Μια γυναίκα – σύμβολο στον αγώνα εναντίον του ISIS, η 25χρονη Νάντια Μουράντ Μπασέ Τάχα, που ξέφυγε από τον εφιάλτη της αιχμαλωσίας στην πατρίδα της, τιμήθηκε σήμερα με το Νόμπελ Ειρήνης.
Η νεαρή κοπέλα ζούσε στο χωριό Κόσο, κοντά στο προπύργιο των Γιαζίντι, το Σιντζάρ, μια ορεινή περιοχή στη μεθόριο Ιράκ και Συρίας. Η επέλαση του Ισλαμικού Κράτους το 2014 άλλαξε όμως τα πάντα. Η Νάντια Μουράντ Μπασέ Τάχα έπεσε τον Αύγουστο του 2014 θύμα απαγωγής από τον ISIS. Τους τρεις μήνες της αιχμαλωσίας της υπέστη επανειλημμένα σεξουαλική και σωματική κακοποίηση από τους τζιχαντιστές μέχρι που κατάφερε να δραπετεύσει και να φτάσει στη Γερμανία.
Σήμερα, υπολογίζει ότι περισσότερες από 3.000 Γιεζίντι γυναίκες και παιδιά παραμένουν αιχμάλωτοι των τζιχαντιστών, μεταξύ των οποίων και μία συγγενής της που μαζί με άλλα πέντε κορίτσια κρατείται κοντά στη Μοσούλη. Επίσης, υπολογίζει ότι υπάρχουν περισσότερα από 1.000 παιδιά Γιεζίντι στα στρατόπεδα εκπαίδευσης των τζιχαντιστών «που ξέρουμε ότι είναι εκεί αλλά δεν έχουμε επαφή μαζί τους», ενώ περισσότεροι από 30 μαζικοί τάφοι έχουν βρεθεί στην περιοχή της, το Σιντζάρ, όπου θάφτηκαν τουλάχιστον 3.000 άτομα. Οι τζιχαντιστές θέλησαν «να μας στερήσουν την τιμή μας, όμως έχασαν τη δική τους», είχε δηλώσει η Μουράντ απευθυνόμενη στους ευρωβουλευτές.
Η ίδια έχει οριστεί από τον ΟΗΕ «πρέσβειρα για την αξιοπρέπεια των θυμάτων του τράφικινγκ». Αυτή τη διακίνηση ανθρώπων την έζησε στο πετσί της. Οι τζιχαντιστές οδήγησαν με τη βία τη Μουράντ στη Μοσούλη, την ιρακινή πρωτεύουσα του «χαλιφάτου» τους, όπου η περιπέτειά της διήρκησε μήνες. Βασανίστηκε, βιάστηκε, πουλήθηκε επανειλημμένα στις αγορές των σκλάβων του Ισλαμικού Κράτους και αναγκάστηκε να απαρνηθεί τη θρησκεία της. Κι όλα αυτά επειδή οι τζιχαντιστές του θεωρούν τους Γιαζίντι αιρετικούς.Οι Γιεζίντι είναι κουρδόφωνος πληθυσμός με ινδοϊρανικές ρίζες, που ενώνει στοιχεία από διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις. Στην περιοχή του Ιράκ, όπου ζούσε η πλειοψηφία τους (και η Νάντια) περισσότεροι από 10.000 Γιεζίντι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν από το Ισλαμικό Κράτος. «Σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν τους ανθρώπους, κατέστρεψαν τα σπίτια και πήραν όλα τους τα υπάρχοντα. Χιλιάδες γυναίκες έμειναν χήρες, χιλιάδες παιδιά ορφάνεψαν. Υπάρχουν πολλές Γιεζίντι οικογένειες που δεν μπορούν να υποστηρίξουν τον εαυτό τους και ζουν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Το οικοδόμημα της κοινωνίας μας καταστράφηκε στο Ιράκ και το Κουρδιστάν και γι’ αυτό είμαστε ανίκανοι να αντιδράσουμε σε αυτή την κρίση. Ζητάμε από τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει αυτό που μας συνέβη και να μας βοηθήσει», είχε επισημάνει σε παλιότερη δήλωση της.
