Επικαιρότητα

Τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη;

By N.

February 16, 2017

Από τον Παύλο Παπαβασιλείου

Ανήμερα της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου…το προγραμματισμένο ετήσιο συναισθηματικό check up. Μιας και η προσλαμβανόμενη πραγματικότητα δεν είναι αντικειμενικά φυσική αλλά ψυχολογικά υποκειμενική, η μέρα ακροβατεί ανάμεσα σε ένα ημερολογιακό “post it” για την αναθέρμανση του έρωτα στον φούρνο μικροκυμάτων της καθημερινότητάς μας, στην ονομαστική γιορτή του πρώτου φιλιού με καρδιοχτύπια στο παγκάκι, σε ένα απλό καταναλωτικό τέχνασμα, ή στην επώδυνη επέτειο χωρισμών…όπως και να έχει, είναι μια ημέρα που σε καλεί, ακόμη κι αν δεν πιστεύεις στα “ξεχωριστά 24ωρα” να σκεφτείς έστω και φευγαλέα, τη δι-ατομικότητα, την οντολογία της σχέσης.

Είναι βράδυ πλέον, συντροφιά με τις υποχρεώσεις μελέτης και τη μουσική παρέα του ραδιοφώνου, ώσπου την ισοηλεκτρικότητα της βαλεντίνειας διάθεσης την διαπερνά η φωνή της Γαλάνη. Δωρικά απαιτεί μια “εκδρομή των μυστικών, των φανερών και των χαμένων εαυτών”, λυρικά παρακαλά “ Να ‘ναι και γυναίκα και αγόρι και μωρό να έχει άντρα και μητέρα και θεό”.

Και η μνήμη διατάσσει το χωροχρόνο να διασπάσει θέσφατα ημερολογίων και χωρικών  συντεταγμένων….μιας και πλέον φαίνεται ότι μια θεατρική εμπειρία αδημονεί να (ψυχ-)αναλυθεί εκ νέου.

Βράδυ 28/12/2016. Βαρυχειμωνιά, στρίβω για τη στοά Πεσματζόγλου σε μια Αθήνα που προσπαθεί να ξεχάσει παλιούς έρωτες και να αγαπήσει τον εαυτό της, κάτω από λαμπιόνια που φωτίζουν χριστουγεννιάτικα σκιές, που κάποτε ίσως αποτέλεσαν ανθρώπους.

Μ΄ έχουν πείσει να παρακολουθήσω την “Eπανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα” του Πομερά σε σκηνοθεσία Μαστοράκη…όταν βγω από το θέατρο θα προσπαθώ να πείσω εγώ να το παρακολουθήσουν.

Η κατάβαση στο υπόγειο του Θεάτρου-αντιθετική αλλά αλληλοσχετιζόμενη με την ανάβαση στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, πάντοτε μυσταγωγεί. Τσαλαβουτάς στο δράμα εκεί που κάποτε άκουσες “θεούς κι ανθρώπους να μισούν τα πάθη και το χρήμα”.

Η αρχική προσλαμβάνουσα, καθώς αναμένεις την έναρξη, γεμάτη με διαδρομισμούς αφορισμένους με σιδερένια κιγκλιδώματα σε μαύρο φόντο…μονοπάτια του συνειδητού, διερχόμενα από προσυνειδητά “σημεία εγγύτητας” με το κοινό, που καταλήγουν σε ένα εσώτερο πλάτωμα-ξέφωτο του ασυνείδητου, εκεί που θα διαδραματιστούν οι σπονδυλωτές ιστορίες του δράματος. Εκεί που θα κριθεί αν τελικά υπάρχει δυνατότητα να επανενωθεί το Ένα, μετά το τραύμα διάσπασής του σε δυο Άλλα, εκ νέου σε μια μοναδιαία δυαδικότητα….σε ένα συναισθηματικό τραπέζι διαπραγματεύσεων για την Κορέα (-ές).

Τα σιδερένια ψυχρά κιγκλιδώματα παρόντα, να υπενθυμίζουν τα σύνορα, τα κάγκελα της ψυχής, τα όρια, τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, τους επανακαθορισμούς του συναισθήματος σε ένα νέο κόσμο γενικευμένης ρευστότητας, ή ίσως μια φυλακή που αποτελεί τελικά η ανάγκη να αγαπηθείς. Πιθανότατα πάλι τα εξωτερικά τείχη μιας κοινότητας, που εξοβελίζει αυτούς που “απέτυχαν” να ανταπεξέλθουν στις επιταγές της “ζευγαροποίησης”…ένας αφαιρετικός σιδερένιος Αστακός του Λάνθιμου.

