Σινεμά

The Equalizer 2 [κριτική]

By Νικήτας Φεσσάς

September 19, 2018

του Νικήτα Φεσσά

Θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα αστυνομικό θρίλερ του σωρού, ωστόσο το σίκουελ του The Equalizer (2014) είναι καλοφτιαγμένο, ενώ επενδύει – σε σχεδόν απρόσμενο βαθμό για το είδος— στους χαρακτήρες και τις μεταξύ τους σχέσεις, στις ΄low-key’ σκηνές  που παρεμβάλλονται στα διαλείμματα αυτών της καταιγιστικής δράσης και σκληρής βίας (ωραία χορογραφημένες, εφευρετικές, και αναζωογονητικά καθαρά γυρισμένες, χωρίς την συνηθισμένη αισθητική που απαιτεί ‘κουνημένη’ κάμερα και πολύ γρήγορο μοντάζ, και η οποία έχει κουράσει τα τελευταία χρόνια).

Φυσικά η ταινία ανήκει στον λαμπερό σταρ της, τον Denzel Washington, έναν ηθοποιό με καταπληκτικό ‘φυσικό’ χάρισμα επί της οθόνης και παρουσία που κυριαρχεί στο χώρο και σε κάθε πλάνο, με το χαρακτηριστικό βάδισμα και την κινησιολογία που μοιάζουν με cool χορογραφία. Ένας τέτοιος ηθοποιός εξυψώνει αμέσως οποιαδήποτε ταινία, αφού είναι σαν να έχουν ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος στη διάθεση τους μια Ferrari.

Επίσης, αυτή είναι και η διαφορά του υποείδους ταινιών δράσης που σημειώνει μεγάλη εμπορική επιτυχία τα τελευταία χρόνια: εκείνου με πρωταγωνιστές μεσήλικες βετεράνους ηθοποιούς και όχι απλώς κασκαντέρ ή πρώην wrestlers που έχουν (και αρθρώνουν με δυσκολία) δύο γραμμές διαλόγου, διαθέτουν εκφραστικό ρεπερτόριο που συνίσταται σε δυο γκριμάτσες, και ξέρουν απλά πολεμικές τέχνες, ή ‘να δέρνουν’ μπροστά στην κάμερα. Όπως ο Neeson (η σειρά ταινιών Taken και ό,τι ακολούθησε), ο Gibson (Blood Father), και ο Penn (The Gunman), o Washington δεν χρειάζεται γραμμωμένους ή τεράστιους μύες από τα στεροειδή για να γίνει απειλητικός και να σε κάνει να πιστέψεις ότι πρόκειται για φονικό όπλο. Μπορεί να το πετύχει με ένα βλέμμα, ή με τον τόνο της φωνής.

Εδώ συνεργάζεται με τον Antoine Fuqua αρκετά χρόνια μετά την πολύ μεγάλη επιτυχία τους Training Day, και την πιο πρόσφατη και αρκετά πιο μέτρια με το ριμέικ του Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι. Υποδύεται για δεύτερη φορά (ο Fuqua είχε σκηνοθετήσει και την πρώτη ταινία που ωστόσο ήταν κατώτερη αυτής εδώ, ενώ περιέργως πρόκειται και για το πρώτο σίκουελ στη μακρά και λαμπρή καριέρα του Οσκαρικού ηθοποιού γενικώς) τον βετεράνο των ‘black ops’ της CIA, Robert McCall (τον έχει υποδυθεί με μεγάλη επιτυχία στην μικρή οθόνη τη δεκαετία του ’80 o Άγγλος ηθοποιός Edward Woordward), που αποσύρεται για να γίνει προστάτης των αδυνάτων, ένα είδος προλετάριου σούπερ ήρωα που δεν έχει πρόβλημα να σκοτώνει, και ένας ‘ηθικός’ μισθοφόρος/εκδικητής.

Βέβαια ο ήρωας του τίτλου είναι ξεκάθαρα είναι ξεκάθαρα υπέρ του (υπερπατριωτικού και ‘γερακίσιου’ Αμερικανικού) status quo, ενώ τα μαθήματα αρρενωπότητας που δίνει ως πατρική φιγούρα (βλ. την υποπλοκή που θυμίζει λίγο Finding Forrester) είναι αρκετά παλιομοδίτικα για το σύγχρονο αμερικανικό περικείμενο. Γενικώς τα politics της ταινίας είναι απλώς λίγο πιο προοδευτικά (κυρίως τα φυλετικά) από εκείνα του πρόσφατου ριμέικ του Death Wish (επίσης exploitation/πορνογράφημα βίας).

Το The Equalizer 2 δεν έχει ιδιαίτερες ανατροπές – σου ‘τηλεγραφεί’ την ταυτότητα του κακού καθώς δεν έχει αρκετές ‘κόκκινες ρέγγες’ (όπως ονομάζονται στη μυθοπλασία τα στοιχεία –π.χ. χαρακτήρες— που έχουν ‘φυτέψει’ ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος για να παραπλανήσουν τον αναγνώστη ή τον θεατή).  Γενικώς, η ίδια η πλοκή είναι τζενερικ και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία —σε μεγάλο βαθμό χρησιμεύει ως αφορμή για να παγκοσμιοποιήσει την αφήγηση σε σχέση με την πρώτη ταινία, και φυσικά για να επιδείξει τις πολλές αρετές του πρωταγωνιστή.

Ωστόσο, η κλιμάκωση/τελική αναμέτρηση που λαμβάνει χώρα με φόντο ασυνήθιστο σκηνικό (μια παραθαλάσσια πόλη που έχει εκκενωθεί λόγω ισχυρής καταιγίδας) είναι καλά εκτελεσμένη τεχνικά. Ωραίες επίσης οι σκηνές με τον ήρωα να δουλεύει ως οδηγός σε υπηρεσία τύπου Uber και να αλληλεπιδρά ή απλά να παρατηρεί με σιωπηρή ενσυναίσθηση τα μικρά ή μεγαλύτερα δράματα των επιβατών (και ναι, να δέρνει και αυτούς διαπράττουν ασυγχώρητα ατοπήματα και δεν μετανοούν, αφού τους δώσει τη μία και μοναδική ευκαιρία πριν πατήσει το χρονόμετρο του ρολογιού του –το σήμα κατατεθέν του— και τους εξουδετερώσει με θανατηφόρες λαβές εντός τριάντα δευτερολέπτων).

Σε κάθε περίπτωση, το κύρος του ηθοποιού σε συνδυασμό με το ότι υποδύεται έναν ασυνήθιστα για το είδος καλλιεργημένο, μελαγχολικό, συναισθηματικά τρωτό και τραυματισμένο χαρακτήρα (ήρωες οδοστρωτήρες που είναι ωστόσο ευαίσθητοι παρά το επιβλητικό φυζίκ τους είναι μια από τις ειδικότητες του Washington –βλ., π.χ., το Unstoppable του Tony Scott—, και ο McCall είναι μοναχικός βιβλιόφιλος χήρος, πειθαρχημένος και ιδεοψυχαναγκαστικός) κάνουν αμέσως το συγκεκριμένο franchise να ξεχωρίζει.

Βαθμολογία 3,5 /5.

Ευχαριστούμε το Cineland Παντελής στο Ρέθυμνο για τη φιλοξενία.