Για να αρχίσουμε να ψάχνουμε σιγά-σιγά τις αιτίες τις τραγωδίας
Όταν η αδηφάγα πύρινη λαίλαπα χίμηξε στο Μάτι το απόγευμα της Δευτέρας 23 Ιουλίου, ισχυροί άνεμοι από 9 έως και 11 μποφόρ δυτικού στεριανού ανέμου την έσπρωχναν με ορμή να κατασπαράξει τα πάντα. Οι φλόγες κατάπιναν ό,τι συναντούσαν στο διάβα τους «τρέχοντας» με 70 χλμ την ώρα. Δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει αυτή η συμφορά, κανένα σχέδιο δεν μπορεί να αναχαιτίσει έναν τέτοιο όλεθρο.
«Οι φλόγες πέρασαν πάνω από τα πυροσβεστικά στη Λεωφόρο Μαραθώνος και πυρπόλησαν το Μάτι», λένε οι αυτόπτες μάρτυρες.
Όμως, το μεγάλο κακό που μας βρήκε δεν δικαιολογεί την απώλεια τόσων ανθρώπινων ζωών. Τόσων άδικα χαμένων ζωών.
Τι συνέβη;
Εκατοντάδες πολίτες προσπάθησαν με τα αυτοκίνητά τους να εγκαταλείψουν το Μάτι αλλά εγκλωβίστηκαν σε φριχτό μποτιλιάρισμα στους στενούς δρόμους του οικισμού, που ιδρύθηκε ως παραθεριστικός το 1960 και από το 2000 και μετά πυκνοκατοικήθηκε δίχως κανένα σχεδιασμό, δίχως καμία πρόβλεψη για την ασφάλεια. Αναπτύχθηκε όπως και πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας άναρχα, στο «έλα μωρέ», στην «τύχη». Και δεν αρκεί που χτίστηκε στην «τύχη» και μέσα στα πεύκα, δεν είχε ούτε διεξόδους διαφυγής. Έτσι όταν ήρθε η φωτιά έγινε παγίδα θανάτου.
Έγινε παγίδα θανάτου διότι δεν μπορούσε να εκκενωθεί.
Καθώς ολόγυρα των απελπισμένων ανθρώπων υψωνόταν η κόλαση, με τα πεύκα ως εξαιρετικά εύφλεκτα να «αρπάζουν» με μιας ως δαδιά, με ολόκληρα σπίτια να γίνονται στάχτη μέσα σε λίγα λεπτά και τα μπλοκαρισμένα αυτοκίνητα να αναφλέγονται -μαρτυρίες αναφέρουν ότι τα καύσιμα στα ντεπόζιτα ανατινάζονταν- επικράτησε πανικός.
Αλλόφρονες κάτοικοι έφευγαν από τα σπίτια τους, οι οδηγοί εγκατέλειπαν τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητά τους και όλο αυτό το πλήθος κατευθύνθηκε τρέχοντας προς την ακτή, δηλαδή προς τη μόνη διέξοδο που τους είχε απομείνει για να γλιτώσουν τον φριχτό θάνατο στις φλόγες.
Ποια ακτή;
Στο Μάτι οι ακτές δεν είναι από παντού ελεύθερα προσβάσιμες.
Ξενοδοχεία και σπίτια τις κλείνουν με μάνδρες. Είναι η «ανάπτυξη» που είχαν ως πρότυπο το 1960. Να μην υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στις ακτές.
Και έτσι, από τη μία στιγμή στην άλλη, εκατοντάδες συνάνθρωποί μας βρέθηκαν να δίνουν αγώνα για τις ζωές τους, των παιδιών τους, των αγαπημένων τους προσώπων, πηδώντας πάνω από φράχτες, τρέχοντας μέσα από ακάλυπτους χώρους και κήπους για να φτάσουν στη θάλασσα.
Αλλά η πρόσβαση στη θάλασσα ήταν εξαρχής «φραγμένη».
Ποια θάλασσα;
Κάτι μικροί κόλποι και βράχια. Που κι αυτοί δεν συνεχίζουν ως κάποια ενιαία παραλία αδιάκοπα κατά μήκος της ακτής, ώστε να μπορούσαν οι άνθρωποι να κινηθούν παραλιακά πεζή ώστε να απομακρύνονταν, επειδή υπάρχουν βράχια και κτίσματα που έχουν οικοδομηθεί στην κυριολεξία μέσα στη θάλασσα και διακόπτουν την όποια παραλία.
Για αυτό και ο εφιάλτης δεν είχε τελειώσει για όσους έφτασαν και μπήκαν στο νερό.
