Του Κώστα Ράπτη
Ο δεύτερος γύρος “ενδεικτικών ψηφοφοριών” για το Brexit στη Βουλή των Κοινοτήτων το βράδυ της Δευτέρας έκλεισε άδοξα την προσπάθεια να ελεγχθεί από το βρετανικό κοινοβούλιο η διαδικασία εξόδου, καθώς και πάλι καμία από τις προτάσεις που εξετάσθηκαν (εν προκειμένω τέσσερις) δεν συγκέντρωσε την πλειοψηφία.
Με τον τρόπο αυτό η Τερέζα Μέι, η οποία συγκαλεί σήμερα Τρίτη μαραθώνια συνεδρίαση του υπουργικού της συμβουλίου, διατηρεί ακόμη κάποια περιθώρια ελιγμού, τα οποία δεν θα υπήρχαν εάν η Βουλή εκφραζόταν με σαφήνεια υπέρ συγκεκριμένου σεναρίου.
Όμως ο έλεγχος έχει φύγει συνολικά από την Βρετανία, καθώς τα πράγματα εξελίσσονται στο ασφυκτικό πλαίσιο που διαμόρφωσαν οι αποφάσεις της τελευταίας ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής. Η Μέι θα πρέπει να προσέλθει στο επόμενο ραντεβού των Ευρωπαίων ηγετών στις 10 Απριλίου είτε με συμφωνία, ώστε το Brexit να πραγματοποιηθεί στις 22 Μαΐου είτε με μία νέα πρόταση, η οποία να πείσει τους “27” να απομακρύνουν (και μάλιστα με ομόφωνη απόφασή τους) το ενδεχόμενο “σκληρής εξόδου” στις 12 του μηνός.
Όμως στο υπουργικό συμβούλιο της Μέι επικρατεί πολυφωνία εφάμιλλη εκείνης στη Βουλή των Κοινοτήτων, ενώ η αλλαγή πορείας πλεύσης είναι πρακτικά αδύνατη. Η επιλογή της διεξαγωγής νέου δημοψηφίσματος έχει (πέρα από τα λοιπά προβλήματα και ρίσκα της) μόλις καταψηφισθεί από το κοινοβούλιο, ενώ το σενάριο της διεξαγωγής νέων εκλογών, στο οποίο αναφέρθηκε υπαινικτικά την Παρασκευή η πρωθυπουργός, δηλώνοντας ότι η κοινοβουλευτική διαδικασία εξάντλησε τα όριά της, αποτελεί στην παρούσα φάση για τους Τόρηδες συνταγή πολιτικής αυτοκτονίας.
Το πανταχόθεν βαλλόμενο “σχέδιο Μέι” για το Brexit αποτελεί στην πραγματικότητα τη μόνη λύση για να παραμείνει ενωμένο κόμμα των Συντηρητικών – προσφέροντας στους μεν Brexiteers την υλοποίηση της απόφασης του δημοψηφίσματος του 2016, στους δε ευρωπαϊστές την αποτροπή μιας ασύντακτης εξόδου. Αποτελεί επίσης την μόνη πραγματική εναλλακτική προς το “σκληρό Brexit”, το οποίο, όσο και αν έχει διακηρυκτικά απορριφθεί από τη Βουλή των Κοινοτήτων, αντικειμενικά συνιστά την αναπόφευκτη έκβαση, όσο δεν υπάρχει πλειοψηφία για μία συμφωνία.
Οι θιασώτες της “ήπιας εξόδου” μεταξύ των Βρετανών πολιτικών φαντάζονται, όπως το δήλωσε και ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν, ότι μπορούν να επιμείνουν στην προσπάθεια προώθησης του τύπου της τελωνειακής ένωσης ή της παραμονής στην κοινή αγορά (“νορβηγική λύση”), με δεδομένη τη μικρή διαφορά των ψήφων στην ψηφοφορία της Δευτέρας.
Ωστόσο, την πολυτέλεια της διαρκούς επανάληψης των ψηφοφοριών επί της αυτής πρότασης (με την ελπίδα ότι εντέλει θα συγκεντρωθεί η ποθητή πλειοψηφία) την έχει μόνο η κυβέρνηση, ενώ τον έλεγχο του χρονοδιαγράμματος τον έχει η Ε.Ε.
Επιπλέον, οι όποιες εναλλακτικές προτάσεις υπολείπονται του σχεδίου Μέι στην κάλυψη των τεχνικών λεπτομερειών, ενώ εμφανίζουν το εξής πρόβλημα ουσίας: η τελωνειακή ένωση στερεί από τη Βρετανία τη δυνατότητα να χαράσσει αυτοτελώς την εμπορική της πολιτική με τρίτα μέρη, ενώ η παραμονή στην κοινή αγορά προϋποθέτει την ελευθερία κίνησης προσώπων. Με άλλα λόγια, η βρετανική πλευρά χάνει τη δυνατότητα συνδιαμόρφωσης των ευρωπαϊκών αποφάσεων, χωρίς να εξασφαλίζει ό,τι θα θεωρούσε ως πλεονέκτημα της αποδέσμευσης.
Οι Εργατικοί και λοιποί ευρωπαϊστές, ενθαρρυμένοι από το χάος στους κόλπους των Συντηρητικών, κινδυνεύουν έτσι να διαπράξουν ένα μοιραίο σφάλμα: να διευκολύνουν, παρά τις επιθυμίες τους, την σκληρή έξοδο, αντί να συμπράξουν στην έγκριση του “διαζυγίου”, με αντάλλαγμα μια επαναδιατύπωση της συνοδευτικής πολιτικής δήλωσης με τρόπο συμβατό προς το δικό τους όραμα για τη μελλοντική σχέση Ε.Ε. – Βρετανίας, αυτήν που κατά τη δέσμευση της Μέι θα διαπραγματευτεί άλλος πρωθυπουργός.
Μέσα στις επόμενες τέσσερις ημέρες κοινοβουλευτικών εργασιών, η Μέι θα πρέπει να λύσει τον γόρδιο δεσμό, αποφασίζοντας αν θα προχωρήσει σε τέταρτη προσπάθεια έγκρισης του σχεδίου της και επινοώντας τρόπο να μεταπείσει τους 30 βουλευτές που της είναι απαραίτητοι.