Τέχνη & Πολιτισμός

Ο λύκος ο βιγλάτορας που φύλαγε τη βίγλα – του Μιχάλη Καλούπη

By N.

February 24, 2016

Λίγη μαγεία χρειαζόμαστε, λίγο αλατοπίπερο στην «πραγματικότητα».

Τρομακτικά έντονη και ασύλληπτη ενέργεια, ενσωματωμένη θαρρείς στο dna μας, πεθαίνει μονάχα όταν μας αναγκάσουν να τη σκοτώσουμε.

Πάνε δεκαπέντε χρόνια και βάλε από τότε που καθετί μες το παιδικό μυαλό μου αποκτούσε πολύ εύκολα υπόσταση, χρώματα και χαρακτηριστικά, δεκαπέντε χρόνια από τότε που άρχισαν να με βομβαρδίζουν με γραμματικές, ορθογραφίες και κλάσματα ομώνυμα · τότε είναι που ξεκινά και η αρχή του τέλους για τη φαντασία των περισσότερων παιδιών, αφού ο καλύτερος τρόπος για να πνίξεις τη σκέψη και τη δημιουργικότητά τους, είναι τα σχολικά εγχειρίδια· τι ταιριαστή ειρωνεία η κυριολεκτική ερμηνεία της λέξης ‘εγχειρίδιο’ να είναι το στιλέτο, ένα μαχαίρι δίκοπο που χρησιμοποιείται σαν όπλο με το οποίο σκοτώνουμε τη φαντασία, τόσο τη δική τους όσο και τη δική μας σαν εκπαιδευτικούς και ενήλικες.

Υπάρχει στη Χίο μία εκπληκτική διαδρομή που ενώνει το νότιο τμήμα του νησιού με το χωριό Σιδηρούντα, τον προσωπικό μου πλέον ήσυχο παράδεισο και τόπο που κατοικούν μέχρι και σήμερα θαρραλέα και πεισματικά ο παππούς και η γιαγιά μου -εκείνοι κι άλλοι 4 κάτοικοι σ’ολάκερο τον οικισμό. Το χωριό στέκει σε ένα ύψωμα, μοναχικό και περήφανο σαν άλλο γαλατικό χωριό στη μέση του πουθενά. Από κάτω το μόνο που βλέπεις είναι το ατέλειωτο μπλε της θάλασσας και σου ορκίζομαι πως εκεί κρύβεται το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα που θα δεις ποτέ.

Στο δρόμο σου λοιπόν, οδηγώντας παραλιακά, συναντάς τις παλιές βίγλες (από το ιταλικό Vigilare, που σημαίνει επιτηρώ/προσέχω) κάτι μικρούς πετρόχτιστους πύργους χωρίς πόρτα, που στέκουν κατά μήκος της ακτής, φύλακες του νησιού, χτισμένες σε ακρωτήρια ή σε απόμερα υψώματα. Η ιστορία τις θέλει να λειτουργούν ως προειδοποίηση, ένα σύστημα όπως αυτό που θαυμάσαμε στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τότε που η Γκόντορ  ζήτησε βοήθεια από το Ρόχαν, ανάβοντας τον φάρο της Μίνας Τίριθ· οι βίγλες ήταν τοποθετημένες σε στρατηγικά σημεία έτσι ώστε να έχουν οπτική επαφή η μία με την άλλη και χτισμένες σε σειρά να φτάνουν μέχρι το χωριό. Μόλις ο βιγλάτορας εντόπιζε κάποιο εχθρικό ή πειρατικό πλοίο στη θάλασσα, άναβε στο παράθυρο της βίγλας έναν πυρσό αν ήταν βράδυ ή έστελνε στον ουρανό σκούρο καπνό αν ήταν μέρα.

Στο θέαμά του, όλες οι υπόλοιπες βίγλες, μία μετά την άλλη, ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία ώσπου το σήμα έφτανε στον οικισμό και έτσι υπήρχε χρόνος για να οχυρωθούν και να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους. Σε αυτές τις βίγλες λοιπόν υπήρχε ένα πολύ μικρό παραθυράκι με ένα μαύρο σίδερο στην άκρη του, το οποίο όταν το κοιτούσες από μακρυά, από το δρόμο που ταξίδευε το αμάξι μας, έμοιαζε με μακρόστενο κεφάλι ζώου. Θα ήμουν 7 ή 8 χρόνων όταν το παρατήρησα πρώτη φορά και ρώτησα τον πατέρα μου σε μία διαδρομή μας:

