικά κριτήρια, όχι οικονομικά. Και η ατζέντα τα τελευταία 5 χρόνια άλλαξε δραματικά, από πολιτισμική σε οικονομική, και μαζί με αυτή, το κριτήριο της ψήφου.

 

Η κεντρική επιλογή του Τσίπρα να μην αμφισβητήσει το ευρώ, που έχει συνυφανθεί επικοινωνιακά με τη δυτική πολιτισμική ταυτότητα, καθώς και επιλογές όπως η ανάθεση του τομέα της άμυνας στον Πάνο Καμμένο και η επιλογή Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ήταν επιλογές σχεδιασμένες να διεμβολίσουν τη βάση αυτή. Και την έχουν διεμβολίσει.

 

Παντρεύοντας αυτή τη βάση με το άνευ ιδεολογικής συγκρότησης αριστερό ακροατήριο, που πείστηκε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική ή ότι η εφαρμογή του μνημονίου εξαρτάται από το ποιος το εφαρμόζει, και χρησιμοποιώντας την προσωπική του γοητεία, ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να συγκεντρώνει μία σεβαστή λαϊκή συναίνεση στο πρόσωπό του.

 

Αντιπολίτευση στον Τσίπρα

 

Η σύνθεση του κοινοβουλίου μετά τη μνημονιακή αυτομόληση του ΣΥΡΙΖΑ και τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου, δεν αφήνει περιθώρια σε κανέναν να του ασκήσει αντιπολίτευση στον πυρήνα της ασκούμενης πολιτικής. Αντιθέτως, η σύνθεση αυτή του προσφέρει άφθονες εφεδρείες, εξασφαλίζοντας την κυβερνητική σταθερότητα.

 

Αν κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά να αμφισβητήσει τον πυρήνα της πολιτικής του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να αγνοήσει όλα όσα κατέστησαν τον Τσίπρα κυρίαρχο. Ούτε μπορεί να περιμένει την κοινωνία να αντιδράσει, γιατί μπορεί η κοινωνία να μην αντιδράσει. Η εναπομείνασα προσαρμογή, άλλωστε, είναι μικρότερη, και η απογοήτευση πνίγει την αντίδραση με πρωτοφανή τρόπο, ενώ δεν υπάρχει ορατή για την κοινωνία εναλλακτική.

 

Τα κόμματα να αφουγκραστούν την κοινωνία

 

Μπορεί ο κόσμος να έχει καταλάβει το επίδικο της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ, όμως είναι δύσπιστος απέναντι στην εναλλακτική πρόταση της αριστερής πλατφόρμας, που ήταν ουσιαστικά αόρατη για 7 μήνες διακυβέρνησης, και παραμένει θολή. Κυρίως, όμως, παραμένει ανέτοιμος για ριζοσπαστικά προτάγματα και πολιτισμικά αριστερό λόγο. Η κοινωνία δεν δέχεται μαθήματα, ούτε αλλάζει εύκολα κοσμοθεωρητικό παράδειγμα.

 

Αναρωτιέται, άλλωστε, και δικαίως: Το “δεν εκβιάζομαι” είναι αριστερότερο; Η εφαρμογή ενός προγράμματος όπως της ΔΕΘ, αλλά πάση θυσία, είναι “σοσιαλιστική προοπτική”; Η ανάγκη για εθνικό νόμισμα έρχεται αναγκαστικά πακέτο με την επανάσταση;

 

Σε μία εποχή που κυριαρχούν τα παράγωγα και ο χρηματοπιστωτικός παρασιτισμός, οι κυβερνήσεις είναι όργανα πτωχευμένων τραπεζιτών και οι κοινωνίες ξεζουμίζονται για τα συμφέροντα των αγορών, πώς μπορούμε να διαχωρίζουμε τα συμφέροντα των εργαζομένων από αυτά των μικρομεσαίων επιχειρηματιών;

 

Σε μία εποχή αποβιομηχάνισης, φτώχειας, έλλειψης των στοιχειωδών για την επιβίωση, απουσίας παραγωγικής βάσης, σε μία χώρα που έχει ζωτική ανάγκη από ισχυρή βιομηχανική πολιτική, πώς είναι δυνατόν να πολιτεύονται κάποιοι με οικολογική και αντι-τεχνολογική ρητορική;

 

Σε έναν κόσμο που επιστρέφει στη φεουδαρχία, η κοινωνία αρνείται να δεχτεί ότι ζητούμενο είναι το άλμα στο σοσιαλισμό. Διότι οι κοινωνίες δεν αλλάζουν με νουθεσίες, πρέπει να προηγηθεί η αλλαγή των συνθηκών. Προτεραιότητα είναι η επιβίωση, ύστερα η κοινωνική αλλαγή, και αργότερα μπορεί να έρθει η αλλαγή φιλοσοφικού παραδείγματος. Η πλήρης αντιστροφή αυτής της σειράς είναι παρά φύσιν, και αδύνατον να έχει αποτέλεσμα. Εκεί αποτυγχάνουν ΚΚΕ, Ανταρσύα, και δυστυχώς και η ΛΑΕ.

 

Ο μόνος τρόπος για ένα πολιτικό κίνημα να δει ρεαλιστικά μία ριζοσπαστική προοπτική σε κυβερνητική εφαρμογή είναι να απευθυνθεί στα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας.

 

Να μιλήσει νέα γλώσσα. Ειδικά αν θέλει να λέγεται “μέτωπο”, οφείλει να δει μία διαφορετική ταξική ανάλυση από την αραχνιασμένη παλαιομαρξιστική, να βρει μία άλλη λέξη για την κοινωνικοποίηση και να προσαρμόσει την ίδια την έννοια στα σημερινά δεδομένα.

 

Να ακούσει την κοινωνία αντί να προσπαθεί να την προσηλυτίσει.