Επιστήμη

Ποτέ και Πουθενά (;): Οι ανισότητες στην υγεία [Μέρος Α’]

By N.

June 08, 2017

Του Πάνου Χριστοδούλου

Ο τίτλος είναι δανεισμένος από το εξαιρετικό διήγημα του Neil Gaiman Ποτέ και πουθενά (Neverwhere). Στο διήγημα αυτό ο πρωταγωνιστής ζει μια μέτρια ζωή στο Λονδίνο. Ώσπου να ανακαλύψει ότι υπάρχει το υπόγειο Λονδίνο. Στο υπόγειο Λονδίνο όμως δεν είναι μόνο η πραγματικότητα ανεστραμμένη αλλά και οι κανόνες. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τις ανισότητες. Άλλα στοιχεία προβλέπει η νομοθεσία και άλλα επιφυλάσσει η πραγματικότητα. Αλλά και η φύση τους αφορά μια πραγματικότητα που όλοι βλέπουν από την πλευρά του ασθενή και μία που σπάνια βλέπουν, από την πλευρά του γιατρού. Το πρώτο μέρος θα ασχοληθεί με το επιφανειακό μέρος ενώ το δεύτερο θα συνεχίσει στο…υπόγειο Λονδίνο.

Η υγεία θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα αγαθά στα οποία χρειάζεται να έχει πρόσβαση ο άνθρωπος. Μια  κλισέ φράση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί είναι ότι ως αγαθό, η υγεία οφείλει να είναι δημόσια και δωρεάν. Μια φράση η οποία όπως κάθε κλισέ, περιέχει μικρές μόνο δόσεις αλήθειας. Στην υπάρχουσα πραγματικότητα η υγεία έχει εισαχθεί στη σφαίρα του εμπορείου, είτε το εμπόριο αυτό το διαχειρίζεται το κράτος είτε η αγορά. Με αυτό το δεδομένο, το οποίο θα αναλυθεί πιο διεξοδικά σε επόμενο άρθρο, θα επιχειρηθεί να γίνει μια παρουσίαση του φαινομένου των ανισοτήτων και πως αυτές δημιουργούνται και εξελίσσονται στον εν λόγω χώρο.

Η θεραπευτική σχέση του επαγγελματία υγείας με τον ασθενή είναι μια κατ’ εξοχήν κοινωνική σχέση: ο ασθενής καταφεύγει στο γιατρό με μη αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή με την υποκειμενική πρόσληψη των συμπτωμάτων του και την πίεση που δέχεται από τον περίγυρο του, σταθμίζοντας τα υπέρ κσι τα κατά της πράξης του. Η φύση της παραπάνω σχέσης και η ποιότητα της καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση των αποτελεσμάτων της θεραπείας.

Σε αυτό το σημείο εισάγεται η έννοια της ποιότητας. Οι παροχές στον κλάδο της υγείας δεν είναι 《επίπεδες》 αλλά καθορίζονται από το ποιος τις προσφέρει και ποιος τις δέχεται. Η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας με βάση τον Deming ανταποκρίνεται περισσότερο σε στοιχεία που θέτει το κοινωνικό σύνολο:

Τα κριτήρια τα οποία έθεσε ο Donabedian για την αξιολόγηση των υπηρεσιών υγείας είναι η επάρκεια, η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο παράγοντες ικανοποίησης που αφορούν τις υπηρεσίες υγείας είναι:

