Γιώργος Φλώρος
Το 1986 ο Paul Simon (ένας εκ των Simon & Garfunkel) αποφασίζει να ηχογραφήσει τον νέο του δίσκο στην Ν. Αφρική. Δύο χρόνια πριν ο Simon περνούσε μια πολύ άσχημη φάση, μπερδεμένος και μετέωρος καλλιτεχνικά, χαμένος στο κενό μεταξύ ενός μέτριου reunion με τον Art Garfunkel, μιας κακής ταινίας την οποία ο ίδιος έγραψε και πρωταγωνίστησε και ενός πολύ κακού προσωπικού του δίσκου. Ήταν τότε που, εντελώς τυχαία, ψάχνοντας κάτι να ακούσει καθώς οδηγούσε, έπεσε σε μια κασέτα που του είχε δώσει κάποιο καιρό πριν ένας γνωστός του. Μην έχοντας τίποτα να χάσει, την έβαλε στο κασετόφωνο και την άφησε να παίξει. Ήταν μια συλλογή τραγουδιών από τελείως άγνωστα ποπ συγκροτήματα της Νοτίου Αφρικής· άγνωστα στο σημείο που δεν αναγράφονταν καν τα ονόματα τους και τα ονόματα των τραγουδιών, πόσο μάλλον οι συνθέτες και οι μουσικοί.
Ο χαρούμενος, μελωδικός, ηλιόλουστος ήχος μάγεψε τον Simon σε τέτοιο βαθμό που σύντομα αποφάσισε ότι αυτή ήταν η απάντηση σε όλα του τα προβλήματα: θα πήγαινε στην Ν. Αφρική, θα έβρισκε αυτούς τους μουσικούς και αυτά τα συγκροτήματα και θα ηχογραφούσε ένα δίσκο. Έπεισε την εταιρία του, βρήκε στούντιο, μπήκε σε ένα αεροπλάνο και προσγειώθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ χωρίς την παραμικρή ιδέα του τι ακριβώς ήθελε να κάνει και χωρίς ούτε ένα νέο κομμάτι.
Υπήρχε μόνο ένα μικρό πρόβλημα: στην Νότιο Αφρική εφαρμόζονταν ακόμα οι πολιτικές του απαρτχάιντ. Μετά από χρόνια αγώνων, το διεθνές κίνημα είχε καταφέρει σοβαρά πλήγματα στις ρατσιστικές κυβερνήσεις της Νοτίου Αφρικής: ο ΟΗΕ το 1973 χαρακτήρισε επισήμως το απαρτχάιντ ως «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» και κήρυξε εμπάργκο ενάντια στην χώρα ενώ, μετά από πιέσεις καλλιτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος και του πολιτισμού, τον Δεκέμβρη του 1980 με το Ψήφισμα 35/206 κάλεσε όλα τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν στο πολιτισμικό μποϋκοτάζ της Νοτίου Αφρικής. Το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών ζητούσε από όλα τα κράτη, τα ακαδημαϊκά και πολιτιστικά ιδρύματα και όλους τους συγγραφείς, μουσικούς και γενικά καλλιτέχνες να μποϋκοτάρουν την Νότιο Αφρική να κόψουν όλους τους δεσμούς μαζί της. Το μικρό πρόβλημα λοιπόν που αντιμετώπισε ο Paul Simon ήταν ότι, για να κάνει την καλλιτεχνική του επιθυμία πραγματικότητα, έπρεπε να σπάσει αυτό ακριβώς το μποϋκοτάζ.