Στο φόντο καρέκλες, για να κάτσουν εκ περιδρομής οι ηθοποιοί, παρατηρώντας από την άλλη πλευρά της σκηνής το δράμα και εμάς…οι “απεσταλμένοι διαπραγματευτές” του Πομερά ή εμείς οι ίδιοι σε μια ζωή που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας σαν απλοί θεατές, ή σαν κριτές μας;

Και όπως σε όνειρα, τα διαδραματιζόμενα καρέ, άσχετα εκ πρώτης όψεως μεταξύ τους, θα αποτελέσουν τα επεισόδια, συνυφασμένα με το κοινό νήμα της εναγώνιας αναζήτησης του ανθρώπου για αγάπη…για αγάπη που δεν ευοδώθηκε, για αγάπη που ατύχησε και χάθηκε, για μια αγάπη, τόσο βαθιά η ρηχή, για την αγάπη για ένα πουκάμισο αδειανό, της αδιέξοδης (σαν τα κάγκελα της σκηνής) αγάπης, για τον έρωτα με το φαντασιακό της έννοιας της αγάπης κι όχι του ανθρώπου, για την ανεκπλήρωτη αγάπη. Η ανάγκη για αγάπη, σε όποια μορφή της, η επιθυμητική αυτή εμμονή του σύγχρονου αλλοτριωμένου ανθρώπου.

Η είσοδος των, επίσης σε μαύρα κοστούμια, ηθοποιών, οι μανιερικές πολλές φορές κινήσεις τους, το πέσιμο, η κατάρρευση, ο αυνανισμός, το πεταχτό φιλί, οι προετοιμασίες για ένα ραντεβού, τα βήματα αυτοπεποίθησης, το σύρσιμο που εκλιπαρεί σα μια άλλη Κατερίνα Χέλμη, μια εν συνόλω παράξενη, απόκοσμη-λες και μιλά μόνο με τον εαυτό της- κινησιολογία του όλου φάσματος των συναισθημάτων της ανάγκης του Εγώ να γίνει Εμείς, εντός των διαδρόμων του δαιδαλώδους σκηνικού, σαν κινούμενες σκέψεις που παλεύουν για μια εξωτερίκευση, σαν την αναπαράσταση εκείνου του παιδικού μας πάκμαν που το αφήσαμε να θρέφεται από τις μνήμες μας.

Κι όμως αν διακρίνεις καλά, οι άντρες προσπαθούν να απεκδυθούν του επίσημου ντυσίματος και οι γυναίκες των δωδεκάποντων τακουνιών, να ξεφύγουν από το φορμαλιστικό “φαίνεσθαι” μιας τεχνοκρατικής εποχής, αναπολώντας το χαμένο “είναι”. Ασφυκτιούν στους ραμμένους κοινωνικούς “ρόλους”, ψάχνουν να σταματήσουν να έχουν ανάγκη να υποκρίνονται, όπως ακούγεται και στο έργο, να έρθουν πιο κοντά στην ανθρωπινότητά τους, στην ιδιότητα του ανθρώπου.

Το έργο ξεκινά με μια κραυγή. Μια κραυγή πόνου του ενήλικα, που αποχαιρετά τις θέσφατες Αλεξάνδρειες του, μιας και όλα τα σχέδια του βγήκαν πλάνες; Ή η πρώτη κραυγή της γέννησης του ανθρώπινου είδους, του καθολικού ανθρώπινου τραύματος της εκσπλάχνωσης από τη μήτρα και της πρώτης συνειδητοποίησης ότι το “μαζί” είναι χρονικά πεπερασμένο;