Η φύση της σχέσης γιατρού ασθενή χαρακτηρίστηκε από τον  Parsons ως μια σχέση κοινής συναίνεσης, ενταγμένη στο γενικότερη θεώρηση του ότι η κοινωνία δομείται σε ένα παιχνίδι ρόλων, από τους οποίους απορρέουν συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις.  Η θεωρία αυτή αντιμετώπιζε τη σχέση ως αρμονική και δεν ανέλυε την ανισότητα μεταξύ των δύο ρόλων. Η θεωρία των Szasz και Hollender από την άλλη λαμβάνει υπ’ όψη το παραπάνω και διακρίνει τρία είδη σχέσης: ενεργητικότητα-παθητικότητα, κατευθυνόμενη συνεργασία και κοινής συμμετοχής. Το 1970 ο Freison αποτύπωσε τη σχέση γιατρού ασθενή ως μια σχέση σύγκρουσης: ο ασθενής θέλει μια αποκλειστικότητα από το γιατρό, ενώ ο γιατρός προσπαθεί να ισορροπήσει στις ανάγκες του συνόλου των ασθενών του, ενώ μετέπειτα θεωρίες ανέλυσαν τη σχέση ως μια σχέση διαπραγμάτευσης. Ο Ballard κατηγοριοποίησε τη σχέση σε απόσειση ευθηνών, αυτονομία του ασθενούς, συνεργασία και τερματισμό, οι Roter και Hall σε πατερναλισμό, καταναλωτισμό, αμοιβαιότητα και οι Roter, Stewart, Putnam σε βιοιατρικό, διευρυμένο βιοιατρικό, βιοψυχοκοινωνικό, ψυχοκοινωνικό και καταναλωτικό.

Όπως είναι λογικό οι ασθενείς βιώνουν με διαφορετικό τρόπο τα συμπτώματα τους σε σχέση με το γιατρό τους. Ο Zola όρισε πέντε διαφορετικούς τρόπους αντίδρασης με τους οποίους ο ασθενής μπορεί να βιώσει ένα σύμπτωμα ως παθολογικό:

Ρόλο διαδραματίζουν επίσης η αντοχή που έχει το άτομο στον πόνο, το πολιτιστικό υπόβαθρο, οι κοινωνικές συνθήκες, το φύλλο και το νόημα που αποδίδεται στα συμπτώματα.

Υπάρχει λοιπόν ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων και σχέσεων που εμφανίζονται στον τομέα των υπηρεσιών υγείας. Καθώς οι υπηρεσίες όπως αναφέρθηκε δεν είναι αφενός επίπεδες ούτε πανομοιότυπες και αφετέρου οι αντιδράσεις των ασθενών δεν είναι όμοιες, είναι λογικό να υπάρχουν παράγοντες που καθορίζουν τις αντιδράσεις και τις επιλογές των ασθενών. Το σύνολο των ερευνών που έχουν γίνει στον τομέα της Ψυχολογίας έχουν απομακρυνθεί από τις νευροψυχαναλητικές θεωρίες  (οι οποίες ερμήνευαν τη συμπεριφορά κυρίως με βάση βιολογικούς παράγοντες) και προσανατολίζονται σε συμπεριφορικές και γνωστικές θεωρίες οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την παρουσία επεξεργασιών που βασίζονται σε βιώματα. Εφόσον όμως ο ασθενής ζει σε μια δομημένη κοινωνία τότε και οι αντιδράσεις του και οι επιλογές του επηρεάζονται σε ένα βαθμό και από το κοινωνικό πλαίσιο.

Οι παράγοντες που ορίζουν (και διαφοροποιούν) την ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντι στην ασθένεια μπορεί να είναι είτε ενδογενείς (δημογραφικοί, κοινωνικοί, συναισθηματικοί, γνωστικοί) είτε εξωγενείς (θεσμοί, ποινές). Ο τομέας της ψυχολογίας έχει κατευθυνθεί στη μελέτη των γνωστικών  παραγόντων (που αφορούν τις προσδοκίες, την κριτική εκτίμηση και τα παραγωγικά αίτια) που αφορούν κυρίως μεμονωμένα το άτομο. Οι πρώτες θεωρίες ερμηνείας της συμπεριφοράς στην υγεία (μοντέλο αξίας προσδοκίας, μοντέλο πεποιθήσεων για την υγεία, μοντέλο κινητοποίησης) μάλιστα δέχθηκαν κριτική ότι δε λαμβάνουν υπόψη τα κοινωνικά δεδομένα όπως τα στερεότυπα, οι συνήθειες, οι συνθήκες διαβίωσης και το κοινωνικό περιβάλλον. Τα πιο σύγχρονα μοντέλα της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς και της αυτοαποτελεσματικότητας ενσωματώνουν την επιρροή των σημαντικών άλλων στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς αλλά σε μικροεπίπεδο.