«Τι είναι αυτό το μαύρο στο παράθυρο;» «Α,αυτός είναι ο λύκος που φυλάει τη βίγλα». Δε χρειάστηκαν παραπάνω λόγια, ίσως να είπε και κάτι ακόμα, μα εγώ δεν άκουσα. Μία έκρηξη φαντασίας στιγμιαία παρέλυσε το μυαλό μου και ο λύκος έφτασε μέχρι το παράθυρο του αυτοκινήτου σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ένιωθα την ανάσα του, μύριζα τα χνώτα του κι έβλεπα μια λύσσα να στάζει από τα δόντια του που ήταν σαν πριόνια. Τα μάτια του κόκκινα σαν το αίμα και τα νύχια λασπωμένα, θεόρατος γέμιζε ολόκληρη τη βίγλα και ήταν έτοιμος να κατασπαράξει τον οποιονδήποτε πλησίαζε· με είχε δει που κοίταξα, ήξερα πως ήταν βλασφύμια να παρατηρώ το μεγαλείο του κατάματα, εγώ το μικρό κι ασήμαντο παιδάκι και τώρα θα ερχόταν το βράδυ να με ξεσκίσει στον ύπνο μου, υπολόγιζα ήδη την πορεία που θα ακολουθούσε βγαίνοντας από τη βίγλα έως το κρεβάτι μου -καμιά σαρανταριά πελώριες δρασκελιές από λόφο σε λόφο και ήταν ήδη εκεί, έξω από το παράθυρό μου, λίγο πριν με λιανίσει. Πόσο ανόητος ήμουν να κοιτάξω. «Είναι κακός ο λύκος;», θυμάμαι να ρωτάω και η φωνή μου θα είχε σπάσει, ίσως έτρεμε. «Άμα δεν τον ενοχλήσεις δε θα σε πειράξει, αυτός φυλάει τη βίγλα του, δε βγαίνει από αυτήν.» Ο πατέρας μου είχε καταλάβει απ’ευθείας τις σκέψεις μου.

Ηρέμησα μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν κινδυνεύω από τον λυκοφύλακα, όμως για μερικά χρόνια ακόμα, κάθε φορά που περνούσαμε, έβλεπα στα κλεφτά το σιδερένιο κεφάλι του κι ορκίζομαι πως κουνιόταν, κάθε φορά ήταν σε ελαφρώς διαφορετικό σημείο, κι ήξερα πως με κοιτάζει και περιμένει να πάω κοντά για να με κατασπαράξει. Κι εγώ έκανα αδιάφορα πως δε κοιτάζω, μονάχα όταν ήμασταν μακρυά πια κι ένιωθα ασφάλεια, έριχνα ένα κρυφό, αδιάφορο τάχα μου βλέμμα στα πεταχτά, πάνω απ’τον ώμο μου.

Στα χρόνια που πέρασαν και «μεγάλωσα» αρκετά ώστε να ξέρω την αλήθεια, συνειδητοποίησα πόσο πιο άνοστη είχε γίνει πια η διαδρομή, πόσο πιο φτωχός κι εγώ σε συναισθήματα και εικόνες. Δεν ξέρω αν άξιζε η θυσία του μαγικού πλάσματος για χάρη της «πραγματικότητας».

Αυτές οι σκέψεις και παρόμοιες μου ήρθαν στο μυαλό προχθές, καθώς περπατούσαμε με τα παιδιά της ποδοσφαιρικής ακαδημίας μας μέχρι το κοντινό φράγμα για να συμμετάσχουμε στη δεντροφύτευση που είχε οργανωθεί από το σύλλογο πυρόσβεσης του χωριού. Κοιτώντας το νερό, ένας πιτσιρίκος μου λέει: «Κύριε, εδώ λέει ο μπαμπάς πως μένει ένας δράκος»

Ο τόνος της φωνής του ήταν επιτηδευμένα κοροϊδευτικός, σαν να ντρεπόταν να παραδεχτεί από μόνος του πως πίστευε κι αυτός στο δράκο, αλλά μέσα στη φωνή του κρυβόταν μία ξεκάθαρη ελπίδα πως θα επιβεβαιωθεί η ύπαρξη του μυθικού πλάσματος κι από κάποιο τρίτο άτομο, πιο αντικειμενικό, που δε θα είχε κανέναν λόγο να πει ψέμματα. Γιατί έτσι συμβαίνει, τα πάντα φαντάζουν δυνατά στο παιδί, μέχρι να’ρθει κάποιος να τα ισοπεδώσει όλα, συνήθως χωρίς λόγο.

