Απόψεις

Ο ρατσισμός, η υποκρισία, και η σημαία που δεν χρειαζόταν ο Αμίρ

By N.

November 08, 2017

Του Χάρη Καλαμπόκη

Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία δεν αποτελούν μονοπώλιο των φασιστικών/ναζιστικών οργανώσεων. Μπορεί οι ίδιες να παλεύουν να τα εξυψώσουν σε ένα νέο επίπεδο νομιμοποιημένης κανονικότητας, και να τα εδραιώσουν ως βασικά στοιχεία ενός νέου –ή παλιού άραγε;- μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, όμως υπάρχουν στοιχεία στην ελληνική κοινωνία που άλλοτε ως κυρίαρχη νοοτροπία, άλλοτε ως κατάλοιπα του περιβάλλοντος, προσφέρουν έναν πιο πολύπλοκο χαρακτήρα στο φαινόμενο του ρατσισμού. Η φασιστική επίθεση με πέτρες στο σπίτι του μικρού Αμίρ είναι ένα ξεκάθαρο δείγμα ρατσισμού. Χρειάζεται όμως να είσαι οπλισμένος με πέτρες για να θεωρηθείς ρατσιστής ή μήπως πρέπει να βάλουμε πιο χαμηλά το μέτρο;

Υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό πολιτών, που αν και ποτέ (;) δεν θα έμπαιναν στην διαδικασία να επιτεθούν με πέτρες σε ένα 11χρονο παιδί, τα αντανακλαστικά τους, τους οδηγούν στο να δικαιολογούν τους επιτιθέμενους και όχι να υπερασπίζονται το θύμα. Το ποσοστό αυτών των ανθρώπων φυσικά δεν το αποτελούν μόνο οι  χαμένοι από την επικαιρότητα αστέρες του ποδοσφαίρου, των οποίων τις δηλώσεις είναι διατεθειμένοι να αναπαράγουν  -χωρίς πάντα να υιοθετούν-, ακόμα και για έναν χρόνο, οι δημοσιογράφοι. Το ποσοστό αυτό αποτελείται από όλους όσους, στον απόηχο μίας πολύ σοβαρής επίθεσης κατά της ζωής ενός 11χρονου, επέλεξαν να αναδείξουν σε θέματα υψίστης σημασίας το αν ο Αμίρ βρίσκεται στην Ε’ ή στην ΣΤ’ Δημοτικού και αν όντως έπρεπε να συμμετάσχει στην κλήρωση. Πρόκειται για μία «έντεχνη» αποφυγή της συζήτησης του περιστατικού της επίθεσης, που ξεκάθαρα ενέχει στοιχεία ρατσιστικά, όπως όμως είναι ξεκάθαρο –και αξίζει να σημειωθεί- πως και η συστολή του να ταχθεί κανείς ευθέως υπέρ της επίθεσης, που τον κάνει να οδηγείται σε τέτοιου είδους «έντεχνες» συμπεριφορές, αποτελεί απόδειξη πως ο ρατσισμός σε μεγάλο ποσοστό των συνειδήσεων καταγράφεται ως κάτι το αρνητικό.

Δεν χρειάζεται να έχεις τάγματα εφόδου για να είσαι ρατσιστής. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία συναντώνται σε πολλές διαφορετικές μορφές, και όντας διαπαιδαγωγημένοι από μία κοινωνία που ενέχει τέτοια χαρακτηριστικά, όλοι μπορεί να βρούμε στους εαυτούς μας κατάλοιπα. Η διαφορά έγκειται μεταξύ αυτού που πολεμάει και το τελευταίο κατάλοιπο, παλεύοντας για μια διαφορετική κοινωνία, και αυτού που είναι πρόθυμος να υποστηρίξει κάθε ιδέα για να υπερασπιστεί την ρατσιστική κοσμοθεωρία που έχει ήδη οικειοποιηθεί. Οι «έντεχνες» συμπεριφορές μάλλον είναι ικανές να εντάξουν όσους ενδιαφέρονται περισσότερο για την τάξη του Αμίρ στην δεύτερη κατηγορία. Όλα αυτά τα ζητήματα που επιλέγουν να αναδείξουν, θα μπορούσαμε να τα συζητήσουμε αφού θα έχουμε λήξει πως κανένας 11χρονος δεν δέχεται επίθεση λόγω του χρώματος του δέρματός του, της καταγωγής του, ή του ότι θέλει να κρατήσει την σημαία του κράτους στου οποίου την περιφέρεια ζει με την οικογένεια του. Το να μη δίνεις προτεραιότητα στην ασφάλεια των προσφύγων, αλλά στο αν δικαιούνται να κρατήσουν τη σημαία «της πατρίδας σου», δεν μπορεί να αποδοθεί σε κατάλοιπο του «κακού εαυτού» της κοινωνίας, αλλά σε πλήρη υποστήριξη των ρατσιστικών θέσεων.