Στο επίπεδο που μελετάται η επίδραση των σημαντικών άλλων στη συμπεριφορά, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι ομάδες. Οι ομάδες αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη δυναμική: οι αλληλεπιδράσεις των μελών εξαρτώνται από την οργάνωση του πεδίου, η δυναμική της ομάδας προχωρά από το ολικό στο μερικό και αναλύεται με ψυχολογικές και κοινωνικές παραμέτρους. Η δυναμική δεν επηρεάζει μόνο τον τρόπο συγκρότησης σε επίπεδο ομάδας ή σχέσεων μεταξύ ομάδων αλλά και στο επίπεδο των μελών της ομάδας: ψυχοδυναμικά μια ομάδα δεν είναι ένα πεδίο που απλά τα άτομα δρουν, αλλά και διαμορφώνονται μέσω μιας σειράς μηχανισμών. Η μετάθεση βοηθά τα μέλη να μεταφέρουν συναισθήματα από ένα στόχο που τους προκαλεί άγχος  σε ένα λιγότερο απειλητικό. Η προβολή βοηθά τα άτομα να αποδίδουν σε άλλους δικά τους στοιχεία τα οποία αγνοούν ή και αρνούνται. Η αναπλήρωση επιτρέπει στο άτομο να εξισορροπεί την κακή του απόδοση σε έναν τομέα με την επιτυχή του δράση σε άλλο.

Όσο θετικά και αν ακούγονται τα παραπάνω, η ύπαρξη ενός ατόμου σε μια ομάδα ελλοχεύει τον κίνδυνο να παραμορφώσει τη συνολική εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του ή τους στόχους του και τελικά να βρεθεί να ξεχνά την αρχική του πορεία, να χάνει την ταυτότητά του. Ο έντονος συμπεριφορισμός που αναπτύσσεται πολλές φορές σε ομάδες ενδέχεται να οδηγήσει σε απομόνωση όσων δεν εγκολπώνονται πλήρως στην ομάδα, δημιουργώντας έτσι μια άβουλη και κατευθυνόμενη μάζα (ιδανικό παράδειγμα τα κομμουνιστικά καθεστώτα της ανατολικής ευρώπης και οι επίγονοί τους στην Ελλάδα -ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ-: από αλλού ξεκίνησαν, αλλού έφτασαν και γέμισαν με αντιφρονούντες τη Σιβηρία και μνημόνια την Ελλάδα). Ακόμα και σε μικροεπίπεδο λοιπόν, οι ομάδες αποτελούν συστήματα τα οποία αλληλοεπιδρούνε με άλλα συστήματα. Επί της ουσίας δηλαδή, ακόμα και αν δε μελετάται ενδελεχώς, οι συμπεριφορές βασίζονται και αναπτύσσονται σε ένα συγκεκριμένο και δομημένο κοινωνικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο το άτομο αναπτύσσει τον τρόπο που το προσεγγίζει.

Αν και η κύρια αναφορά μελέτης είναι ο ασθενής,  αυτό δε σημαίνει ότι ο ρόλος του γιατρού δε διακατέχεται από αντιθέσεις ή παραμένει αμετάβλητος. Οι γιατροί διακατέχονται από μια σειρά φόβων: ο φόβος του πόνου του ασθενή, ο φόβος της κατηγορίας για τα νέα που φέρνει, ο φόβος του άγνωστου, ο φόβος της θεραπευτικής αποτυχίας, ο φόβος των αντιδράσεων του ασθενή, ο φόβος της ιεραρχίας και ο φόβος του θανάτου. Ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο δρούνε οι γιατροί πολλές φορές αντιμετωπίζουν το burn out: ξεκινούν ενθουσιώδεις, στη συνέχεια διακατέχονται από αμφιβολίες  και μέσω της απογοήτευσης και της ματαίωσης, οδηγούνται στην απάθεια.