Όπως χιλιάδες άλλες γυναίκες Γιαζίντι, η Μουράντ αναγκάστηκε να «παντρευτεί» έναν τζιχαντιστή, ο οποίος τη χτυπούσε, όπως έχει δηλώσει η ίδια στη διάρκεια μιας συγκλονιστικής ομιλίας της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. «Μας πήραν στη Μοσούλη με πάνω από 150 άλλες Γεζίντι οικογένειες. Σε ένα κτίριο ήταν χιλιάδες οικογένειες και παιδιά, που ανταλλάχθηκαν ως δώρα. Ένας από αυτούς ήρθε σε μένα. Ήθελε να με πάρει. Κοιτούσα στο πάτωμα. Είχα πετρώσει. Όταν κοίταξα πάνω, είδα έναν τεράστιο άνδρα. Έμοιαζε με τέρας. Έκλαψα. Φώναξα, “είμαι πολύ νέα και είσαι τεράστιος”. Με χτύπησε, με κλώτσησε και με έδειρε. Και λίγα λεπτά αργότερα, άλλος ένας άνδρας ήρθε. Κοιτούσα ακόμα στο πάτωμα. Είδα ότι ήταν λίγο μικρότερος. Τον ικέτεψα, τον παρακάλεσα να με πάρει. Φοβόμουν απίστευτα τον πρώτο. Αυτός που με πήρε μου ζήτησε να αλλάξω θρησκεία. Αρνήθηκα. Τότε, ζήτησε το χέρι μου σε γάμο, σαν να λέμε…εκείνο το βράδυ με έδειρε. Μου ζήτησε να βγάλω τα ρούχα μου. Με έβαλε σε ένα δωμάτιο με φρουρούς και μετά προχώρησαν στο έγκλημά τους μέχρι που λιποθύμησα. Αδυνατούσα να αντέξω τόσους βιασμούς και τόση βία», επεσήμανε για να εξηγήσει τους λόγους που την ώθησαν να δραπετεύσει, ένα σχέδιο που κατάφερε να θέσει σε εφαρμογή χάρη στη βοήθεια μιας οικογένειας μουσουλμάνων στη Μοσούλη.
Με πλαστά χαρτιά η Μουράντ έφτασε μέχρι το Ιρακινό Κουρδιστάν, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από τη Μοσούλη, όπου βρέθηκε εν μέσω του πλήθους των εκτοπισμένων σε καταυλισμούς. Από εκεί, αφού έμαθε για τον θάνατο έξι αδελφών της και της μητέρας της, ήρθε σε επαφή με μια οργάνωση που βοηθά τους Γιαζίντι για να βρει την αδελφή της στη Γερμανία.
Σε αυτή τη χώρα, όπου ζει ακόμη και την οποία εξαίρει για τη θερμή υποδοχή που έχει εξασφαλίσει στους Γιαζίντι, η Μουράντ στράφηκε στον ακτιβισμό και έγινε η πλέον γνωστή εκπρόσωπος του λαού της παγκοσμίως. Μια μειονότητα που μετρούσε 550.000 μέλη στο Ιράκ πριν από το 2014. Σήμερα σχεδόν 100.000 Γιαζίντι έχουν εγκαταλείψει το Ιράκ και άλλοι έχουν αναζητήσει καταφύγιο στο Ιρακινό Κουρδιστάν.
Από τη Γερμανία διεξάγει «τον αγώνα για τον λαό της», όπως λέει η ίδια: φέρνει στο φως της δημοσιότητας τις διώξεις που υπέστησαν οι Γιαζίντι από το ισλαμικό κράτος, τις οποίες χαρακτηρίζει γενοκτονία.
Σημειώνεται, ότι τον Δεκέμβριο του 2015 η Νάντια Μουράντ είχε βρεθεί στην Αθήνα και είχε συναντηθεί με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, ενώ τον Απρίλιο του 2016 συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και βρέθηκε στο πλευρό των συμπατριωτών της στην Ειδομένη.
Εκτός από τη Νάντια Μουράντ, οι Γιαζίντι έχουν και μία ακόμη σύμμαχο, την Αμάλ Κλούνεϊ, τη Βρετανολιβανέζα γνωστή δικηγόρο υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία έγραψε και τον πρόλογο στο βιβλίο της Νάντιας.
Πριν από ακριβώς έναν χρόνο, μετά την έκκλησή της, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεσμεύθηκε να βοηθήσει τις αρχές του Ιράκ να συγκεντρώσουν αποδείξεις για τα εγκλήματα εναντίον των Γιαζίντι.
Ο «αγώνας» της Νάντιας Μουράντ της επιφύλαξε όμως και όμορφες εκπλήξεις. Στις 20 Αυγούστου ανακοίνωσε μέσω Twitter τον αρραβώνα της με έναν άλλο ακτιβιστή υπέρ των Γιαζίντι, τον Αμπίντ Σαμντίν. «Ο αγώνας για τον λαό μας μας έφερε κοντά και θα συνεχίσουμε αυτό τον δρόμο μαζί», έγραψε, συνοδεύοντας την ανακοίνωση με μια φωτογραφία της μαζί με τον νεαρό σύντροφό της.