Από το ThePressproject
Περισσότερους μετακλητούς από όσους είχε προσλάβει η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στο τέλος της θητείας της έχει καταφέρει να προσλάβει η Νέα Δημοκρατία σε έναν μόλις χρόνο διακυβέρνησης, και μάλιστα με τη νομοθεσία πλέον να ορίζει ως ελάχιστη υποχρέωση το απολυτήριο λυκείου και να τους επιτρέπει τον διορισμό τους ακόμα και σε θέσεις προϊσταμένων. Την ίδια ώρα, τεράστια αύξηση καταγράφεται και στον συνολικό αριθμό του εκτάκτου προσωπικού, και μάλιστα χωρίς να συνυπολογιστούν οι προσλήψεις γιατρών και προσωπικού για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που διατίθενται από το apografi.gov.gr, τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης, ο αριθμός των μετακλητών κατά το τελευταίο έτος της κυβέρνησης Σαμαρά έφτανε τα 1.923 άτομα, ενώ το 2015, κατά τον πρώτο της χρόνο στη διακυβέρνηση, η κυβέρνηση Τσίπρα προσέλαβε μόλις 1.233 υπαλλήλους. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 2016 ο αριθμός έφτασε τους 2.046, τον Απρίλιο του 2017 έφτασε τους 2.186, τον Απρίλιο του 2018 τους 2.501, ενώ τον τελευταίο της χρόνο, τον περσινό Μάιο, έφτασε στους 2.716 μετακλητούς υπαλλήλους.
Ο αριθμός αυτός προκύπτει μικρότερος κατά λίγες δεκάδες από τον συνολικό αριθμό που έχει καταφέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε λιγότερο από έναν χρόνο διακυβέρνησης, καθώς τα στοιχεία αφορούν τον περασμένο Μάιο, που ο συνολικός αριθμός έφτασε τους 2.817. Παραδείγματος χάριν, μόλις στις αρχές Ιουλίου, η απόφαση του υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, Νίκου Χαρδαλιά, να θεσπίσει 28 νέες θέσεις μετακλητών υπαλλήλων της Πολιτικής Προστασίας, με τον υφυπουργό μάλιστα να ξιφουλκεί εναντίον των χρονοβόρων διαδικασιών του ΑΣΕΠ, που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την πλήρωση τέτοιων θέσεων.
Σημειώνεται πως βάσει της νομοθεσίας που έσπευσε να θεσπίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη (άρθρο 48 του νομού 4622/2019), για τις θέσεις των μετακλητών υπαλλήλων προβλέπονται οι ελάχιστες απαιτήσεις της κατοχής απολυτηρίου Γενικού ή Επαγγελματικού Λυκείου, και «καλή» γνώση γλώσσας χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, ξεκαθαρίζεται πως οι μετακλητοί αφορούν προσωπικό που διορίζεται από την κάθε κυβέρνηση, με τη σχέση εργασίας τους να τερματίζεται μετά τη λήξη της θητείας της εκάστοτε κυβέρνησης, συνεπώς ο σημερινός αριθμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη αφορά υπαλλήλους που προσελήθφησαν μετά τον Ιούλιο του 2019 και την επικράτησή της στις εκλογές.
Άλλωστε, χαρακτηριστική της λογικής με την οποία κινήθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη από την στιγμή ανάληψης της εξουσίας, είναι η δήλωση του Άδωνι Γεωργιάδη τον περσινό Αύγουστο, όταν κλήθηκε να υπερασπιστεί τον διορισμό του Ιωάννη Θεοδωράτου σε θέση μετακλητού διοικητικού υπαλλήλου, και μάλιστα σε θέση Διευθυντή στο Πολιτικό Γραφείο του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων. «Ο Διευθυντής ενός Υπουργικού γραφείου δεν κρίνεται από τα τυπικά του προσόντα αλλά από την εμπιστοσύνη που του έχει ο Υπουργός. Και ο Υπουργός κρίνεται συνολικά από το αποτέλεσμα του. Ο συγκεκριμένος είναι σαν να έχει 10 πτυχία για όσους γνωρίζουν» δήλωνε τότε ο υπουργός.