Η φύση της εμφάνισης της ασθένειας επίσης δεν είναι ουδέτερη. Η εμφάνιση μιας ασθένειας καθορίζεται με βάση το χρόνο (πχ επιδημίες), τον τόπο και το άτομο. Και πάλι λοιπόν η μια παράμετρος, ο τόπος, δεν είναι ουδέτερη. Ο τόπος κατοικίας των πολιτών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική τους κατάσταση, το επάγγελμά τους και την οικογένειά τους.

Έχοντας πλέον σκιαγραφήσει αδρά τους παράγοντες που επιδρούν στη συμπεριφορά των πολιτών απέναντι στην ασθένεια και την διακύμανση της ποιότητας των παρόχων υγείας, υπάρχει η δυνατότητα να εξεταστεί η ύπαρξη αρχικά, και η καταγωγή των ανισοτήτων στην υγεία στη συνέχεια. Αυτή η ανάλυση γίνεται γιατί από επιστημονικής άποψης δεν αρκεί να ληφθεί ως αξίωμα ότι εφόσον ζούμε σε κοινωνία ανισοτήτων, τότε οι ανισότητες θα υφίστανται και στην υγεία, και μάλιστα θα ναι οπωσδήποτε και ταξικές. Η συλλογή τσιτάτων και κλισέ εκφράσεων δε προσφέρει τίποτα πλέον, ούτε στους πολίτες ούτε στην επιστήμη. Χρειάζεται τα συμπεράσματα να προκύπτουν με βάση την επιστημονική μεθοδολογία της έρευνας:  να τηρείται η αλληλουχία των ενεργημάτων, να υπάρχει μια συνεκτική ακολουθία ενεργειών και η μελέτη επί συγκεκριμένων ερωτημάτων, καθώς στόχος δεν είναι να ανακαλυφθεί κάποια αιώνια αλήθεια ή μια χαμένη ενότητα των επιστημονικών πεδίων. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε μια πολυεπιστημονική μέθοδος, με βάση τα πεδία της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και της ιατρικής με την προσέγγιση που αναπτύχθηκε προηγουμένως να αποτελεί και την ταυτόχρονη οριοθέτηση του προβλήματος.

Ο όρος υγειονομική ανισότητα αναφέρεται σε διαφοροποιήσεις στην υγεία ομάδων πληθυσμών, οι οποίες μπορούν να αποφευχθούν και δεν οφείλονται σε βιολογικούς παράγοντες και είναι δυνατό. Με βάση τις προηγούμενες αναφορές προκύπτει:

Άρα εμφανίζεται το φαινόμενο της ανισότητας στο χώρο της υγείας, καθώς τα παραπάνω δεν αφορούν βιολογικούς παράγοντες. Όπως και στην ιατρική, όπου πλέον δε γίνεται αποδεκτό το βιοϊατρικό μοντέλο (οι ασθένειες ερμηνεύονται αποκλειστικά με βάση βιολογικούς όρους) αλλά το βιοψυχοκοινωνικό (οι ασθένειες ερμηνεύονται ως συνιστάμενη βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων), έτσι και κοινωνιολογικά η εμφάνιση των ασθενειών και η αντιμετώπισή τους δεν περιορίζεται στη βιολογική ερμηνεία. Εφόσον  λοιπόν εμφανίζονται ανισότητες, θα εξετασθεί ακολούθως η φύση τους.

Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, η δομή και η εξέλιξη των κοινωνιών εξαρτώνται και προσδιορίζονται από τη θέση που κατέχουν οι πολίτες στην παραγωγική διαδικασία, κυρίως από το αν κατέχουν μέσα παραγωγής ή είναι εργαζόμενοι. Το κριτήριο με το οποίο καθορίζονται οι τάξεις και κατά ακολουθία η ταξική πάλη, είναι τα μέσα παραγωγής. Σύμφωνα με τη θεωρεία του Μαξ Βέμπερ η βάση της κοινωνικής δομής δεν είναι μόνο το οικονομικό επίπεδο αλλά και το κοινωνικό status qvo, δηλαδή το κύρος που απολαμβάνουν τα άτομα εντός της κοινωνίας. Οι κοινωνικές τάξεις προσεγγίζονται με βάση το κύρος, το γόητρο, καθώς και τις πιθανότητες που έχουν τα άτομα να αποκτήσουν στο μέλλον τα παραπάνω. Εκτός από τα αμιγώς οικονομικά κριτήρια, συνυπολογίζονται η εκπαίδευση, η οικογενειακή προέλευση, ο τόπος κατοικίας και ο τρόπος ζωής. Η σχολή των λειτουργιστών θεωρεί ότι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής δε συνιστά το σημαντικότερο παράγοντα κατάταξης των ατόμων σε ομάδες. Η διαίρεση σε στρώματα γίνεται με βάση το σύστημα αξιών της κοινωνίας. Η δυσκολία οριοθέτησης των κοινωνικών τάξεων είναι τόσο τα κριτήρια όσο και η μεταβλητότητα που παρουσιάζουν στο πέρασμα του χρόνου.

Πιο διαδεδομένη μορφή τυποποίησης είναι το Registrar General της Μεγάλης Βρετανίας με βάση το οποίο προκύπτουν πέντε κοινωνικές τάξεις:

  1. Επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, λογιστές)
  2. Μεσαίοι (δάσκαλοι, νοσοκόμοι)
  3. Α. Εκπαιδευμένοι μη χειρώνακτες (διοικητικοί υπάλληλοι, εμποροϋπάλληλοι)

Β. Εκπαιδευμένοι χειρώνακτες (οδηγοί, ξυλουργοί)

  1. Μερικώς εκπαιδευμένοι (αγρότες)
  2. Μη εκπαιδευμένοι (εργάτες)

Αντίστοιχο σύστημα με περισσότερες όμως κατηγορίες (δώδεκα) έχει αναπτυχθεί στη Γαλλία (ανειδίκευτοι εργάτες, εργάτες γης, ειδικευμένοι εργάτες, τεχνίτες, υπάλληλοι, εργοδότες, επιστάτες, μεσαία στελέχη, αγρότες, τεχνικοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, δάσκαλοι). Οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για τη σύγκριση των δεικτών υγείας με βάση τις παραπάνω τυποποιήσεις δείχνουν ότι ο κίνδυνος θανάτου των χαμηλότερων τάξεων είναι μεγαλύτερος όπως και η βρεφική θνησιμότητα, ενώ οι υψηλότερες τάξεις χρησιμοποιούν περισσότερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες υγείας, τόσο ενδονοσοκομιακά όσο και εξωνοσοκομιακά.

Έχουν αναπτυχθεί τέσσερεις θεωρίες για την ερμηνεία των συμπερασμάτων αυτών:

  1. Η τεχνητή ερμηνεία: δεν προκύπτει επί της ουσίας σχέση μεταξύ κοινωνικών τάξεων και υγείας καθώς οι διαφορές που παρουσιάζονται είναι αποτέλεσμα προβλημάτων μέτρησης.
  2. Η υλιστική προσέγγιση: οι ανισότητες είναι αποτέλεσμα της άνισης κατανομής του πλούτου. Το εισόδημα, η απασχόληση, η κατοικία και οι συνθήκες εργασίας καθορίζουν το επίπεδο υγείας. Η κοινωνική τάξη λοιπόν προσδιορίζει το επίπεδο υγείας.
  3. Η προσέγγιση της φυσικής διάκρισης: ουσιαστικά αντιμετωπίζει αντεστραμμένα το ζήτημα της ανισότητας. Όσοι είναι υγιείς καταφέρνουν να ανελίσσονται κοινωνικά και ταξικά.
  4. Η προσέγγιση της συμπεριφοράς και των πολιτιστικών αξιών: η κοινωνική τάξη καθορίζει τις διαφοροποιήσεις στο επίπεδο υγείας. Οι ασθένειες είναι αποτέλεσμα του τρόπου ζωής.