Παρά την αντίδραση φίλων και γνωστών του μουσικών (κάποιοι εκ των οποίων βαθιά «μπλεγμένοι» στο κίνημα ενάντια στο απαρτχάιντ), ο Paul Simon πήγε. Βρήκε εκεί ντόπιους μουσικούς, τους πήρε μαζί του στο στούντιο, πρόβαρε μαζί τους, έζησε μαζί τους, άκουσε τις ιστορίες τους και τις μουσικές τους, συνέγραψε μαζί τους τραγούδια. Το αποτέλεσμα ήταν ένα εκπληκτικό σύνολο μουσικής, ένα φοβερό πάντρεμα ήχων, πολιτισμών, οργάνων, ρυθμών, εμπειριών, ένας υπέροχος δίσκος που πήρε το όνομα Graceland και αποθεώθηκε από κριτικούς και μουσικόφιλους ανά τον κόσμο. Ο δίσκος συγκέντρωσε δικαίως ένα σωρό βραβεία και διακρίσεις ενώ θα τον βρούμε σε κάθε λίστα με τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών – πρόκειται πραγματικά για ένα ορόσημο στην μουσική των τελευταίων χρόνων. Και όμως, μέσα στην εξαίσια, χαρούμενη (αλλά και λίγο μελαγχολική) μουσική του, κρυμμένη πίσω από τις αρμονίες και τις φωνές και τις υπέροχες μελωδίες υπάρχει ακόμα μια σκιά, μια μικρή μικρή φωνούλα που αναρωτιέται αν άξιζε όλο αυτό. Από τότε έως σήμερα, παρά τα χρόνια που πέρασαν και παρά την νίκη επί του απαρτχάιντ, η ερώτηση για τον δημιουργό και το έργο παραμένει: δικαιολογείται το σπάσιμο ενός μποϋκοτάζ ενάντια σε ένα από τα απεχθέστερα καθεστώτα που πέρασαν ποτέ από την γη στο όνομα της δημιουργίας και της τέχνης;
Έχουν περάσει περίπου 30 χρόνια και ο ίδιος ο Simon ακόμα καλείται στις συνεντεύξεις του να απολογηθεί και να απαντήσει. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι με αυτό που έκανε , έδωσε φωνή σε ντόπιους μουσικούς ώστε να βγάλουν προς τα έξω την φρικτή τους καθημερινότητα. Ότι άνοιξε μια άγνωστη κουλτούρα στον κόσμο και ότι χρησιμοποίησε αυτή του την μουσική για να δείξει και αυτός στον κόσμο το τι συμβαίνει στην χώρα. Όλα αυτά ίσως να ισχύουν και, ακόμα και τότε, κανείς δεν κατηγόρησε τις προθέσεις του Simon και κανείς δεν το κάνει και τώρα. Όμως η ουσία δεν είναι στις προθέσεις: δεν είναι οι καλές προθέσεις που γκρέμισαν τότε το απαρτχάιντ και δεν θα είναι αυτές που θα γκρεμίσουν τώρα τις ρατσιστικές πολιτικές του κράτους του Ισραήλ. Ακόμα και σήμερα κανείς δεν μπορεί να πεί τι θα είχε συμβεί στην Ν. Αφρική αν περισσότεροι είχαν μιλήσει νωρίτερα, αν είχαν δράσει νωρίτερα ή αν, σαν τον Paul Simon, είχαν σταθεί στην μάχη με τον τρόπο που τους ζητήθηκε από τους ίδιους τους καταπιεσμένους.
Τα ίδια ερωτήματα επανέρχονται 30 χρόνια μετά. Οι Hatari, το συγκρότημα που εκπροσώπησε την Ισλανδία, σήκωσαν μπροστά στις κάμερες μικρά πανό με τα χρώματα της Παλαιστίνης. Οι ίδιοι δικαιολόγησαν την πράξη τους και το έκαναν άφοβα και ξεκάθαρα, διαλέγοντας πλευρά. Κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους όπως επίσης και το θάρρος τους. Και αυτοί όμως, όπως και ο Paul Simon 30 χρόνια πριν, κατέληξαν τελικά, παρά τις καλές τους προθέσεις να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό, απλά και μόνο με την συμμετοχή τους. Το νόημα του πολιτιστικού μποϋκοτάζ, όπως το ίδιο το BDS εξηγεί εδώ είναι να σπάσει η ψευδαίσθηση ότι πρόκειται για ένα «φυσιολογικό» κράτος. Στην περίπτωση του κράτους του Ισραήλ, αξιωματούχοι του στο παρελθόν έχουν με πολύ ξεκάθαρο τρόπο αναφερθεί στον πολιτισμό ως εργαλείο προπαγάνδας. Ακόμα πιο ειδικά, το ίδιο το κράτος του Ισραήλ λίγα μόλις λεπτά μετά από την νίκη της Μπαρζιλάϊ την προηγούμενη χρονιά προσπάθησε να μετατρέψει την επόμενη Eurovision σε εργαλείο άσκησης πολιτικής. Σε μια τέτοια κατάσταση, αυτό που αντιστοιχεί δεν είναι η από τα μέσα διαμαρτυρία, αλλά η σύνταξη με το μποϋκοτάζ και η πάλη για την διεύρυνση του.
Σε μια τέτοια φάση, όταν ένας τέτοιος μηχανισμός διαλέγει τον πολιτισμό (τον όποιο πολιτισμό) για να προωθήσει τους σκοπούς, όσοι στέκονται απέναντι οφείλουν να απουσιάζουν. Ακριβώς γιατί η τέχνη τελικά είναι πολύ, πολύ σπουδαιότερη από ένα τραγούδι ή ένα δίσκο ή μια εμφάνιση, ακόμα και αν αυτή χρησιμοποιείται σαν κραυγή διαμαρτυρίας. Ακριβώς γιατί ένα τραγούδι μπορεί μερικές φορές να αλλάξει πραγματικότητες. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο, οι συμπαθέστατοι Hatari, όταν και αυτός ο αγώνας θα κερδηθεί, θα πρέπει συνεχώς και αυτοί να απαντούν στην ίδια ερώτηση: γιατί, όταν έπρεπε, δεν πήρατε την θέση μάχης που η ίδια η ιστορία σας είχε ορίσει.