Τέχνη & Πολιτισμός

Παναγιώτης Μανιάτης: Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση

By N.

February 12, 2018

Μία κριτική άποψη της ποιήτριας Φαίης Ρέμπελου

Το δοκίμιο του Παναγιώτη Μανιάτη “Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση” αποτελεί μια εμπεριστατωμένη μελέτη εκείνης της εποχής, βασισμένη ισόποσα σε δύο άξονες: Τέχνη (κυρίως ποίηση) και Επανάσταση. Ωστόσο, πέραν από την πρωτοτυπία και την επιστημονική σημασία του πονήματος αυτού (καθώς λίγοι έχουν γράψει για την παράλληλη πορεία τέχνης και επανάστασης, καθώς και για την αλληλεπίδραση της μίας με την άλλη), δεν θα ήταν παρά ένα εγχείρημα καθαρά ιστορικής σημασίας, εάν ο συγγραφέας δεν επιτύγχανε παράλληλα να μας προβληματίσει, να μας κάνει να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτήν την θεματολογία και σήμερα, να προβάλλει το τότε στο τώρα.

Από άποψη συγγραφικών κριτηρίων, η μελέτη αυτή είναι άρτια, καλογραμμένη, με τρόπο που το περιεχόμενο και η προβληματική της να γίνεται εύκολα κατανοητή.

Εκεί που, σε αυτή μου την κριτική ματιά κρίνω χρήσιμο να σταθώ είναι το περιεχόμενο του βιβλίου, που θα μπορούσε, με βάση την θεματολογία του, να ονομάζεται  και “Τέχνη, ιδεολογία και Επαναστατική συνείδηση”, και χωρίζεται σε δύο περιόδους, την Προεπαναστατική και την Επαναστατική περίοδο.

Κατά την γνώμη μου, από το βιβλίο αυτό προκύπτουν τέσσερα βασικά ζητήματα, με οποία κρίνω σκόπιμο ν’ ασχοληθώ σ’ αυτήν εδώ την κριτική προσέγγιση.

Το πρώτο θέμα είναι η ποίηση από τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα της Προεπαναστατικής περιόδου και κατά πόσο αυτή αφυπνίζει και θίγει τα προβλήματα που έχουν ακυρώσει τον άνθρωπο ως φύσει ολοκληρωμένη οντότητα και τον έχουν υποβαθμίσει ως σκλάβο, ως παθητικό αντικείμενο στο γρανάζι της παραγωγικής μηχανής. Και, επιπλέον, πως η τέχνη έρχεται να απεικονίσει και να ανασύρει στην επιφάνεια τη λαχτάρα αυτή που ενυπήρχε στον καταπιεσμένο λαό για επανάσταση.

Ένα δεύτερο ζήτημα, που θα ήθελα να θέσω εδώ, στην περίοδο της προ-επανάστασης, είναι κάτι που αφορά τόσο τη συγκεκριμένη επανάσταση, όσο και τις επαναστάσεις εν γένει. Είναι βέβαιο πως οι επαναστάσεις γεννιούνται ορμώμενες  από την οργή του λαού, και, συνάμα, από την ελπίδα του για ένα καλύτερο αύριο.

Τι θα είναι όμως αυτό το “αύριο” και που αποσκοπεί; Σε μια απλή ανατροπή και ανακατανομή της εξουσίας, και των υλικών αγαθών και μέσων παραγωγής; Σίγουρα, αυτή μπορεί να είναι η αρχή. Αν εμμείνουμε ωστόσο και περιοριστούμε εκεί τότε η Επανάσταση δεν κινδυνεύει να διαρκέσει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς ο κύκλος της ιστορίας, με ένα νέο κοσμοϊστορικό γεγονός, πχ μια νέα επανάσταση, ή, ακόμη και έναν πόλεμο, κινδυνεύει να την ανατρέψει; Τελικά, η επανάσταση γίνεται για την επανάσταση ως αναγκαία και μοιραία έκβαση των γεγονότων, όταν ακραίες καταστάσεις έχουν ωθήσει το λαό στα άκρα; Ή μήπως είναι, ταυτόχρονα και μια ευκαιρία;  Μία ευκαιρία για να χτιστούν οι βάσεις ενός δικαιότερου και πιο ανθρώπινου κόσμου, βάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να είναι μόνο υλικές αλλά και πνευματικές, και κυρίως, ανθρωποκεντρικές. Τότε, δεν θα πρόκειται πλέον για μια απλή αντικατάσταση ενός συστήματος εξουσίας από ένα άλλο (βραχύχρονη εξ’ ορισμού), αλλά για μια πλήρη ανατροπή του τρόπου σκέψης και του τρόπου ζωής.

