Σινεμά

Πένθος, μπαμπούλες, εκδικητές -από τον Old Boy

By N.

April 15, 2015

Αν έχεις κάνει ποτέ το πείραμα να δεις ταινία τρόμου σπίτι, μέρα μεσημέρι, με τα στόρια ανοικτά και τον ήλιο να μπαίνει από όλες τις μπάντες, θα έχεις ίσως διαπιστώσει πως όλα είναι μια σκάλα λιγότερο τρομακτικά. Σύμφωνοι, αυτό μπορεί και να μη λέει κάτι, η κατάλληλη ατμόσφαιρα παίζει ρόλο στα πάντα στη ζωή, ίσως όμως και να λέει, με την έννοια πως μια ταινία τρόμου επιδρά πάνω σου όχι τόσο αυτοτελώς, αλλά ως διαμεσολαβητής και ενεργοποιητής μιας γενικότερης -και συχνά αποσιωπημένης- συνθήκης φόβου. Το σκοτάδι μάς τρομάζει, το φως όχι. Πόσο αταβιστικά τρομακτικό είναι; Τι κρύβεται στο σκοτάδι; Ποιος μπορεί ποτέ να ξέρει; Πώς μπορείς να ξέρεις τι συμβαίνει εκεί που δεν βλέπεις; Το σκοτάδι, η νύχτα, ο ύπνος. Τι γίνεται στον ύπνο μας και πόσο τρομακτικά πράγματα συμβαίνουν εκεί, πόσο συσσωρευμένο άγχος εκλύεται εκεί; Σκοτάδι – ύπνος – θάνατος, είναι ανησυχητικό να μην μπορείς να δεις, υπάρχει κάτι ανησυχητικό όταν χάνεις τον έλεγχο της συνείδησής σου και κλείνεις τα μάτια.

Από την ταινία «Babadook: οι σελίδες του τρόμου»

Μόνο τα πορνό μπορούν να έχουν πιο άμεση επίδραση πάνω σου και απευθύνονται σε πιο πρωταρχικά ένστικτα. Υπό αυτή την έννοια, στις ταινίες τρόμου η καλλιτεχνική τους αξία είναι αρκετά ανεξάρτητη από το πόσο θα επιδράσουν πάνω σου τη στιγμή που τις βλέπεις. Όπως και στα πορνό, έχουμε οπτικά ερεθίσματα που ενεργοποιούν σχεδόν αυτόματα ένστικτα. Με κανένα άλλο κινηματογραφικό είδος δεν συμβαίνει αυτό, η κωμωδία είναι κάπως συγγενής στη σωματικότητα της επίδρασής της, αλλά για να γελάσεις στην κωμωδία αφενός θα πρέπει να είναι καλή και αφετέρου το πόσο θα γελάσεις εξαρτάται από τη ψυχοσύνθεσή σου, το πνεύμα σου κ.λπ. Ενώ στον τρόμο τρομάζουμε λίγο πολύ όλοι με τον ίδιο τρόπο. Για να μην παρεξηγηθώ, προφανώς και δεν εννοώ ότι όλες οι ταινίες του είδους είναι ένα αδιαφοροποίητο πράγμα. Υπάρχουν προφανέστατα σπουδαίες και άθλιες ταινίες τρόμου, ταινίες τρόμου που είναι μεγάλο σινεμά και ταινίες τρόμου που είναι ανέμπνευστες και κακογυρισμένες συνταγές, αλλά ακόμη και στις άθλιες, όταν είναι να τρομάξεις θα τρομάξεις. Και θα τιναχθείς. Και είναι εμπειρία. Κι αυτό το μπου, αυτό που σε τρομάζει, είναι σε πρώτο επίπεδο αυτό που βλέπεις στην οθόνη, σε ένα δεύτερο όμως τρομάζεις για σένα τον ίδιο. Τρομάζεις γιατί δεν είσαι ασφαλής. Τρομάζεις γιατί ξέρεις πως είσαι προσωρινός. Τρομάζεις γιατί ξέρεις πως άνα πάσα στιγμή κάτι κακό μπορεί να σου συμβεί, τρομάζεις γιατί ξέρεις ότι το κακό υπάρχει.

Στο «Babadook: οι σελίδες του τρόμου» έχουμε μια μητέρα και το εξάχρονο αγοράκι της. Όλοι οι γονείς καθησυχάζουν τα παιδιά τους πως τίποτα κακό δεν θα τους συμβεί. Όταν όμως το κακό έχει ήδη συμβεί, όταν ο πατέρας έχει σκοτωθεί πηγαίνοντας την μητέρα στο μαιευτήριο, τότε ο τρόμος, το άγχος, η ανησυχία, είναι βαθιά εγκατεστημένα. Περίοδος παιδικής χάριτος δεν υπάρχει, ο μπαμπούλας είναι εδώ. Η μητέρα τραβάει το χέρι του παιδιού της όταν πάει να την φιλήσει, τραβάει το πόδι του όταν κουρνιάζεται δίπλα της. Δεν έχει άντρα και δεν θέλει να βρει άλλον άντρα να τον υποκαταστήσει. Έχει όμως ένα παιδί που της λέει διαρκώς ότι θα την προστατέψει από τον μπαμπούλα. Δεν θα αφήσει να μπει στο σπίτι το κακό που έχει ήδη μπει. Μια απώλεια που πλήττει και τους δύο, ένα πένθος διαρκές, μια άρνηση της μάνας να πάει παρακάτω. Μια απουσία πατέρα και άντρα, που αντικαθίσταται από μία παρουσία μπαμπούλα.