Υπενθυμίζεται πως το ζήτημα των μετακλητών αποτελούσε από τα πεδία στα οποία η αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας και του Κινήματος Αλλαγής συνεχώς επέκριναν την προηγούμενη κυβέρνηση, όπως συνοψίζεται στη δήλωση του τότε τομεάρχη Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Γιώργου Γεωργαντά, που στα μέσα του 2016 και μετά την αύξηση του αριθμού των μετακλητών λίγες δεκάδες επάνω από τους 2.000, κατακεραύνωνε την τότε κυβέρνηση πως «ένα πράγμα έχει πετύχει η Κυβέρνηση στη Δημόσια Διοίκηση: Κατάφερε να απορροφήσει και να τακτοποιήσει μεγάλο μέρος του κομματικού της στρατού. Επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τον αγρίως φορολογούμενο πολίτη. Και διαψεύδοντας κάθε ισχυρισμό για εκσυγχρονισμό του Δημοσίου». Σήμερα ο Γ. Γεωργαντάς είναι υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Ένα ακόμα εντυπωσιακό εύρημα από τα στοιχεία του apografi.gov.gr, είναι ο συνολικός αριθμός του εκτάκτου προσωπικού που έχει συναντήσει τεράστια αύξηση, καθώς μέσα σε λιγότερο από ένα έτος αυξήθηκε κατά περισσότερα από 15.000 άτομα, με μεγάλη αύξηση στις θέσεις προέδρων, μελών ΔΣ και όργανα διοίκησης, καθώς και έκτακτο προσωπικό σε φορείς του δημοσίου. Αθροίζοντας κανείς μόνο τις ειδικές περιπτώσεις, και εξαιρώντας τις έκτακτες προσλήψεις για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, θα διαπιστώσει μία αύξηση που ξεπερνά το 20%.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σε μόλις έναν χρόνο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας επιβαρύνεται έτη περαιτέρω εάν συνυπολογίσει κανείς πως βάσει του νόμου για το επιτελικό κράτος, το κόστος των μετακλητών σε βάθος τετραετίας προκύπτει μεγαλύτερο κατά τουλάχιστον 38 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με την προηγούμενη τετραετία, χωρίς κανείς να λάβει υπόψιν του την συνεχή αύξηση του συνολικού αριθμού τους. Οι αυξήσεις που εξασφάλισε ο νόμος του επιτελικού κράτους για τις θέσεις αυτές κινούνται μεταξύ του 64% έως 70% επάνω από τις προηγούμενες.
Κριτική στην κυβέρνηση για τις επιδόσεις της στις προσλήψεις μετακλητών γίνεται ακόμα και από το στέλεχος του Κινήματος Αλλαγής, Παναγιώτη Καρκατσούλη, πρώην βουλευτή του Ποταμιού και άλλοτε «καλύτερου δημοσίου υπαλλήλου του κόσμου», γίνεται στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο οποίος τονίζει πως η Νέας Δημοκρατία, όχι μόνο έχει ήδη ξεπεράσει τον αριθμό των μετακλητών της προηγούμενης κυβέρνησης, «αλλά κάνει κάτι ακόμα χειρότερο: τους τοποθετεί σε θέσεις ευθύνης, να διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα και εξουσία». Σημειώνεται πως η ανάρτηση του αναλυτή δημόσιας πολιτικής σε πλήθος υπουργείων κατά το παρελθόν έτυχε… θερμής υποδοχής από οπαδούς και ψηφοφόρους της κυβέρνησης, που παρά την παράθεση επίσημων στοιχείων, τον κατηγορούν πως «λέει ψέματα».
«Πως αιτιολογεί η κυβέρνηση την απόφασή της να αυξάνει τους μισθούς των μετακλητών, όταν, παράλληλα, μειώνει τους μισθούς και τις συντάξεις και οδηγεί χιλιάδες πολίτες στην ανεργία;» ρωτούσαν 39 βουλευτές με προεξέχοντα τον Άδωνι Γεωργιάδη τον Ιανουάριο του 2016, όταν ακόμα ο αριθμός των μετακλητών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ παρέμενε «γήινος», σε σχέση με την μετέπειτα ανάπτυξή του. Το ερώτημα παραμένει επάνω από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, και επανέρχεται ακόμα πιο δυναμικά, δεδομένης της διπλής, υγειονομικής και οικονομικής κρίσης του κορονοϊού.