Τέχνη & Πολιτισμός

Τα μικρά και τα λίγα..

By N.

August 24, 2016

Από το Θανάση Ξένο

Έναν καφέ θα βάλεις να ψήσεις, διπλό, βαρύ όπως συνηθίζεις να τον παραγγέλνεις και το στόμα σου γεμίζει από λέξεις. Πριν ακόμα ακουμπήσεις διστακτικά το φλιτζάνι στα χείλη μην και σε κάψει το καϊμάκι έχεις φτιάξει ήδη την εικόνα.

Βαρύ, διπλό, με μια κουταλιά ζάχαρη, να σπάει λίγο. Θα βάλεις να τον ψήσεις. Έκείνη ακριβώς τη στιγμή που πας να κλείσεις το βάζο με τη ζάχαρη θα το ανοίξεις ξανά και μια κοφτή θα ρίξεις μέσα στον καφέ. Λίγη ακόμα γλύκα θα σκεφτείς. Κίνηση που μάλλον γίνεται σχεδόν μηχανικά.

Μηχανικά, λίγη ζάχαρη ακόμα. Λίγο αλάτι ακόμα, μια πρέζα, πριν ρίξεις το ταψί στη φωτιά. Δε θα γίνει πιο γλυκός ο καφές, ούτε πιο νόστιμο το φαγητό. Περισσότερο τρέφουν το αίσθημα ολοκλήρωσης του δημιουργού, αίσθημα αυτοϊκανοποίησης. Αποδομήσαμε το λίγο παραπάνω μέσω της λογικής και πάλι όμως αύριο μια κοφτή θα ρίξουμε επιπλέον στον καφέ μας.

Μια αγκαλιά λίγο παραπάνω σφιχτή και αλλάζει ο κόσμος όλος.

Αχαριστία μπορείς να σκεφτείς. Το δέχομαι. Αλλά είναι πάντα αυτό το λίγο παραπάνω που τελικά κάνει τη ζωή μας πιο νόστιμη. Αυτό το λίγο που σε σπρώχνει να πας πιο πέρα.

Έικόνες γεμάτες οι ζωές μας από τα μικρά και τα λίγα που μας έκαναν ευτυχισμένους. Ένα πεταχτό φιλί, μια επαφή με την άκρη του δαχτύλου, ένα μονό κρεβάτι. Μια μικρή εκδρομή, λίγες ακτίνες του ήλιου στη μεσημεριανή ραστώνη να περνάνε τα ξύλινα πατζούρια.

Λίγο κρασί στο ποτήρι μας..

Πάρε αυτό το λίγο και δώσε το σ’ αυτόν που το έχει ανάγκη, σ’ αυτόν που δεν έχει καθόλου. Όχι την εκδρομή χαζέ, την αγκαλιά. Και το λίγο έγινε πολύ, ο καφές του γλυκός και το φαγητό του νόστιμο.

Μη μου συγκρίνεις, δε με νοιάζει τι κάνει ο δίπλα, δε με ενδιαφέρει και μη με κρίνεις. Αν μπορώ να δώσω παραπάνω; Ναι δίκιο έχεις. Μπορώ. Θέλω παρέα όμως, θέλω κάποιον δίπλα μου. Να πάμε μαζί, για λίγο στην αρχή. Μετά μόνος. Μπορώ.

Μονάχα μη μου ζητήσεις λίγο χρόνο παραπάνω, αυτό τον σπαταλήσαμε. Όχι σε μικρά πράγματα, σε ανούσια.

Λίγο παραπάνω άσε με να κοιμηθώ, πέντε λεπτά ακόμα, λίγο ακόμα να ονειρευτώ.

 

 

Θανάσης Ξένος, για το Νόστιμον ήμαρ