Η εμφάνιση των ασθενειών και η συμπεριφορά των ασθενών απέναντί τους όπως αναφέρθηκε επηρεάζεται τόσο από το εισόδημα (δυνατότητα πρόσβασης σε δομές υγείας, συνθήκες εργασίας, τόπος διαμονής) όσο και από συνήθειες και αξίες (αντίδραση στην ασθένεια, πρόληψη). Άρα άσχετα με το ποια θεωρία περιγράφει καλύτερα την δομή των τάξεων, στο πεδίο της υγείας η προσέγγιση της συμπεριφοράς και των πολιτιστικών αξιών (με βάση τη θεώρηση του Weber) ανταποκρίνεται καλύτερα στην περιγραφή των ανισοτήτων, αφού δεν περιορίζεται μόνο στο αμιγώς οικονομικό στοιχείο αλλά περιλαμβάνει και  στοιχεία που αφορούν πολιτιστικές αξίες, πρότυπα και συνήθειες που επιδρούν στη συμπεριφορά των πολιτών απέναντι στην υγεία. Καταλήγοντας λοιπόν οι ανισότητες στην υγεία προκύπτουν από:

Ένα δεύτερο πεδίο στο οποίο ενδέχεται να εμφανίζονται ανισότητες είναι το φυλετικό, σε σχέση με τους άντρες και τις γυναίκες. Στοιχεία των δεικτών υγείας που εμφανίστηκαν παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο φύλλων. Και εδώ εμφανίζονται τρεις  θεωρίες για την ερμηνεία του φαινομένου:

Με αντίστοιχα κριτήρια όπως στην προηγούμενη ανάλυση, η ερμηνεία που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είναι αυτή της κοινωνικής αιτιολογίας.

Συμπερασματικά η αναγνώριση των αιτιών της ανισότητας στην υγεία (αλλά και γενικότερα) είναι το πρώτο βήμα για την άμβλυνσή τους. Μια τελική επίλυση ανήκει περισσότερο σε κακογραμμένα παραμύθια και η αλήθεια είναι ότι αρκετά βασίστηκαν οι εκάστοτε ελπίδες σε αυτά. Προβλήματα θα υπάρχουν, αρκεί να γίνεται μια συνειδητή επιλογή στο ποια επιλέγει ο καθένας να ζήσει και να αντιμετωπίσει. Στο χώρο της υγείας μια πρόκληση είναι η υγειονομική κάλυψη και πρόληψη όσο το δυνατό μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού με όσο το δυνατό πιο ποιοτικές υπηρεσίες. Το ένα κομμάτι είναι η μελέτη της ανισότητας που δημιουργείται στους πολίτες. Το άλλο κομμάτι είναι η ανισότητες που προκαλούνται από τους ίδιους τους παρόχους υγείας και θα απασχολήσει το δεύτερο μέρος του άρθρου.

Χριστοδούλου Πάνος

Ειδικευόμενος Ιατρικής Βιοπαθολογίας

Μεταπτυχιακός Φοιτητής Διοίκησης Μονάδων Υγείας

Βιβλιογραφία

Μάντη Π., Τσελέπη Χ., Κοινωνικές και Πολιτιστικές Πτυχές της υγείας και της ασθένειας, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999

Αγραφιώτης Δ., Υγεία και Αρρώστια. Κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις, εκδ. Λίτσας, Αθήνα 1998

Adam Ph., Herzlich Cl., Κοινωνιολογία της ασθένειας και της ιατρικής, εκδ. ΕΑΠ , Πάτρα 1999

Wilkinson R.G., Income distribution and life expectancy, British Medical Journal, 1995

Τσελέπη Χ., Διεθνής αρρώστια και υγεία, εκδ. ΕΑΠ , Πάτρα 1999

Engel G.L.,From biomedical to biopsychocial: being scientific in the human domain, Psychomatics 1997