Η συνέχεια ακροβατώντας μεταξύ κάποιων σαρκαστικών-κωμικών και τραγικών επεισοδίων διαβιεί σε οριακές ανθρώπινες καταστάσεις. Τα κυριότερα γνωρίσματα, η ιδιοτέλεια του ατόμου που υστερικά βάζει τον εγωισμό του να φωνάζει “Δώσε μου το κομμάτι μου πριν χωρίσουμε, το δικό μου το κομμάτι, που μου πήρες”, η οργή και ο θυμός της ματαίωσης μέσω αυτό- και ετεροκαταστροφικών συμπεριφορών. Μέσα από προσομοιάζοντες με παρανοϊκά ξεσπάσματα πολλές φορές διαλόγους, που όπως έλεγε ο Deleuze δεν έχουμε μάθει να αφουγκραζόμαστε την σχιζοφρενική υποκρυπτόμενή τους αλήθεια (Η αγάπη δεν υπάρχει, είναι μια επινόηση. Ένα παιχνίδι του μυαλού. Η αγάπη είναι ένα είδος αρρώστιας που μας κάνει να κάνουμε πράγματα τρελά, επικίνδυνα…) επισημαίνει συνεχώς την ανάγκη επίτευξης του καθολικού προτύπου μιας άδολης, ολοκληρωτικής, βουλημικής αγάπης που αντηχεί στη φράση “M’ αγαπάς ολοκληρωτικά, τρυφερά και τραγικά;”.

Άραγε πόσο κόπο καταναλώνει ο σύγχρονος άνθρωπος να αγγίξει, έστω και για μια στιγμή το ψευδαισθητικό απόλυτο της αγάπης; Πόσο πόνο κρύβουν οι κοινωνικές νόρμες επιβολής εξοβελισμού της μοναξιάς; Και αν μαζί μ’ αυτήν πετάμε και το εγώ μας; Κι αν έχουμε μάθει να αγαπάμε για μας ή εμάς κι όχι τον άλλο, ψάχνοντας σε μια τεχνοκρατική εποχή την ποσοτικοποίηση της αγάπης μέσα από συναλλαγές αμοιβαία επωφελών συμφωνιών;

H προσήλωση πολλών σκηνών στη σεξουαλικοτητα ενδέχεται να υπενθυμίζει τη συναισθηματικη αποστέρηση μιας μηχανιστικού τύπου ζωής όπου ακόμη και τα ένστικτα απαιτείται να εντάσσονται στην φορτωμένη ατζέντα υποχρεώσεων η στο συνεχές θόλωμα της αδυναμίας βίωσης συναισθηματων. Άλλωστε η γενετήσια πράξη αποστεωμενη από το συναίσθημα σαν απλή διαδικασία με υπερβολικά ίσως ζωτικό χώρο στα “πρέπει” μιας σύγχρονης εποχής αλλά και το παιδί (φαντασιακό η πραγματικό στις 2 αντίστοιχες σκηνές του έργου) παράγουν τις εύθραυστες γέφυρες επανένωσης αποξενωμένων ανθρώπων.

Οι χωροχρονικότητες μεταβάλλονται και σ αυτό βοηθούν τα διαλείμματα μιας “ταξιδιάρας μουσικής όλων σχεδόν των ειδών”, που συνεπαίρνει τα ίδια πρόσωπα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, στο εκεί και στο εδώ, στο να δίνουν ραντεβού με τις αγωνίες τους “κάθε χρόνο ίδια μέρα”, μέσα σε όλους τους χώρους της καθημερινότητας το σχολείο, το νοσοκομειακό ίδρυμα, το σπίτι, την εκκλησία πριν το γάμο, το ξενοδοχείο των εταιρικών meetings, τη ψυχοθεραπευτική συνεδρία, μέσα απ’ όλες τις ιδιότητες τους  γονείς, εραστές, μελλοντικοί και νυν σύζυγοι, ζευγάρια.

Δυο σκηνές κορύφωσης, τα ενδόμυχα αίτια της θεατρικής λύτρωσης, που θα ακολουθήσει, με έντονες αφαιρετικές ταξικές φορτίσεις, θεωρώ ότι αφήνουν ανεξίτηλο το στίγμα τους.

