Σινεμά

Rogue One: A Star Wars Story  [κριτική]    

By Νικήτας Φεσσάς

December 16, 2016

του Νικήτα Φεσσά

Ξέρεις ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν σε ταινία Star Wars αρχίζεις να τσεκάρεις το κινητό σου. Το νέο κεφάλαιο (mid-quel/spin-off) της διαστρικής μυθολογίας είναι στυλάτο, αστραφτερό, και φαίνεται ακριβό. Επίσης, για πρώτη φορά από όταν η τελευταία εξερράγη στην ‘ασημένια’ οθόνη πριν από σαράντα χρόνια, αναμιγνύονται νέα κινηματογραφικά είδη. Αναγνωρίσιμα αρχέτυπα από τη saga του George Lucas αναδιατάσσονται, ενώ σε αντίθεση με την πιο πρόσφατη περιπέτεια της σειράς – το Force Awakens– το Rogue One αποφεύγει, όσο είναι δυνατόν, τυχόν κατηγορίες για συναισθηματική νοσταλγία.

Ωστόσο φαίνεται και σχεδόν εντελώς κενωμένο από όλο το fun που σημαίνει μια ταινία Star Wars. Σκηνοθετημένο από τον Gareth Edwards, έναν τεχνικά καταρτισμένο αλλά άνισο σκηνοθέτη (στο τελευταίο Godzilla κατάφερε επίσης να βγάλει όλο το fun από μια ταινία με πρωταγωνιστή γιγαντιαία μεταλλαγμένη σαύρα που παίζει με ουρανοξύστες σαν να είναι lego), το Rogue One είναι ουσιαστικά μια πολεμική ταινία, και όποιος/α πάει να τη δει πρέπει να είναι προετοιμασμένος κατάλληλα. Επίσης, η πολιτική ορθότητα και το diversity την εποχή του Τραμπ είναι προφανώς καλοδεχούμενα, αλλά δεν φτάνει να κάνεις απλά τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα γυναίκα (έστω λευκή, νεαρή, και ευειδή), και να την πλαισιώσεις με ένα μη λευκό/multi-ethnic καστ, για έχεις μια καλή ταινία. Οι περισσότεροι από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες (αν εξαιρέσεις την πρωταγωνίστρια, για την οποία οι σεναριογράφοι μάς παρέχουν ένα στοιχειώδες, πλην χιλιοειπωμένο backstory- τα Star Wars ήταν μέχρι τώρα σαπουνόπερες με θέμα μπαμπάδες και γιους, εδώ έχουμε ένα αδύναμο αντίστροφο Οιδιπόδειο/συνδρόμο Ηλέκτρας) έχουν το βάθος που είχαν οι αντίστοιχοι στο Suicide Squad: κανένα.

Επίσης, είναι παιγμένοι κυρίως από τηλεοπτικούς ηθοποιούς, που δεν έχουν το απαιτούμενο ‘χάρισμα’ για τη μεγάλη οθόνη. Σε αντίθεση με την Daisy Ridley (και φυσικά την Carrie Fisher) η ίδια η πρωταγωνίστρια, Felicity Jones, είναι εντελώς άχρωμη (μη ηθελημένο λογοπαίγνιο), το ίδιο και ο ‘ανεπίσημος’ συμπρωταγωνιστής, Diego Luna. Ακόμα και ο συνήθως αξιόπιστος Forest Whitaker αναλώνεται σε θεατρινισμούς. Ο Mads Mikkelsen δεν έχει αρκετό χρόνο ή χώρο για να δείξει τι μπορεί να κάνει, πιο τυχερός είναι ο Ben Mendelsohn στον ρόλο του κακού. Αλλά λείπουν ηθοποιοί όπως ο Harrison Ford, ο Mark Hamill, χαρακτήρες όπως η Leia, o Chewbacca, και τα αστεία και συμπαθή droids που απαρτίζουν την παλιά κομπανία, την οποία είδαμε τελευταία φορά στο Force Awakens, λείπει ένας ηθοποιός με το gravitas του μακαρίτη του Sir Alec Guinness, του Liam Neeson, και το ταλέντο του Ewan McGregor ή του Samuel Jackson (βλ. τα prequels του Lucas), για να κρατήσουν τα μάτια σου καρφωμένα στην οθόνη.

Τέλος, αν και η σκοτεινή και ρεαλιστική αλλαγή στον τόνο είναι καλοδεχούμενη, όλη η ταινία φαίνεται να είναι κολλημένη σε μία νότα. Στα συν, οι σκηνές με τον σουπερσταρ των πολεμικών τεχνών Donnie Yen (οι οποίες θα μπορούσαν να είναι και περισσότερες, ή μεγαλύτερες σε διάρκεια), τα τελευταίας τεχνολογίας εφέ που νεκρανασταίνουν ηθοποιούς από τα παλιά Star Wars, και η τελευταία σεκάνς που επιτέλους φέρνει για λίγο πίσω το fun, με τον αγαπημένο μας Σκοτεινό Λόρδο (όχι τον Σάουρον, τον άλλον) να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, αλλά και έναν ακόμη αγαπημένο (ρετουσαρισμένο) χαρακτήρα να κάνει cameo εμφάνιση.

Βαθμολογία: 2,5/5