Ψήγματα ενός παρόμοιου σκεπτικού αυτής της αναγκαιότητας συναντάμε ήδη σε κάποιους ποιητές της προεπαναστατικής περιόδου, σε ποιήματα των οποίων εκφράζεται το αίτημα να προτάσσεται η πνευματικότητα -που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης- του κέρδους και των υλικών αγαθών, τα οποία παράγονται για να εξυπηρετούν τον άνθρωπο, και όχι το αντίθετο, που εγκυμονεί τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια ανελεύθερη κοινωνία (π.χ. ποίημα Βασίλη Καμένσκι, “Ο φουτουριστής”).

Ένα τρίτο θέμα είναι η αμφιταλαντευόμενη στάση κορυφαίων ποιητών και λογοτεχνών απέναντι στην επανάσταση. Ο Πάστερνακ, αν και στην αρχή τάχθηκε υπέρ της επανάστασης, στη συνέχεια έγινε ευρύτερα γνωστός για το μυθιστόρημα του “Δόκτωρ Ζιβάγκο”, στο οποίο έπαιρνε αρνητική στάση απέναντί της. Το μυθιστόρημα αυτό δημοσιεύτηκε εκτός της Σοβιετικής  Ένωσης, ενώ του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει έπειτα από σφοδρές αντιδράσεις  στο εσωτερικό της χώρας του.

Πολλοί από τους λυρικούς και συμβολιστές ποιητές δεν είδαν θετικά την Οκτωβριανή Επανάσταση, και αρκετοί μετανάστευσαν. Οι συμβολιστές και λυρικοί ποιητές εν γένει θεωρούνταν από την επαναστατική ιδεολογία ως ποιητικοί εκπρόσωποι της παλιάς κοινωνίας. Ο Γεσένιν γενικώς παραμένει στο ποιητικό του ύφος ως “ποιητής του χωριού”, το οποίο για να εξελίξει και να διαδώσει σύμφωνα με την προσωπική του ανάγκη για έκφραση, η οποία δε συναντά απόλυτα τις πολιτικές ανάγκες της επαναστατικής περιόδου, ακολουθεί μια ζωή πλάνητα ταξιδευτή, με όλο το ρίσκο και τις δυσκολίες της, για να καταλήξει αυτόχειρας σε νευρολογική κλινική, μη βρίσκοντας τελικά τις κατάλληλες συνθήκες για έκφραση και την ιδανική κοινωνία που ονειρευόταν, ούτε στις καπιταλιστικές ΗΠΑ ούτε στη νέα επαναστατική Σοβιετική Ένωση. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται επίσης στο γνωστότερο ποιητή που τάχθηκε υπέρ της οκτωβριανής επανάστασης Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι.

Με βάση αυτά τα παραδείγματα, που παρατίθενται στο σύγραμμα του Παναγιώτη Μανιάτη τίθεται ένα τρίτο και βασικό ερώτημα για το ποια θα πρέπει να είναι η στάση μιας επαναστατημένης κοινωνίας απέναντι στο “παλιό”. Θα πρέπει να το απορρίπτει τελείως, αναιρώντας την κάθε βάση, αναιρώντας ριζικά τον παρελθόντα χρόνο, ή μήπως να κρατά ζωντανές κάποιες ιστορικές μνήμες για να αποφεύγει τα λάθη του παρελθόντος και κάποιες καλλιτεχνικές δημιουργίες, διατηρώντας έτσι το πλουραλιστικό στοιχείο στην τέχνη και την ελευθερία στην έκφραση; Για να μιλήσουμε πιο απτά, πιο…λαϊκά, πρέπει να καίει οτιδήποτε στο διάβα της ή μόνο ό,τι θεωρείται ξερό, δηλαδή αναχρονιστικό, ανούσιο, που δεν έχει πια να πει τίποτα;

Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμη και ο φιλελευθερισμός, ως πολιτικό στάδιο, διαδέχθηκε την απόλυτα αντιλαϊκή και άκαμπτη φεουδαρχία. Το αν έχει κάτι να προσφέρει ή αν έχει φτάσει σ’ ολόκληρο τον δυτικό κόσμο σε τραγικό αδιέξοδο αποτελεί ένα άλλο ζήτημα.

Εδώ φτάνω στο τέταρτο θέμα προς προβληματισμό που το βιβλίο αυτό του Παναγιώτη Μανιάτη μου γεννά και μου εμπνέει. Το θέμα της κουλτούρας και της επαναστατικής συνείδησης. Ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Όπως ο συγγραφέας αναφέρει, τον Οκτώβρη του 1917 ιδρύθηκε η Προλετκουλτ με σκοπό την δημιουργία ενός αυστηρά προλεταριακού πολιτισμού από τους ίδιους τους προλετάριους. Ο πολιτισμός θεωρείται ένα μέσο (όπως η οικονομία και η πολιτική) για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Είναι βέβαιο πως ο πολιτισμός είναι η τρίτη αυτή διάσταση που εξασφαλίζει τη συνοχή μιας κοινωνίας. Κατά πόσο όμως η τέχνη πρέπει -και μπορεί, από την φύση της- να είναι στρατευμένη και υποχρεωμένη να υπηρετεί και να εκφράζει τα συμφέροντα ή έστω και την φωνή μίας τάξεως; Αυτό, αν και υπήρξε μια ελευθερία ως προς τη μορφή, (γι’ αυτό και συναντάμε διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα όπως τους φουτουριστές, κονστρουκτιβιστές, παραγωγιστές κ.τ.λ.), δεν θέτει ένα σαφέστατο χαλινάρι ως προς την ελευθερία της έκφρασης, αφορίζοντας έτσι ένα μεγάλο κομμάτι της λογοτεχνικής έκφρασης και του φιλοσοφικού στοχασμού; Θα τολμούσα εδώ να κάνω έναν παραλληλισμό με τη νέα διαδρομή ενός τραίνου που όμως εκτροχιάζει προχωρώντας τις πίσω της ράγες, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένα από τα κυριότερα επιτεύγματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του πολιτικού του τέκνου του φιλελευθερισμού είναι η κάθετη (ταξική) κινητικότητα που έσπασε το ταμπού της αιώνιας μοίρας της κοινωνικής τάξεως που επικρατούσε, σε βαθμό θρησκευτικής μοιρολατρίας, στο προγενέστερο σύστημα, της φεουδαρχίας. Αν και η αλήθεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, αυτή η ελευθερία κινήσεων εντός του καπιταλισμού δύσκολα επιτεύχθηκε, στη Σοβιετική Ένωση θεωρώ ότι καταργήθηκε και ισοπεδώθηκε τελείως. Αυτό, αν και σε πολιτικό επίπεδο είναι κατανοητό από το κομμουνιστικό σύστημα που στηρίζει την ισότητα των υλικών αγαθών, ωστόσο, σε πνευματικό επίπεδο αποστερεί τον άνθρωπο από την ανάγκη της αναζήτησης και της εξέλιξης και επομένως την ελευθερία για προσωπική ανάπτυξη.

