Επικαιρότητα

Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του ή μήπως όχι;

By N.

February 20, 2020

Κωστάς Νάκος

Μέσα στους κόλπους της αριστεράς πάντα υπήρχε ως πρόβλημα το εθνικό ζήτημα. Πάντα υπήρχε η αναζήτηση των κριτηρίων με βάση τα οποία μπορεί να υπάρξει υπεράσπιση της πατρίδας. Έχουν υπάρξει σφοδρές αντιπαραθέσεις και διλήμματα του τύπου, αν ο πόλεμος είναι δίκαιος ή άδικος, αν η χώρα  είναι επιτιθέμενη ή αμυνόμενη κλπ. Πάντα βέβαια ήταν ευδιάκριτα, σε γενικές γραμμές, τα όρια μεταξύ του εθνικισμού και του πατριωτισμού, αλλά πάντα προέκυπταν διαφωνίες όταν το θέμα πήγαινε να συγκεκριμενοποιηθεί. Το εθνικό ζήτημα, όσο και αν κάποιοι θέλουν να το προσπεράσουν σχετικά εύκολα με ένα ιδεολόγημα, αποτελεί ένα λεπτό αλλά πολύ σοβαρό ζήτημα. Ένα ζήτημα που δεν μπορεί βέβαια να λυθεί με ιστορικές αναφορές στον πρώτο ή στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό πρέπει κάθε φορά να ερευνάται συγκεκριμένα και αυτό πρέπει να γίνει και τώρα που κυριαρχεί η πεποίθηση του επιτιθέμενου τούρκικου σωβινισμού.

Υπάρχει λοιπόν η μία πλευρά που θεωρεί ότι το «Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», για να  απαντήσει η άλλη πλευρά, ότι είναι επικίνδυνο να αφήνουμε την υπεράσπιση της πατρίδας στα χέρια των πατριδοκάπηλων και των εθνικιστών. Η διαφωνία αυτή μπορεί να είναι σημαντική και σε ορισμένες περιπτώσεις καθοριστική. Οι διαφωνίες είναι θέμα ερμηνειών και εκτιμήσεων. Αυτές όμως είναι αναγκαίο να συνοδεύονται και με την αυτοτελή γνώση. Όταν γίνεται αναφορά στο εθνικό ζήτημα είναι σημαντικό να υπάρχει η αυτοτελής αλλά και η εμπεριστατωμένη  συμβολή στα πράγματα και σε κάθε περίπτωση να μην υποστέλλεται η ειλικρίνεια με τη διαρκή απειλή του εθνικού κινδύνου ή συμφέροντος. Ειλικρίνεια όχι πάντα με την έννοια του συνειδητού ψέματος, αλλά κυρίως με αυτό της μη-γνώσης. Η μερική και πολύ περισσότερο η επιλεκτική γνώση είναι αδύναμη γνώση, με αποτέλεσμα αυτή να επηρεάζεται αλλά και να προσαρμόζεται στο άρρωστο κλίμα της εποχής. Να μην έχει τη δύναμη της αυτοτελούς παρέμβασης.

Γνώση σαφώς και έχουν οι τεχνοκράτες διεθνολόγοι ή και ορισμένοι πολιτικοί καριέρας και δημοσιογράφοι. Αυτοί γνωρίζουν το αντικείμενο, ανεξάρτητα αν το παραφράζουν, αν το αποκρύπτουν ή αν λένε την μισή αλήθεια για το «συμφέρον της πατρίδας». Το ζήτημα όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι αν ο ενεργός πολίτης έχει γνώση, για την ακρίβεια αν έχει τη διάθεση να αποκτήσει γνώση. Σε πολλές περιπτώσεις με το φόβο ότι αυτή η γνώση μπορεί να του ανατρέψει κυρίαρχες πεποιθήσεις, ωθείται στο να την προσπερνάει και να περιορίζεται μόνο σε αυτήν που του χαϊδεύει ευχάριστα τα εθνικά του αφτιά.

Όπως πολύ όμορφα αναφέρει ο Εμμανουήλ Καντ: έπρεπε λοιπόν να αφαιρέσω γνώση για να κάνω χώρο για την πεποίθηση.

Γνώση λοιπόν σημαίνει ότι δεν περιορίζω την πληροφόρησή μου σε αυτά που μου λέει η μία πλευρά. Αντιθέτως αμφισβητώ τη μονόπλευρη πληροφόρηση και ενδιαφέρομαι και για την άποψη της άλλης πλευράς. Με την πληροφόρηση που έχω αποκτήσει, έχω συγκεκριμενοποιήσει τους προβληματισμούς μου και ανατρέχω στις πηγές για να γνωρίσω τα γεγονότα. Δεν μπορώ για παράδειγμα να μην αναρωτηθώ, γιατί να καταφύγουμε μόνο για την υφαλοκρηπίδα στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης; Ή, για το ποια νησιά και βραχονησίδες έχουν υφαλοκρηπίδα; Ποια η διαφορά της ηπειρωτικής χώρας σε σχέση με τα νησιά στο θέμα των χωρικών υδάτων; Τι αναφέρει η συνθήκη του Παρισιού του 1947 για την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα και τι η σύμβαση της Λωζάννης του 1923 για τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου; Πόση σημασία έχει το πού βρίσκονται γεωγραφικά τα νησιά, αλλά και το πώς αυτά συμπλέκονται μεταξύ τους; Μια έρευνα βέβαια που έχει να κάνει όχι με το ουσιαστικό ζήτημα του δικαίου, αλλά (έστω) με αυτό του τυπικού δικαίου.

