Επικαιρότητα

Πολιτικός Όρκος (παντού και για όλους;): Μια προσωπική εμπειρία        

By N.

November 24, 2018

Δρ. Χρήστος Μπαξεβάνης

Η θρησκευτική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Συντάγματος καθώς και στα άρθρα 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ν∆ 53/1974 ΦΕΚ Α’ 256) και 18 του ∆ιεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά ∆ικαιώµατα (Ν. 2462/1997 ΦΕΚ Α’ 25). Ακολούθως, το Σύνταγμα κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία υπό τις δύο εκδηλώσεις της: της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της ελευθερίας της εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Στην απόφαση -Αλεξανδρίδης κατά Ελλάδος- το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε∆∆Α) έκρινε ότι «η ελευθερία της εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων έχει και αρνητικό περιεχόμενο, ήτοι το δικαίωμα του ατόμου να µην εξαναγκάζεται να αποκαλύψει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και να µην εξαναγκάζεται να συμπεριφέρεται κατά τρόπο βάσει του οποίου να είναι δυνατό να συναχθεί συμπέρασμά για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις» (Alexandridis v. Greece, judgment 21 February 2008, para 38.). Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία «Κανένας δε μπορεί να εξαναγκασθεί να αποκαλύψει τις σκέψεις του ή τη θρησκεία του ή τις πεποιθήσεις του» (Human Rights Committee, General Comment No 22: The right to freedom οf thought, conscience and religion (art. 18), 30/07/93, CCPR/C/21/Rev.1/Add.4 para 3.).

Σε αντίθεση με την θρησκευτική καθομολόγηση, η οποία έρχεται σε αντίθεση µε την αρνητική θρησκευτική ελευθερία, γιατί η δέσμευση του ατόμου προϋποθέτει πλήρως την πίστη του σε ορισμένη θρησκεία, η πολιτικού χαρακτήρα ορκοδοσία δεν αντίκειται a priori στην «αρνητική» θρησκευτική ελευθερία, ακριβώς γιατί πρόκειται για ένα γενικό και ουδέτερο μέτρο που σε καμία περίπτωση δεν προϋποθέτει προσχώρηση σε ορισμένη θρησκεία.

Η συνύπαρξη, ωστόσο, του πολιτικού με τον θρησκευτικό όρκο και η εναλλακτική ορκοδοσία, δεδομένης της μεγάλης πλειοψηφίας των πιστών της «επικρατούσας» θρησκείας και εξαιτίας των κοινωνικών στερεοτύπων που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία, λειτουργούν ντε φάκτο σαν αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων (τουλάχιστον διάφορων του επικρατούντος δόγματος) κατά παράβαση της αρνητικής όψης της θρησκευτικής ελευθερίας δημιουργώντας δυσμενή σχόλια και διακρίσεις εις βάρος αυτών που τον επιλέγουν. Προς επίρρωση αυτού παραθέτω μια προσωπική εμπειρία: Το 2005 έδωσα πολιτικό όρκο (πολιτική διαβεβαίωση για να είμαστε ακριβείς) προκειμένου να λάβω την άδεια ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος. Ήταν μια δυσάρεστη και απογοητευτική διαδικασία. Αφού ερωτήθηκα εάν θα ακολουθήσω τον θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο, με ότι σήμαινε αυτό με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, τελικώς, μετά την “πανηγυρική” θρησκευτική ορκοδοσία των συναδέλφων, κλήθηκα (και) να ανέβω μόνος στο εδώλιο του κατηγορουμένου και ενώπιον της έδρας, προκειμένου να δώσω από εκεί την πολιτική διαβεβαίωση, ακούγοντας από το ακροατήριο απίθανους ψιθύρους: «Άθεος είναι;», «όχι, μάλλον μουσουλμάνος», «ίσως και εβραίος». Ξέχασαν βέβαια το «κομουνιστής».

Κατά συνέπεια προς απάλειψη τυχόν διακρίσεων στη βάση του εναλλακτικού πολιτικού όρκου και για την επίτευξη απόλυτης προστασίας της αρνητικής ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, η μόνη ενδεδειγμένη λύση είναι η αντικατάσταση του θρησκευτικού όρκου εξ ολοκλήρου από τον πολιτικό, παντού και για όλους. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ήδη από τα μέσα του 2000 έχει διατυπώσει την άποψή της αναφορικά µε το ζήτημα του θρησκευτικού όρκου προτείνοντας την κατάργησή του και την αντικατάστασή του από τον πολιτικό όρκο (ΕΕ∆Α, «Πρόταση της ΕΕ∆Α για τη ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας» Έκθεση 2005, σελ. 177; «Θέσεις της ΕΕ∆Α ως προς την Αναθεώρηση ∆ιατάξεων του Συντάγματος», Έκθεση 2006, σελ. 137, 142). Στο σημείο αυτό χρειάζεται να διευκρινίσω, πως η ανωτέρω (σχεδόν τραυματική) προσωπική μου εμπειρία δεν είναι ο λόγος για τον οποίο υποστηρίζω σταθερά και διαχρονικά, όχι απλώς την γενίκευση του πολιτικού όρκου, αλλά και τον πλήρη και οριστικό διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους με συνταγματική αναθεώρηση· αλλά, η «πίστη» μου στο ουδετερόθρησκο κράτος.

Ούτε, όμως, πιστεύω πως όλα εξαρτώνται από μια συνταγματική αναθεώρηση. Τουναντίον, με εξαίρεση την περίπτωση του όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών, για την οποία υπάρχει συνταγματική πρόβλεψη και επομένως χρειάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος, η ρύθμιση μιας σειράς καθημερινών ζητημάτων που αφορούν την θρησκευτική ελευθερία, είναι θέμα νομοθετικής πρωτοβουλίας και πολιτικής βούλησης (π.χ. κατάργηση εκκλησιασμού και πρωινής προσευχής στα σχολεία, μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών από ομολογιακό σε θρησκειολογικό, αφαίρεση θρησκευτικών εικόνων από σχολεία και δικαστήρια, αντιμετώπιση της προνομιακής μεταχείρισης των ορθοδόξων χώρων λατρείας έναντι εκείνων άλλων θρησκειών, η ανέγερση τεμένους και η δημιουργία αποτεφρωτηρίων για την καύση των νεκρών). Και ως προς τα τελευταία δεν χωρούν υπεκφυγές από κανέναν.

Υ.Γ. Πιθανόν και η αλλαγή του κατηχητικού χαρακτήρα των Θρησκευτικών προϋποθέτει αναθεώρηση του Συντάγματος, όχι όμως τόσο εξαιτίας του προοιμίου («Εις το όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαίρετου Τριάδας») και του άρθρου 3 του Συντάγματος («επικρατούσα θρησκεία»), όσο εξαιτίας της αναχρονιστικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στα όρια του σκοταδισμού και του μεσαίωνα. Αντίθετα, αν το ΣτΕ είχε αποφανθεί με όρους στοιχειωδώς (φιλελεύθερου) κράτους δικαίου, ούτε γι’ αυτό το ζήτημα θα χρειαζόταν αναθεώρηση του Συντάγματος.