Αυτό το συμπέρασμα βγάζω από τις καλλιτεχνικές πεποιθήσεις τόσο του ΛΕΦ (Αριστερού Μετώπου Τεχνών που ιδρύθηκε στη Μόσχα στα τέλη του 1922), όσο και της Πρόλετκουλτ. Κυριαρχεί και στις δύο αυτές σημαντικές οργανώσεις η πεποίθηση ότι ο καλλιτέχνης είναι ο τεχνίτης που υπηρετεί την τάξη του και ότι η τέχνη είναι “οργάνωση της ζωής”, ότι δηλαδή η εργασία σχετίζεται με-ή βρίσκει την έκφρασή της στην καλλιτεχνική δημιουργία.

Αυτήν την περίοδο, γύρω στα 1930 γεννιέται και αναπτύσσεται και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, η τέχνη δηλαδή που υμνεί την ένδοξη απελευθέρωση του προλεταριάτου με ρεαλιστική τεχνοτροπία. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στη συνέχεια επικρατεί και γίνεται το κυρίαρχο ρεύμα στις επαναστατημένες σοσιαλιστικές χώρες, εκτοπίζοντας από τον χώρο της τέχνης όλα τα άλλα ρεύματα.

Σ’ αυτό το σημείο δεν μπορώ βέβαια να μην αναφέρω και κάποια σημαντικά, θετικά στοιχεία εκείνης της περιόδου, όπως:

α) ότι αρκετοί ποιητές συμμερίζονταν την θεωρία του “κοσμικισμού”, σύμφωνα με την οποία ολόκληρο το Σύμπαν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στην επαναστατική διαδικασία. Αυτή είναι μια σαφώς ευρύτερη αντίληψη, και, αν και πολλοί είδαν σε αυτήν τάσεις φυγής από τη “γήινη πραγματικότητα” και τα προβλήματά της, κάποιοι άλλοι ανακάλυψαν σ’ αυτήν την πίστη στην απεριόριστη δύναμη της δουλειάς και της επιστήμης.

β) στην ίδια την απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΡ, το 1925, σχετικά με την “Πολιτική του κόμματος στον τομέα της λογοτεχνίας”, διευκρινίζεται ότι το κόμμα δεν ταυτίζεται μα κάποια λογοτεχνική ομάδα, ούτε παραχωρεί το νομιμοποιημένο μονοπώλιο σε κάποια, ακόμη και στην πιο προλεταριακή, και θα καταπολεμήσει στους κύκλους του την περιφρονητική στάση απέναντι στην παλιά πολιτιστική κληρονομιά, όπως και την καταγγελία της απόπειρας για μια προλεταριακή λογοτεχνία καθαρά “θερμοκηπίου”. Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν, αυτός ο κίνδυνος έγινε αντιληπτός και από το ίδιο το κυρίαρχο Κομμουνιστικό Κόμμα.

Αφού λοιπόν έθιξα τα τέσσερα κρίσιμα θέματα προς προβληματισμό που το σύγγραμμα του Παναγιώτη Μανιάτη “ Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση” μου ενέπνευσε, θα ήθελα να πω ότι έγραψα αυτήν την κριτική προσέγγιση με βάση την κριτική σκέψη και τον γόνιμο προβληματισμό, μα, πάνω απ’ όλα, την πίστη μου σ’ ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση της κάθε έννοιας: την διαλεκτική, όπως γεννήθηκε και εφαρμόστηκε στην Αρχαία Ελλάδα, αναπτύχθηκε στο έργο του Καντ και του Χέγκελ, και αποτελεί την βάση του κάθε επιστημονικού στοχασμού, ακόμη και σήμερα, αν όχι ειδικά σήμερα, στις δύσκολες αυτές εποχές που διανύουμε.

Τέλος, θα ήθελα να προσθέσω ότι το βιβλίο του Παναγιώτη Μανιάτη “Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση” έχει διπλή σημασία, καθώς πραγματεύεται, μέσα από την αλληλεπίδρασή τους, δύο μείζονα θέματα: την Τέχνη και την Επανάσταση.

Από αυτές τις δύο σκοπιές κεντρίζει το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη, όχι μόνο σαν ένα πόνημα απλών ιστορικών αναφορών, αλλά σαν μια εμπεριστατωμένη μελέτη που μπορεί να ιδωθεί και να κατανοηθεί και υπό το πρίσμα και τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα του παρόντος.