Ο μόνος τρόπος για να σωθούν ήταν να τους πάρουν με βάρκες. Την ίδια ώρα το «θερμικό φορτίο» που κατέβαινε από τον οικισμό τους ανάγκαζε να χώνουν τα κεφάλια τους μέσα στο νερό για να μην πάρουν φωτιά και οι ίδιοι. Πυρομένες λαμαρίνες από αυτοκίνητα και κατασκευές εκτοξεύονταν και τους βομβάρδιζαν. Πραγματική εμπόλεμη ζώνη. Βάρκες και σκάφη εθελοντών, που συντονίζονταν από το Λιμενικό, έσπευσαν ήδη από τις 18.00 να περισυλλέξουν τους πυρόπληκτους.
Όμως οι βάρκες και τα σκάφη δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στα ρηχά.
Είτε γιατί δεν υπάρχουν παραλίες αλλά βράχια, είτε γιατί -ακόμα χειρότερο- τους βαρκάρηδες «έκαιγε» η φωτιά.
Τα φλεγόμενα 9 μποφόρ είχαν «ανάψει» την ατμόσφαιρα, το λεγόμενο «θερμικό φορτίο» και δεν άφηναν τους βαρκάρηδες να πλησιάσουν πιο κοντά από 50 μέτρα από την ακτή.
Οι ταλαιπωρημένοι και φοβισμένοι πολίτες, πολλοί με εγκαύματα, έπρεπε να βουτήξουν στη θάλασσα και να κολυμπήσουν προς τις λέμβους. Τραυματίες, γέροι, παιδιά, γυναίκες, έπεφταν στη θάλασσα για να δώσουν έναν τελευταίο αγώνα με τα κύματα πριν διασωθούν από τις βάρκες που τους περίμεναν.
Γονείς με καμένες σάρκες κολυμπούσαν κρατώντας τα παιδιά τους. Να σώσουν τα παιδιά τους.
Λέγεται στα τηλεοπτικά κανάλια ότι «το Μάτι δεν υπάρχει πια». Αλήθεια είναι. Αλλά υπάρχει μια ακόμα μεγαλύτερη αλήθεια: “Το Μάτι όπως φτιάχτηκε, όπως οικοδομήθηκε, δεν έπρεπε ποτέ να υπάρξει”. Ήταν εξ αρχής ένα λάθος, ένας οικισμός που ξεκίνησε ως παραθεριστικός το 1960, με τα ανύπαρκτα στάνταρ των τότε ελληνικών καθεστώτων και μετά το 2000 πυκνοκατοικήθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια κανείς δεν σκέφτηκε το εξής: Εάν αρπάξει φωτιά αυτός εδώ ο τόπος, ο ανάμεσα στα πεύκα, ο δίχως διεξόδους διαφυγής, τι θα κάνουμε;
Και ναι, οι πρώτοι που έπρεπε να το σκεφτούν ήταν οι δήμαρχοί του και οι εκάστοτε κυβερνήσεις που το επέτρεψαν.
Αυτοί που ζούνε στον τόπο και τον γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα.
Προφανώς και εκ του τραγικού αποτελέσματος κανείς τους ουδέποτε αναρωτήθηκε τι θα γινόταν εάν άρπαζε φωτιά το Μάτι.
Ή, για να είμαστε ακριβείς, εάν μια ημέρα έφτανε η φωτιά μέσα στο Μάτι. Γιατί η περιοχή έχει γνωρίσει πολλές φωτιές. Μία όμως στάθηκε η μοιραία.
Η περιοχή της Νέας Μάκρης έχει ζήσει πολλές φωτιές στο παρελθόν και το αυτονόητο θα ήταν να είχαν προνοήσει. Δεν το έκαναν. Ούτε κάποιο σχέδιο είχαν.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι έλεγαν το πεύκο «καταραμένο δένδρο» και δεν το επέτρεπαν μέσα στις πόλεις. Γιατί γνώριζαν ότι το πεύκο είναι δαδί. Είναι εμπρηστικός μηχανισμός, είναι εγγύηση ότι μια ημέρα θα μας κάψει. Πώς εμείς οι νεοέλληνες πειστήκαμε ότι είναι ασφαλές να ζούμε ανάμεσα στα πεύκα, είναι πραγματικά απορίας άξιον.
Όχι ξανά άλλα «Μάτια»
Σήμερα θρηνούμε δεκάδες νεκρούς. Αδικοχαμένους ανθρώπους.
Αφού καταλαγιάσει ο θρήνος, η εθνική οδύνη για το κακό που μας βρήκε, έχουμε μια υποχρέωση. Να μην υπάρξουν άλλα «Μάτια». Ούτε στην Αττική, ούτε πουθενά αλλού στον τόπο μας.
Να μην υπάρξουν ποτέ ξανά τέτοιες παγίδες θανάτου.