Φυσικά, κάθε άλλο παρά καθολικές ήταν αυτές οι αντιδράσεις. Δεν μπορούμε να ξεχνάμε την αλληλεγγύη που ο λαός έδειξε, και συνεχίζει να δείχνει στους πρόσφυγες. Από την πρώτη φουσκωτή βάρκα μεταναστών που έφτασε στα ελληνικά παράλια, χιλιάδες άνθρωποι έσπευσαν να βοηθήσουν, και να προσφέρουν τα απαραίτητα για την κάλυψη των βασικών αναγκών των προσφύγων. Σε αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να γίνει μία συζήτηση για το που μπαίνει ο πήχης στα απαραίτητα και ποιες είναι οι βασικές ανάγκες. Αρκεί η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η τροφή και η στέγη (τα οποία για κανέναν λόγο δεν θεωρούνται εξασφαλισμένα) για να θεωρηθεί πως οι μετανάστες ζούνε αξιοπρεπώς;

Ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε την ελληνική σημαία στον μικρό Αμίρ, προσπαθώντας συμβολικά να διαβεβαιώσει πως οι μετανάστες έχουν τη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, και επικοινωνιακά να ελαφρύνει από τους δικούς του ώμους το βάρος της ευθύνης για όσα είναι αναγκασμένοι να βιώνουν οι μετανάστες. Γιατί το να καλέσεις ένα προσφυγόπουλο στο γραφείο σου και να του δώσεις μία σημαία, είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να μην υπογράφεις με την Τουρκία συμφωνίες που δυσχεραίνουν τη θέση των προσφύγων, να μην στέκεσαι ανάξιος στο να κάνεις πράξη την αλληλεγγύη που διακηρύσσεις, και το να μην αντιλαμβάνεσαι τους πρόσφυγες ως διαπραγματευτικό σου χαρτί απέναντι στην ΕΕ, αλλά ως ανθρώπους. Ο Αλέξης Τσίπρας, και η ελληνική κυβέρνηση φυσικά, έχουν σταθεί ανεπαρκείς στα εύκολα, όπως για παράδειγμα, στο να μην πηγαίνουν βόλτα στο Καστελλόριζο με τους ναζί που στηρίζουν εγκληματικές ενέργειες όπως η επίθεση κατά του Αμίρ. Θα ήταν υπεραισιόδοξο να αναμένουμε οτιδήποτε θετικό ως προς τα δύσκολα.

Ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε στον μικρό Αμίρ την ελληνική σημαία, και καλούμαστε να αναρωτηθούμε κατά πόσο ο μικρός πρόσφυγας πράγματι την χρειαζόταν. Ο Αμίρ, όπως και κάθε πρόσφυγας, κάθε ηλικίας, δεν έχει ανάγκη την ελληνική σημαία. Έχει ανάγκη να είναι ελεύθερος να κρατάει όποια σημαία επιθυμεί, χωρίς να διακυβεύεται η σωματική του ακεραιτότητα ή ακόμα και χωρίς να είναι δακτυλοδεικτούμενος. Δεν έχει σημασία ποιά άποψη έχει ο καθένας μας για τις σημαίες. Μπορούμε να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε στο ότι ο βασικός σκοπός που επιτελεί κάθε σημαία είναι ο διαχωρισμός, ή στο ότι οι σημαίες που έχουν αναφορά στα έθνη, ως σύμβολα αναπαράγουν μία πλαστή ενότητα που καμία σχέση δεν έχει με τα συμφέροντα του λαού. Επιπλέον, πέρα από το αντικείμενο του συμβολισμού, μπορούμε να συζητήσουμε για την ίδια την ουσία του συμβόλου. Την παρούσα στιγμή όμως μιλάμε για ελευθερίες. Αυτό που οφείλουμε να υπερασπιστούμε είναι η ελευθερία του Αμίρ να κρατάει όποια σημαία επιθυμεί χωρίς να φοβάται, ανεξάρτητα από τη δική μας γνώμη για αυτή τη σημαία ή ακόμα και ανεξάρτητα από το πώς χρησιμοποιείται από όσους τοποθετούμε απέναντι μας.

Είναι οι ελευθερίες μας που πρέπει να υπερασπιστούμε. Οι ελευθερίες αυτές που η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να ανταλλάξει με ένα κομμάτι πανί. Γιατί η σημαία δεν είναι ικανή από μόνη της να προστατεύσει τον Αμίρ από τις επιθέσεις. Η ελευθερία του να την κρατά όμως θα είχε καταστήσει ήδη την συζήτηση αυτή ανούσια. Και δεν θα μπορούσαμε να έχουμε εμπιστοσύνη στο κράτος ώστε να εγγυηθεί αυτήν την ελευθερία, όπως και κάθε ελευθερία, τη στιγμή που το ίδιο μας τις στερεί. Η υπεράσπιση των προσφύγων είναι πάνω απ’όλα στο δικό μας χέρι, και είναι και δική μας υπεράσπιση. Είναι υπεράσπιση του κόσμου που θέλουμε να ζήσουμε, των δικαιωμάτων που θέλουμε να είναι αναφαίρετα, και της δυνατότητας να περπατάμε στον δρόμο παρέα με όποιον θέλουμε, κρατώντας ό,τι θέλουμε και μιλώντας σε όποια γλώσσα θέλουμε, χωρίς να φοβόμαστε κάποιον που αυθαίρετα θεωρεί πως ο κόσμος του ανήκει. Ο κόσμος μας χωράει όλους. Εκτός από τους φασίστες. Και θα τον κερδίσουμε.

Πηγή: bakiri