Στη μία, ίσως θέλω να μεταφερθώ κάπου στα στενοσόκακα του Ντιτρόιτ, που τα φωτίζουν πλέον φειδωλά φώτα από ουρανοξύστες μιας άλλης εποχής, σε μια πόλη-φάντασμα μετά την χρηματοπιστωτική φούσκα της απαρχής της καπιταλιστικής κρίσης. Εκεί μια γυναίκα εκδίδεται, χάνει την αξιοπρέπειά της, παρακαλώντας ενδόμυχα το “απανθρωποποιημένο” σεξ να γίνει έρωτας, έστω και κατά την εκπόρνευση. Βιάζεται, γνωρίζει την κοινωνική της περιθωριοποίηση και προσπαθεί να συνδιαλλαγεί, έστω και ανταλλακτικά με έναν άνθρωπο. Τον βρίσκει στο πρόσωπο του πρώτου πελάτη, αυτού που τα κουτσοφέρνει οικονομικά ακόμη, του εν κινδύνω φτωχοποίησης μεσαίου στρώματος, που τη συμπονά ίσως βλέποντας την πιθανότητα προβολής του ίδιου στο μέλλον. Ο δεύτερος πελάτης, χαρακτηριστικό δείγμα επιτυχημένου golden boy του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ενώ ενδίδει άμεσα στο αίτημα της γυναίκας, στο τέλος την στραγγαλίζει. Η σκηνή είναι βίαιη, ο σπασμός διαπερνά όλο το σώμα, η ασφυξία ανιχνεύεται σε κάθε πτυχή του κόσμου της εργασίας, που του στερούν το οξυγόνο. Μια ταξικώς πρισματικά διαφορετική ηρωΐδα του “δαμάζοντας τα κύματα”. Ταυτόχρονα η ανάγκη για αγάπη κείτεται νεκρή…

Όμως δεν είναι όλα ματαιωμένα…στη δεύτερη σκηνή ένα ζευγάρι καλείται να “συστήνεται” καθημερινά κατά την επίσκεψη του άντρα στη σύζυγό του που παρουσιάζει ανοϊκή διαταραχή και απαιτείται να παραμένει εντός ιδρύματος ειδικής φροντίδας. Μια άλλοτε ευτυχισμένη οικογένεια, όπως μια άλλοτε ευτυχισμένη μεσαία τάξη, που νοσταλγεί το παρελθόν της, καθώς τη βρήκε κάτι ξαφνικό, ανυπέρβλητο, ακατανόητο. Κι όμως η ιστορία αυτή αποτελεί ύμνο στην αφοσίωση, στην ανιδιοτελή αγάπη του συζύγου που εκτός φωτεινών διαστημάτων της γυναίκας του είναι ο ανοίκειος Άλλος και της συζύγου, που αν και χαμένη στην αδυναμία επικοινωνίας της με την πραγματικότητά μας, αγαπάει, μπορεί να μην θυμάται ότι αγαπάει το σύζυγό της, αλλά αγαπάει την ασφάλεια μιας αγκαλιάς, ζητώντας συγγνώμη για μια “ύβρη”, που δε διέπραξε.

“Ήταν σαν να ήμασταν δύο μισά που είχαν χαθεί και ξαναβρέθηκαν. Ήταν υπέροχο! Ήταν σαν η Βόρεια Κορέα και η Νότια Κορέα να άνοιξαν τα σύνορα τους και να ενώθηκαν πάλι και σαν οι άνθρωποι που, δεν μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλον για τόσα χρόνια, να ξαναβρέθηκαν. Ήταν σαν γιορτή” θα πει ο άντρας τρυφερά, για χιλιοστή φορά, στη γυναίκα του, κι εκείνη θα κοιτάξει ψηλά, το άπιαστο, σε αυτό που χάθηκε άδικα, αλλά όμως υπήρξε.

Και ξαφνικά η φωνή της Γαλάνη με ξαναφέρνει στο παρόν του γραφείου…

“εμένα με συμφέρει, που νιώθουμε όλοι κάπως, τις Κυριακές μετά το μεσημέρι, που μένεις στο τραπέζι και παίζεις με τ΄αλάτι, μα κάποια γεύση έχει χαθεί…κι ο άνθρωπος το ξέρει”

Υ.Σ. οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι άψογες, ωστόσο θα ήθελα προσωπικά να ευχαριστήσω τη βιρτουόζα του συνδυασμού της εσωτερικής συναισθηματικής διαπάλης με την κινησιολογία Κωνσταντίνα Τάκαλου, την αισθησιακά μοναχική Μαρία Καλλιμάνη και την Ιωάννα Μαυρέα, που με την ερμηνεία της στην ανοϊκή ασθενή, απέδειξε πόσο συνταρακτικά επίκαιρες είναι οι ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες του δράματος, συμβάλλοντας “άθελά της” στην επούλωση μιας κάποιας “χαμένης” προσωπικής μητρικής αγάπης.