«Ναι, το ξέρω, τον είχα δει μια φορά που είχα έρθει να τρέξω». Το είπα όσο πιο φυσικά γινόταν, σαν να μην ήταν τίποτα σπουδαίο και συνέχισα να περπατάω. Όλα τα παιδιά που ήταν πίσω μου, πάγωσαν. Πραγματικά, ήταν λες και η θερμοκρασία έπεσε 10 βαθμούς ακαριαία. «Αλήθεια;;» «Ναι αλήθεια, τι, ψέμματα;» άρχισαν να σκύβουν ο ένας προς τον άλλον και να ψιθυρίζουν, ενθουσιασμός και ένταση. «Κι είναι τεράστιος;;;» «Ε, όχι πολύ μεγάλος, είναι όσο περίπου ένα άλογο, οι μεγάλοι δράκοι έχουν πεθάνει πια.» «Και πώς θα τον δούμε;;» «Δε μπορείς να τον δεις, μόνο πολύ σπάνια, πρέπει να είσαι τυχερός, επειδή έχει το χρώμα του νερού και είναι και πολύ πονηρός. Όταν βλέπει κόσμο, κρύβεται μέσα στο φράγμα και δεν βγαίνει, θέλει την ησυχία του και καλά θα κάνουμε να μην τον ενοχλούμε».

Κατάλαβα πως αυτές οι μυθοπλασίες είναι ένας καλός τρόπος για να κρατάνε οι γονείς τα παιδιά τους μακρυά από μέρη που δε θέλουν να πηγαίνουν, άθελά τους όμως, δίνουν στα παιδιά ιδέες για εμπειρίες δίχως προηγούμενο, είναι η μικρή σπίθα που προκαλεί την έκρηξη. Εκείνη τη στιγμή, για καλή μου τύχη το σύμπαν βοήθησε την ιστορία κι ένα αεράκι σάρωσε την επιφάνεια του φράγματος, αφήνοντας το νερό στο κέντρο του να σαλεύει ρυτιδιασμένο.

«Να’τος, κολυμπάει κάτω από το νερό!» Κρεμαστήκαν από τα κιγκλιδώματα του δρόμου και γούρλωσαν τα μάτια. Έβλεπες στα πρόσωπά τους ότι δεν ήθελαν απλά να πιστέψουν την ύπαρξη του δράκου, αλλά πραγματικά τον είχαν δει πια,  έδειχναν με το δάχτυλο και φώναζαν. Καθένα από τα παιδιά θα μπορούσε πια να τον περιγράψει τέλεια, ο δράκος είχε γεννηθεί και κατοικούσε μες το μυαλό τους, δεν ήταν απλά στα λόγια, αφού τα μάτια πιστεύουν και βλέπουν αυτά που θέλει το μυαλό και μόνο το παιδικό μυαλό δε γνωρίζει από λογικούς φραγμούς και όρια. Κι όσο συζητούσαν ο δράκος αποκτούσε κι άλλα χαρακτηριστικά, ό,τι έλεγε το ένα παιδί ήταν λες και ο διπλανός του το είχε δει κι αυτός.

Το λιγότερο που μπορείς να κάνεις όταν βρεθείς εκεί είναι να τους επιβεβαιώσεις τη μαγεία, τρομερό δώρο σαν κανένα άλλο, να τους χαρίζεις έναν κόσμο ολόκληρο.

Ο Τόλκιν είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες της ιστορίας και ένας από τους πιο αγαπημένους μου μυθιστορηματογράφους. Στο μυαλό του μέσα έχουν γεννηθεί χιλιάδες πλάσματα, δεκάδες γλώσσες, τοποθεσίες και ιστορίες τις οποίες μας έδωσε τη δυνατότητα μέσα από τα βιβλία του να περπατήσουμε και να εξερευνήσουμε. Αυτός ο εκπληκτικός άνθρωπος λοιπόν μου έφερνε πάντα στο μυαλό το ρητό ενός άλλους σπουδαίου παραμυθά, του C.S. Lewis που ισχυριζόταν ότι «κάποια στιγμή, θα είσαι αρκετά μεγάλος για να διαβάσεις και πάλι παραμύθια».