Στο ντεμπούτο της, η Αυστραλιανή Τζένιφερ Κεντ μάς επιφυλάσσει μετρημένα «μπου», καθώς τα τινάγματα δεν είναι η βασική επένδυση της ταινίας, που στοχεύει περισσότερο στη συμβολική διάσταση των τεκταινομένων. Προσωπικά δεν ενθουσιάστηκα, νομίζω πως η ιδέα χρειαζόταν περισσότερη επεξεργασία, βρήκα το «Βabadook» μονοδιάστατο και τελικά αρκετά συμβατικό.

Από την ταινία «Με σειρά εξαφάνισης»

Η απώλεια ενός τόσο κοντινού προσώπου αν σε μια ταινία τρόμου γεννά τέρατα, μπορεί σε μια μαύρη κωμωδία να μετατρέψει έναν πολίτη της χρονιάς, σε εκδικητή περιωπής και φονιά. Ο Στέλαν Σκάργκαρσντ είναι Σουηδός που ζει δεκαετίες στη Νορβηγία, έχει παντρευτεί Νορβηγίδα κι έχουν ένα ενήλικο γιο. Είναι οδηγός ενος τεράστιου εκχιονιστικού μηχανήματος, για το οποίο υπάρχει και σχεδόν καθημερινή ανάγκη, καθώς βρισκόμαστε σε μια επαρχία της Νορβηγίας πνιγμένη παντού από χιόνι.  Όταν ο γιος του βρίσκεται νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών, αρνείται να πιστέψει πως δεν είχε καταλάβει πως ήταν ναρκομανής. Κι όταν ανακαλύπτει ότι μπλέχτηκε κατά λάθος κι από παρεξήγηση σε μια μεταφορά ναρκωτικών και τον δολοφόνησε η τοπική συμμορία κοκαΐνης, ποιος τον είδε και δεν τον φοβήθηκε. Αρχίζει να τους εκτελεί έναν – έναν. Τσαρλς Μπρόνσον λοιπόν; Θα μπορούσε, αλλά όχι, το «Με Σειρά Εξαφάνισης» του Χανς Πέτερ Μόλαντ καθόλου τέτοιου είδους ταινία δεν είναι. Δυο αντίπαλες συμμορίες που έχουν μοιράσει την περιοχή. Η μία Νορβηγών, έχει ως αφεντικό γηγενή ρατσιστή με δουλειά κληρονομημένη από τον μπαμπά και το ψευδώνυμο Κόμης, η άλλη Σέρβων (Αλβανών κατά τον Κόμη), με αρχηγό τον Μπρούνο Γκαντζ.

Χιόνι, κοκαΐνη και αίμα, «Πανηλίθιοι» ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας, η ηλιθιότητα, αγαπημένο θέμα των Κοέν, το χιόνι του Φάργκο, η πινακίδα της κωμόπολης να εμφανίζεται συνέχεια και να θυμίζει την πινακίδα του “Τwin Peaks”,  ο ρατσισμός ως ηλιθιότητα και η αμορφωσιά ως ηλιθιότητα,  μια ταινία που θα μιλήσει για τα εθνικά στερεότυπα  με απολαυστικό τρόπο, μια ταινία που κατ’ εξοχήν ορίζεται από τον τόπο της και το περιβάλλον της, μια ταινία που Σέρβοι γκάνγκστερ μιλούν με θαυμασμό για παροχές των νορβηγικών φυλακών, ή Νορβηγοί γκάνγκστερ μιλούν για το κράτος πρόνοιας που λειτουργεί μόνο στον Βορρά, καθώς όπου έχει ήλιο, από την μεσογειακή Ευρώπη ως την Καλιφόρνια, η οικονομία καταρρέει, μια ταινία όμως που τελικά δύσκολα περιγράφεται και αδικείται αν προσπαθήσεις να την περάσεις με λέξεις, μια ταινία απολαυστική στη θέασή της. Κι εδώ δεν ξέρω αν όλα αυτά τα αστεία κρύβουν κάποιο φοβερό βάθος, αλλά δεν έχει σημασία, λειτουργούν μια χαρά και ελπίζω και εύχομαι να μη γυριστεί χολιγουντιανό ριμέικ της, γιατί θα καταστραφεί η ιδιοπροσωπία της κι αυτό που την κάνει απολαυστική. Δυο Σέρβοι γκάνγκστερ καπνίζοντας αρειμανίως παρακολουθούν μια Νορβηγίδα να μαζεύει τα κακά του σκύλου της: με βαριά βαλκανική προφορά θα πει ο ένας στον άλλον: «Μα τι άνθρωποι είναι αυτοί;»

elculture.gr