Στην έρευνα αυτή θα βρεθούν πηγές και γεγονότα που θα μιλάνε από μόνα τους, όπως και άλλα συμβάντα που θα θέλουν την ερμηνεία τους. Σε κάθε όμως περίπτωση το σίγουρο είναι ένα, αν υπήρχε ένα διεθνές δικαστήριο που να μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη, τότε ο μισός τουλάχιστον πληθυσμός και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου θα πάθαινε ένα μικρό εγκεφαλικό. Γιατί δεν είναι μόνο η μη γνώση των γεγονότων, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και η άρνηση για τη μετατροπή της αποκτημένης γνώσης σε παραδοχή.

Προφανώς και ό,τι αναφέρει ο Τούρκος δημοσιογράφος Μπουράκ Μπεκντίλ στην εφημερίδα Χουριέτ για την Τουρκία, ισχύουν και στην Ελλάδα: «είναι γεγονός ότι, ο λόγος του Ερντογάν έχει στόχο τον μέσο Τούρκο, τον πολίτη που μπορεί εύκολα να πειστεί από ελκυστικές φράσεις με εθνικιστικές αξιώσεις όπως το ″ένδοξο παρελθόν μας″». Είναι κοινό μυστικό ότι και οι δύο ηγεσίες με την βοήθεια των ΜΜΕ στοχεύουν στον φανατισμό του ανενημέρωτου πολίτη. Έτσι που αν τύχει αυτός να βρεθεί απέναντί σε κάθε Μπεκντίλ, Έλληνα ή Τούρκο, να εμφανιστεί ως ένα εθνικό ζόμπι που ακόμη και να θέλει να μη μπορεί να ανταποκριθεί σε έναν εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών, μεταξύ δύο ειλικρινών συνομιλητών. Γιατί επέλεξε τη μη-γνώση.

Ο Τούρκος δημοσιογράφος Μπουράκ Μπεκντίλ αποκαλώντας τον Ερντογάν «Σουλτάνο του Βοσπόρου» έγραψε ένα άρθρο στη Χουριέτ, κατά του τούρκικου σωβινισμού και τις βλέψεις που αυτός έχει για περιοχές της Ελλάδας, με τον προκλητικό τίτλο «Λοιπόν, η Κωνσταντινούπολη είναι ελληνική πόλη;». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, θα πρέπει να μάθει ο Ερντογάν ότι την «ιστορία του τουρκικού έθνους, δεν θα πρέπει να την κοιτάει προς την Δύση αλλά προ την Ανατολή» γιατί «Θα πρέπει πρώτα να μάθει πως η ιστορία (της Τουρκίας) δεν ξεκίνησε το 1071 ή το 1453», δεν ξεκίνησε δηλαδή τον 11ο αιώνα, αλλά πολύ πριν αρχίσουν να μεταναστεύουν αυτοί από την Ανατολή προς τις περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Προφανώς και είναι ό,τι το καλύτερο στην Ελλάδα να προβάλλεται ο κάθε Μπεκντίλ και στην Τουρκία ο αντίστοιχος Έλληνας. Η ειρήνη έχει ανάγκη από αυτές τις φωνές, που είναι οι μόνες που μπορούν να καταστήσουν ανίσχυρους τους στενοκέφαλους κραυγάζοντες πατριώτες.

Υπάρχει λοιπόν το «εμείς» ως χώρα, υπάρχει όμως και το άλλο «εμείς» που το αποτελούν αυτοί που έχουν τις γνώσεις και τη διάθεση για να συμβάλλουν στη φιλία και στην ειρήνη των δύο λαών. Όχι ως συμβολή στις επιδιώξεις της κάθε εξουσίας, αλλά  λειτουργώντας αυτοτελώς και έχοντας δημιουργήσει τη δική τους φωνή. Ως άτομο προς άτομο, ως δημοσιογράφος προς δημοσιογράφο, ως συνδικάτα προς συνδικάτα, ως συλλογικότητα προς συλλογικότητα, ως διανοούμενος προς διανοούμενο, ως απλοί πολίτες. Γιατί μια μονοσήμαντη αντίληψη, είτε από την μια είτε από την άλλη μεριά, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα βρεθούν αυτιά για να την ακούσουν, ακόμα και δίκαιο να έχει σε ένα επιμέρους ζητήματα. Η μη διάθεση για γνώση δίνει χώρο όχι μόνο στην εδραίωση της πεποίθησης που ήδη υπάρχει, αλλά πολλές φορές και στην εξέλιξη της πεποίθησης σε φανατισμό, σε εμπάθεια.

Γιατί με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα τα τελευταία χρόνια, το μόνο που μπορεί κάποιος να ευχηθεί είναι… ο λαός να βάλλει το χέρι του. Και βέβαια αν χυθεί αίμα στο Αιγαίο τα τελευταία που θα ρωτηθούν θα είναι… τα ψάρια του.