Κάθε ιστορία ξεκινάει το πρωί.
Όταν γυρνάς ανάμεσα στους ανθρώπους και κανένας δεν σε βλέπει.
Τότε μένεις λίγο παραπέρα…
“Ίσως να περάσει λίγη ώρα κι όλα να φτιάξουν.”
Το βράδυ την γράφεις.
Η Ρίζα.
Έχει αγριέψει ο τόπος, τόσα χρόνια απάτητος. Δίχως ίσκιους και φωνές.
Τα τελευταία λεπτά, είναι πάντα αιώνια.
“Αύριο πάλι”, έλεγε ο δάσκαλος και ίσα που προλάβαινε να μας δει, να περνάμε την βαριά ξύλινη πόρτα.
Τα προεόρτια ξεκινούσαν με ένα άτυπο στοίχημα, από την αρχή της χρονιάς, για το ποιος θα πατήσει πρώτος την άσφαλτο του δρόμου, στο τέλος μιας μεγάλης κατηφόρας, την οποία κατεβαίναμε τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε.
Δεν θυμάμαι πόσες φορές, παραλίγο να με χτυπήσει αυτοκίνητο.
Τίποτα δεν είχε σημασία μπροστά στην δόξα. Ούτε καν τα παιδαγωγικά χαστούκια του δάσκαλου, με την ευλογία της μάνας.
Νομίζω πως τόσα χρόνια, σε τέτοιες βλακείες, έχω εξαντλήσει την τύχη μου.
Στο σπίτι έδινα μια κλωτσιά στον σάκο, που για κάποιον λόγο κάθε φορά… πήγαινε μακρύτερα και εξαφανιζόμουν για την Ρίζα.
Ένα αυτοσχέδιο γηπεδάκι στην ρίζα ενός λόφου, που όπως το παραλάβαμε από την προηγούμενη γενιά, έτσι το δώσαμε στην επόμενη. Την τελευταία.
Όταν είσαι παιδί αρκεί μια μπάλα και τέσσερις πέτρες για τέρματα. Αν υπάρχει κολόνα της ΔΕΗ, ακόμα καλύτερα.
Η λύπη είναι πράγμα μυστήριο και όταν πέφτεις ξερός το βράδυ είναι από ευχαρίστηση. Όταν είσαι παιδί.
Τσιγάρα κρύβαμε κάτω από την πέτρα – δοκάρι και για κάποιον λόγο, που δεν καταλαβαίναμε τότε, όταν ερχόταν τα κορίτσια να μας δουν… γινόταν τα πιο αιματηρά ματς.
Μικρά άλματα ματαιοδοξίας.
Το γήπεδο πάντα το ίδιο. Οι ομάδες άλλαζαν. Πότε δυο εναντίον δύο και πότε δεκαπέντε εναντίον δεκαπέντε.
Τότε με το Τσερνομπίλ ήταν που είχαν φέρει στον Μήτσο, οι γονείς του, την μπάλα την αδιάβροχη, από την Γερμανία. Που να κρατούσε μέσα μια ραδιενεργή βροχούλα, τρελαμένους πιτσιρικάδες με μπάλα αδιάβροχη από την Γερμανία.
Έχω αφήσει πείσμα εκεί, έχω σηκώσει τίτλους, πότε σαν Σωκρατες, πότε σαν Ντέταρι. Εκείνο το τέρμα το έχω υπερασπίσει και σε εκείνο το τέρμα έχω βάλει άπειρα γκολ.
Πέρασα χτες από εκεί. Ολομόναχος.
Κατέβασα την μπάλα από το βολέ του τερματοφύλακα και μετά την πρώτη ντρίπλα, άνοιξα την μπάλα δεξιά. Βλέποντας τον τέρμα έξω, τον κρέμασα απ’ τα τριάντα μέτρα.
Το βράδυ κοιμήθηκα πιο βαρύς από ποτέ.
Τότε… τώρα… Θα… αν…
Γαμώ τους διαλόγους με τα νιάτα μου.
Όταν είχαμε ακούσει για πρώτη φόρα τότε, στα early 90s, το Innuendo, ο Κώστας, φρικιό Εξαρχειώτικο, με το κύρος του ανθρώπου που έχει ζήσει καταστάσεις, όντας κάνα δεκάρι χρόνια μεγαλύτερος, έμπειρος, μου είχε πει, “μικρέ, οι τύποι ξανάφτιαξαν το Bohemian rhapsody”.
Αργότερα ο Κώστας μπερδεύτηκε και μπέρδεψε τον Επίκουρο, με τον Ερμή τον τρισμέγιστο. Το Innuendo έμεινε ένα υπέροχο τραγούδι, όμως εγώ, που και που αναρωτιέμαι αν το ανεπανάληπτο, δεν είναι απλά ένας ορισμός.
Τότε… τώρα… Θα… αν…
Τον Τόνυ Κόλμαν, το 67, παίχτης της Σίτι, χαμίνι του λιμανιού, αλκοολικό, οξύθυμο και αθυρόστομο, του είχαν πάρει δάσκαλο καλής συμπεριφοράς, τον είχαν καλοπιάσει, απειλήσει, παρακαλέσει, να καλύψει τα τατουάζ από τα χέρια του, για να δώσει το χέρι στην βασίλισσα. Η Σίτι είχε κατακτήσει τον τίτλο.
Μετά τον αγώνα, ο Τόνυ Κόλμαν ανέβηκε κορδωμένος την σκάλα παλιού Γουέμπλεϊ, για την απονομή. Διαβασμένος και χαρούμενος, όταν βρέθηκε μπροστά της, σάστισε και της είπε, “Τι κάνεις γλύκα μου; Δώσε χαιρετίσματα στον μπαμπά και στην μαμά.”
Τότε… τώρα… Θα… αν…
Σαν τους μπάτσους στα επίκαιρα είναι ο άνθρωπος, ομορφιές μου. Δεν αλλάζει. Ξέρω κι εγώ; Αυτό.