Σε ό,τι αφορά και τα άλλα θέρετρα που υπάρχουν σαν το Μάτι, όσα δηλαδή «αναπτύχθηκαν» έτσι τις «χρυσές» δεκαετίες του 60 και στα χρόνια της Χούντας, οφείλουμε να τα γκρεμίσουμε και να τα φτιάξουμε ξανά.
Η μαρτυρία του ιδιοκτήτη του σπιτιού που βρέθηκαν οι 26 αγκαλιασμένοι νεκροί
Συγκλονίζουν τα όσα είπε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού στο Μάτι, στο οποίο βρέθηκαν 26 σοροί θυμάτων της πυρκαγιάς, ανθρώπων που ξεψύχησαν αγκαλιασμένοι.
“Μπήκαν οι άνθρωποι στο σπίτι, δεν μπόρεσαν να δουν την πόρτα για να κατέβουν στην παραλία και αυτοί είναι που βρέθηκαν αγκαλιασμένοι. Ο κόσμος που κάηκε μέσα στο σπίτι μου, κάηκε γιατί δεν υπάρχει ένα σχέδιο από που να φύγουν σε ανάλογη περίπτωση”, είπε μιλώντας στον Realfm, ο κ. Φράγκος.
“Το σπίτι μου έχει πρόσβαση στην παραλία με σκάλες, κάποια κοπέλα προσπάθησε να πηδήξει από τον γκρεμό και τη χάσαμε», πρόσθεσε.
Όπως είπε μάλιστα, «οι πρώτοι 25 άνθρωποι που είμαστε μαζεμένοι και συντεταγμένοι, σώθηκαν όλοι. Οι επόμενοι που ήρθαν και από τον καπνό δεν είδαν την πόρτα, αυτοί είναι που βρέθηκαν αγκαλιασμένοι, κάηκαν όλοι. Όλος αυτός ο κόσμος που κάηκε ήταν γιατί δεν υπάρχει ένα σχέδιο σε περίπτωση ανάλογη, από πού θα φύγουν.”
Σοκαριστική όμως είναι και η μαρτυρία του κ. Ποταμιάνου, στον οποίο ανήκει το διπλανό οικόπεδο:
“Δυστυχώς δεν υπάρχει άλλη πρόσβαση στην παραλία εκτός από σπίτι του κ. Φράγκου. Ήταν φρίκη. Άκουγα τις φωνές των ανθρώπων να καίγονται και λέω κάποιος να μου κλείσει τα αυτιά”, δήλωσε ο κ. Ποταμιάνος
“Τα περισσότερα σπίτια έχουν πρόσβαση στην παραλία αλλά είναι κλειστές οι μάντρες.” πρόσθεσε.
Ήταν κλειστές οι μάνδρες. Ο δήμαρχος της περιοχής πρέπει να είναι έτοιμος να δώσει λόγο για αυτό το έγκλημα. Και θα δώσει.
Δείτε το πριν και το μετά στο στενό δρομάκι
Ουδέποτε δόθηκε εντολή για εκκένωση οικισμών στη Ραφήνα από τους αρμόδιους αποκάλυψε ο δήμαρχος Ραφήνας – Πικερμίου Βαγγέλης Μπουρνούς, μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ και ζητώντας να «μην προσπαθούν κάποιοι να μεταθέσουν ευθύνες».
«Αυτό δεν συνέβη ποτέ. Δεν επικοινώνησε κανένας μαζί μου. Η φωτιά έφτασε σε μισή ώρα στη θάλασσα. Μην προσπαθούν κάποιοι να μεταθέσουν ευθύνες», είπε ο κ. Μπουρνούς στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, ερωτηθείς για το εάν η περιφερειακή σύμβουλος πολιτικής προστασίας, κυρία Τσούπρα έδωσε εντολή εκκένωσης.
Ο δήμαρχος Ραφήνας επιμένει ότι ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο. «Να μου πει κάποιος ποιος μου την έδωσε», επισήμανε, υποστηρίζοντας ότι με την κυρία Τσούπρα, αν και βρέθηκαν δια ζώσης, δεν αντάλλαξαν κουβέντα και δεν κατάφεραν να μιλήσουν.
«Πάνω από 1.000 σπίτια έχουν καεί»
Παράλληλα, σύμφωνα με τον δήμαρχο, ο αριθμός των νεκρών έχει ξεπεράσει τους 60, ενώ πάνω από 1.000 σπίτια έχουν καεί. Παράλληλα, με τη συνεργασία ιδιωτικών γερανών προσπαθούν να μαζέψουν πάνω από 300 αυτοκίνητα για να γίνουν αυτοψίες και δηλώσεις από τις εταιρείες.
Την ίδια ώρα, μηχανικοί του υπουργείου Υποδομών επισκέπτονται σπίτια και πραγματοποιούν αυτοψίες.