Το παιδί μέσα του ήταν αυτό που οδήγησε τον Τόλκιν σε όλα αυτά τα μέρη, από το παιδί μέσα του πήγασε όλη η αυτή η μαγεία, κι όλα αυτά επειδή απλά δεν το σκότωσε, επειδή δεν του έβαλε αλυσίδες. Και δεν ήταν οι ενήλικοι εαυτοί μας που τα απόλαυσαν, αλλά η παιδική φαντασίας μας. Ο λύκος και ο δράκος κατοικούν μέσα στο μυαλό μας και υπάρχουν αν το θέλουμε, το πιτσιρίκι που κάποτε υπήρξαμε είναι ακόμη μέσα μας, και τα πλάσματα της φαντασίας μας ανασαίνουν και περιμένουν υπομονετικά τη στιγμή που θα τα λύσουμε για να νιώσουμε πάλι ζωντανοί, να μας πάρουν και να μας απογειώσουν πάνω από τη φορτική, τη γκρίζα καθημερινότητα που σκοτώνει κάθε ίχνος μαγείας όπως εμείς με τη σειρά μας σκοτώνουμε τους παιδικούς μας δράκους.

Το ξέρω πως θέλω και θέλεις να πάρουμε πάλι αόρατα σπαθιά και να σφαγιάσουμε τέρατα με τρία κεφάλια και σαρανταπέντε μάτια βγάζοντας ακανόνιστες κραυγές όπως «χρακ» και «ντουφ», να βάλουμε γυαλιά τέτοια που πίσω από τους φακούς τους οι λόφοι να μετατρέπονται πάλι σε κάστρα και τα αυτοκίνητα σε ρομπότ κι εμείς να κρυβόμαστε πίσω από ασπίδες και να πυροβολούμε με τα δάχτυλα ή με ξύλα μακρόστενα. Είναι ένας κόσμος που τον ζήσαμε τόσο δυνατά και απόλυτα, μέχρι που μας τον στέρησαν για χάρη της λογικής και της ορθότητας και τώρα παιδιά και «μεγάλοι» πληρώνουν για να παίζουν διαδυκτιακά παιχνίδια σε τέτοιους κόσμους μαγικούς. Αυτό που σου στέρησαν, αυτό σου πουλάνε, και πουλάει επειδή είναι στη φύση σου να σ’αρέσει, επειδή είναι κομμάτι σου.

Ξέρουμε και οι δύο ότι λίγα πράγματα νιώσαμε τόσο έντονα και ήταν τόσο αληθινά, όσο αυτές οι απογευματινές μάχες με τα ρομπότ και τα τέρατα, λίγες φορές ιδρώσαμε τόσο όσο στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε τις άυλες νοητές σφαίρες του κολλητού μας, κάνοντας τούμπες μες την άμμο, τις στιγμές που οι δικοί μας πίνανε καφέ δίπλα στη βεράντα κι ο κόσμος μας πάλευε πλάι-πλάι με το δικό τους.

Οτιδήποτε βλέπεις με τα μάτια της φαντασίας είναι αρκετά αληθινό, αφού τώρα βρίσκεται εκεί κάτι που πριν δεν υπήρχε. Πώς θα μπορούσε να είναι εκεί,- ακριβώς εκεί- κάτι το μη πραγματικό;

Την τελευταία φορά που οδήγησα προς τη Σιδηρούντα πάντως, δεν είδα μονάχα ένα σίδερο στο παράθυρο της βίγλας, αλλά είδα κάτι που σίγουρα έμοιαζε με κεφάλι λύκου. Ίσως μεγάλωσα και δε με τρομάζει πια, μα τον είδα σου λέω. Γιατί όχι άλλωστε, λίγη μαγεία χρειαζόμαστε, λίγο αλατοπίπερο στην «πραγματικότητα».

Αν τα παιδιά έρθουν σε σένα και σε ρωτήσουν για νεράιδες και τέρατα, εσύ να τα’χεις δει. Αν σου μιλήσουν για φανταστικούς κόσμους, εσύ να τους οδηγείς μέσα τους με όση σου απέμεινε από τη χαμένη σου παιδικότητα. Και το λιγότερο που έχεις να κάνεις όταν σε πυροβολάει με τα δάχτυλα ένα παιδί, όσο χρονών κι αν είσαι, είναι να κάνεις τον πληγωμένο και να σφίξεις τη μπλούζα σου με έναν πονεμένο μορφασμό.

Αν όχι για σένα, για το παιδί μέσα σου και όλα τα παιδιά που λαχταρούν κόσμους φανταστικούς και μαγικούς. Κι αν εσύ δεν πιστεύεις σε δράκους, μην λες πως δεν υπάρχει μες το φράγμα ένας. Γιατί τα παιδιά τον είδαν!

projectblackfish