Επικαιρότητα

Τρεις μικρές συγκλονιστικές ιστορίες προσφύγων

By N.

October 02, 2015

1) «Εκτόξευαν ρουκέτες από ένα βουνό κοντά στο σπίτι μας. Έκαναν πάρα πολύ δυνατό θόρυβο, και κάθε φορά που τις άκουγε ο μικρός, έτρεχε στο δωμάτιό του και έκλεινε την πόρτα. Του λέγαμε ψεύτικες ιστορίες. Του λέγαμε ότι δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχεί, ότι οι ρουκέτες ήταν πολύ μακριά και δεν θα μας έφταναν ποτέ. Έπειτα μια μέρα, καθώς περίμενε μετά το σχολείο σε μια ουρά από σχολικά λεωφορεία, μια ρουκέτα χτύπησε το λεωφορείο μπροστά του. Τέσσερις από τους φίλους του πέθαναν». (Κως, Ελλάδα)

2) «Δεν υπάρχει ασφάλεια στη Βαγδάτη. Ζούσαμε συνεχώς τρομοκρατημένοι. Μια μέρα, άρχισαν να μας στέλνουν γραπτά μηνύματα, τα οποία έλεγαν: «Δώστε μας λεφτά, αλλιώς θα σας κάψουμε το σπίτι! Αν το πείτε στην αστυνομία, θα σας σκοτώσουμε!» Δεν είχαμε σε ποιον να στραφούμε. Είμαστε φτωχοί άνθρωποι. Δεν έχουμε ισχυρούς φίλους. Δεν ξέρουμε κανέναν στην κυβέρνηση. Τα μηνύματα συνεχίζονταν κάθε μέρα. Φοβόμασταν τόσο πολύ, που δεν μας έπαιρνε ο ύπνος. Δεν είχαμε χρήματα να τους δώσουμε. Καλά καλά ούτε να φάμε δεν είχαμε. Βαυκαλιζόμασταν: «Μωρέ, ψέματα μας λένε. Ίσως να μη μας κάνουν τίποτα». Ύστερα, μια νύχτα ξυπνήσαμε και το σπίτι μας είχε αρπάξει φωτιά. Ίσα που προλάβαμε ν’ αρπάξουμε τα παιδιά και να βγούμε ζωντανοί. Την επόμενη μέρα λάβαμε άλλο γραπτό μήνυμα, το οποίο έλεγε: «Δώστε μας λεφτά, αλλιώς την επόμενη φορά θα πεθάνετε!» Τους απάντησα ότι θα τους πληρώναμε γρήγορα. Πουλήσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και φύγαμε. Σκεφτήκαμε καλύτερα να πεθάνουμε σε μια φουσκωτή βάρκα παρά να πεθάνουμε εδώ πέρα». (Λέσβος, Ελλάδα)

3) «Με τον άντρα μου πουλήσαμε όλα μας τα υπάρχοντα για να πληρώσουμε αυτό το ταξίδι. Δουλεύαμε 15 ώρες την ημέρα στην Τουρκία μέχρι να μαζέψουμε αρκετά λεφτά για να φύγουμε. Ο διακινητής φόρτωσε 152 άτομα στη βάρκα. Μόλις την είδαμε, πολλοί θελήσαμε να γυρίσουμε πίσω, αλλά μας είπε ότι όποιος έφευγε δεν θα έπαιρνε πίσω τα χρήματά του. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Και το κάτω τμήμα και το κατάστρωμα ήταν γεμάτα κόσμο. Ύστερα, άρχισαν να μπαίνουν κύματα στη βάρκα και ο καπετάνιος μας είπε να πετάξουμε τις αποσκευές μας στη θάλασσα. Κάποια στιγμή η βάρκα χτύπησε σ’ ένα βράχο, αλλά ο καπετάνιος μας είπε να μην ανησυχούμε. Άρχισαν να μπαίνουν νερά στη βάρκα, αλλά και πάλι μας είπε να μην ανησυχούμε. Βρισκόμασταν στο κάτω τμήμα και άρχισε να γεμίζει νερά. Είχε τόσο κόσμο, που δεν μπορούσες να κουνηθείς. Όλοι άρχισαν να ουρλιάζουν. Ήμασταν οι τελευταίοι που βγήκαμε ζωντανοί. Ο άντρας μου με έβγαλε έξω τραβώντας με από ένα παράθυρο. Μες στη θάλασσα, έβγαλε το σωσίβιό του και το έδωσε σε μια γυναίκα. Κολυμπούσαμε όσο αντέχαμε. Έπειτα από πολλές ώρες, ο άντρας μου μού είπε ότι είχε εξαντληθεί και δεν μπορούσε να κολυμπήσει άλλο· θα επέπλεε ανάσκελα για να ξεκουραστεί. Ήταν πάρα πολύ σκοτεινά και δεν βλέπαμε τίποτα. Τα κύματα ήταν ψηλά. Τον άκουγα που με φώναζε, αλλά τα κύματα τον παρέσερναν μακριά. Στο τέλος, με βρήκε μια βάρκα. Τον άντρα μου δεν τον βρήκαν ποτέ». (Κως, Ελλάδα)

Μετάφραση: Λύο Καλαβυρνάς

Πηγή

kar.org