Graham Μ ., Creating spaces: exploring the role of cultural knowledge as a source of empowerment in models of social welfare in Black communities, British Journal of Social Work,  2002

Nettleton S., The sociology of health and illness, Polity Press, Cambridge 1985

Di Matteo M.R., Enhancing patient adherence to medical recommendations, Journal of the American Medical Association, 271, 79-83, 1994

Di Matteo M.R.,  Di Nicola D.D., Achieving patient compliance: The Psychology of the medical practitioner role, Elmsford, NY:Pergamon press, 1982

Di Matteo M., Martin L., Εισαγωγή στην ψυχολογία της υγείας, εκδ. Πεδίο , Αθήνα 2011

Engel G.L., The clinical application of the biopsychological model, American journey of Psychiatry, 137, 535-544, 1980

Rogers C.R., Client centered therapy, Boston: Houghton Mifflin, 1951

Roter D., The Roter Method of Interaction Process Analysis. Department of Health Policy and Management, School of Hygiene and Public Health, Johns Hopkins University, Baltimore, MD 1995

Roter D.L., Stewart M., Putnam S.M., Lipkin M.,  Stiles W.B., Inui J., Communication paterns of primary care physicians, Journal of the American Medical Association, 277, 350-356, 1997

Sigerist H., The physician’ s profession throughout the ages. Bulletin of the New York Academy of Medicine, 12, 661–676, 1993

Street R.L., Buller D.B.,Nonverbal response patterns in physician/patient interactions: a functional analysis, Journal of Nonverbal Behaviour, 11, 234-253,  1987

Szasz T.S., Hollender M.H., a contribution to the philosophy of medicine: the basic models of the doctor patient relationship, 1956

Ajzen I., From intentions to action: a theory of planned behaviour,. Εκδ .  Springer, New York,  1985

Ajzen I., Fisbein M., Attitude behaviour relations: a theoretical analysis and review of empirical research, Psychological Bulletin,  1977

Ajzen I., the theory of planned behaviour, Organizational Behaviour and Human Decision Processes, 1991

Bentler, P. M., & Speckart G., Models of attitude-behavior relations. Psychological Review, 86, 452–464.1979

Conner M., Sparks P, The theory of planned behaviour and health Behaviour, εκδ Open University Press, Buckingham 1996

Κουλιεράκης Γ., Μεταλληνού Ο., Πάντζου Π., Συμπεριφορές Υγείας, Πρότυπα και Μεταβολές, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα  1999

Κουλιεράκης Γ., Κοινωνικο-ψυχολογικά μοντέλα της συμπεριφοράς σε σχέση με την υγεία και την αρρώστια, εκδ. ΕΑΠ , Πάτρα 1999

Manstead A., The benefits of a critical stance: A reflection on past papers on the theories of reasoned action and planned behaviour, BJSP 2011

Νασιάκου Μ., Η ψυχολογία σήμερα, εκδ. Παπαζήσης , 1988

Norman P., Conner M., The role of social recognition models in predicting health behaviours, εκδ . Open University press, Buckingham 1996 

Ouellette, J. A., & Wood, W, Habit and intention in everyday life: The multiple processes by which past behavior predicts future behavior. Psychological Bulletin, 124, 54–74. doi:101037/0033-2909.124.1.54, 1998

Terry, D. J., Hogg, M. A., White, K. M., The theory of planned behaviour: Self-identity, social identity, and group norms. British Journal of Social Psychology, 38, 225–244. 1999

Terry, D. J.,  O’Leary, J. E., The theory of planned behavior: The effects of perceived behavioural control and self-efficacy. British Journal of Social Psychology, 34, 199–220. 1995

Triandis, H. C.,  Interpersonal Behavior. Monterey, CA: Brooks/Cole., 1977

Tota JE, Chevarie-Davis M, Richardson LA, Epidemiology and burden of HPV infection and related disease

Weinstein N.D., Testing four competing theories of health protective behaviour, Health Psychology 1993