Σινεμά

O Βασιλιάς των Λιονταριών [κριτική]

By N.

July 26, 2019

του Νικήτα Φεσσά

Πριν από 25 χρόνια ο δωδεκάχρονος τότε γράφων μαγευόταν (στο Αττικόν της οδού Σταδίου, αυτό το κομψοτέχνημα που δυστυχώς είναι πλέον σε μεγάλο μέρος του κατεστραμμένο από εμπρησμό) από την πρώτη, ζωγραφισμένη ‘στο χέρι’ εκδοχή της ιστορίας που μπορεί να συνοψιστεί ως: ‘o Aμλετ στη ζούγκλα, με ολίγον από Bambi’.

Ως νεαρός ενήλικας ξαναμαγεύτηκε από τη μεταφορά της ίδιας ιστορίας ως μιούζικαλ σε θέατρο του West End του Λονδίνου.

Σε μεγαλύτερη ηλικία έγινε πιο κυνικός και καχύποπτος, και δεν έλπιζε πια ότι θα γοητευτεί στον ίδιο βαθμό από την κραυγαλέα φιλομοναρχική προπαγάνδα, αυτή τη φορά γυρισμένη φωτορεαλιστικά — κάτι σαν ντοκιμαντέρ του Discovery Channel για άγρια ζώα, τα οποία όμως μιλάνε και τραγουδάνε.

Σε μια προσοδοφόρα στρατηγική, εδώ και κάποια χρόνια η Disney ξαναγυρνάει κλασικά animation της (H Πεντάμορφη και το Τέρας, Το Βιβλίο της Ζούγκλας, Αλαντίν, Ντάμπο) υπό τη μορφή ενός συνδυασμού ‘live action’ και CGI, με ανάμικτα αποτελέσματα σε αισθητικό και άλλα επίπεδα, και λαμβάνοντας χλιαρές κριτικές. Ήταν, ωστόσο, αναπόφευκτο (;) ότι θα δοκίμαζε να (ξανα)βγάλει λεφτά και από μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της.

Και πράγματι, το τεχνικό κομμάτι του ‘καινούργιου’ Βασιλιά των Λιονταριών είναι σχεδόν άψογο, καθώς συχνά δεν καταλαβαίνεις αν βλέπεις ζώα, φυτά, και τοπία ‘πραγματικά’, ή δημιουργημένα σε υπολογιστή.

Αρκεί όμως αυτό; Διότι μέσα στον υπερ-ρεαλισμό θυσιάζεται το απαράμιλλο παραδοσιακό καλλιτεχνικό άγγιγμα και στιλ που έκανε διάσημη την Disney, χάνεται αυτή η αίσθηση της παλιάς τέχνης και τεχνικής. Πολλά από τα αυθεντικά ‘υλικά’ (συμπεριλαμβανομένης της μεγαλοπρεπούς φωνής του James Earl Jones ως Μουφάσα – για τη μη μεταγλωττισμένη βερζιόν — από την αρχική διανομή ρόλων) διατηρούνται, και ο σκηνοθέτης Jon Favreau, ο οποίος ξαναγύρισε και το Βιβλίο της Ζούγκλας, πατάει πιστά, ίσως περισσότερο πιστά από όσο χρειαζόταν, πάνω στην παλιά συνταγή. Η πλοκή παραμένει ακριβώς η ίδια, όπως και οι περισσότερες σκηνές και τα πλάνα, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος από τη διάσημη μουσική και τα τραγούδια των Elton John, Tim Rice, και Hans Zimmer.

Ωστόσο, αν αφαιρέσει κανείς το σήμα κατατεθέν της εταιρείας, τουτέστιν τον ανθρωπομορφισμό των ζώων, τα μεγάλα εκφραστικά μάτια με τις βλεφαρίδες, τα ανθρώπινα στόματα και τις γκριμάτσες, είναι δύσκολο να ξαναδημιουργήσει την ίδια μαγεία, αλλά και, τουλάχιστον για τους ενήλικ@ θεατ@, να (ξανα)μπουν στο τριπάκι. Θα ήταν άραγε το ίδιο δημοφιλείς ο Μίκυ και ο Ντόναλντ, εάν ο ένας έμοιαζε με πραγματικό ποντικό, και ο άλλος δεν φορούσε στολή ναύτη;

Και είναι κι αυτά τα politics της αρχικής ιστορίας και ταινίας που παραμένουν προβληματικά, με όσο ‘wokeness’ κι αν τη διανθίσουν οι ιθύνοντες, απευθυνόμενοι στο κοινό του 2019. Εδώ ο Donald Glover παίζει τον Σίμπα σε μεγαλύτερη ηλικία, ενώ οι λιονταρίνες είναι ενδυναμωμένες, με τη Beyoncé να δανείζει τη φωνή της στη Νάλα – και, όπως αναμενόταν, να λέει κι ένα καινούργιο, αδιάφορο σουξεδάκι, που όμως θα αποφέρει σε αυτή και το στούντιο λίγα εκατομμύρια παραπάνω.

Μέρος του λευκού καστ της παλιάς ταινίας αντικαθίσταται εδώ από μαύρους ηθοποιούς — κάτι που, ωστόσο, δημιουργεί νέες συζητήσεις όσον αφορά την αναπαράσταση, θέματα σχετικά με την ταύτιση μαυρότητας και ζωικότητας, συζητήσεις περί φετιχοποίησης και ουσιοκρατίας που πυροδοτούνται ήδη από το αρχικό κείμενο. Για να μη μιλήσουμε για το γεγονός ότι ο βασικός ‘κακός’ χαρακτήρας παραμένει αυτός που είναι ‘παραμορφωμένος’.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τεχν(ολογ)ικό επίτευγμα. Τώρα, εάν αυτό το επίτευγμα θα αποκτήσει κάτι από την αίγλη του κλασικού, ο χρόνος θα δείξει.

Βαθμολογία 3,5/5

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Λιλά για τη φιλοξενία