Απόψεις

Ο ευγενής πωλητής βιβλίων              

By N.

November 03, 2017

του Χρήστου Διαμάντη Χθες, που έκανε την πρώτη σοβαρή ψύχρα και κάθε χώρος με κλιματισμό φαινόταν πολύτιμος, περιφερόμουν μέσα στην ευχάριστη ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου Π. Δουλεύει εκεί ο Κ., ένας ευγενής άνδρας. Εξυπηρετούσε με χαρά κι απαντούσε στις ερωτήσεις των πελατών του βιβλιοπωλείου, αλλά και σ’ εμάς, τους αχόρταγους με το διάβασμα, που δεν θέλουμε απαραίτητα να αγοράσουμε, αλλά μπαίνουμε στα βιβλιοπωλεία με μια λαχτάρα να πιάσουμε στα χέρια μας βιβλίο και να το μυρίσουμε, καμιά φορά φέρνοντάς το πολύ κοντά, κάτω απ’ τη μύτη μας, σχεδόν ενοχικά. «Φτιαχνόμαστε» μ’ αυτή την ανέμελη απόδραση για λίγο, για τόσο λίγο, όταν μεταφερόμαστε σε άλλο έργο. Τα βιβλία, έτσι όπως βρίσκονταν στα ράφια τακτοποιημένα και στοιχισμένα, το ένα δίπλα στο άλλο, οι φιγούρες των ανθρώπων, αλλά και όλη η ατμόσφαιρα γενικά γύρω μου, έδιναν την εντύπωση πώς δεν βρίσκεσαι σε μια σουρεάλ πόλη, όπως είναι τώρα η Αθήνα, αλλά κάπου αλλού.

«Αυτό το βιβλίο,  ναι, να σας πω γι ‘αυτό το βιβλίο. Ο συγκεκριμένος έχει γράψει ένα βιβλίο, μόνο αυτό. Και η ειρωνεία είναι πώς πέθανε και δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο, όμως  είναι καλό. Περιγράφει μια πειρατική εξέγερση, που διαδραματίζεται σε “κλειστό χώρο” μέσα στο πλοίο και στη μέση του πουθενά κι οι εικόνες, που βγαίνουν από την περιγραφή του συγγραφέα, είναι πολύ έντονες και μοιάζουν αληθινές». Με την πρώτη ευκαιρία τον ρώτησα αν μπορούσε να μου δώσει να δω το βιβλίο που περιέγραφε πριν σ’ εκείνη τη νεαρή κοπέλα με τα πλούσια μακριά μαλλιά, κι αυτόν το δικό της αέρα, ένα απ’ αυτά, ή και όλα, θα τα είχε προσέξει. Ήμουν σίγουρος. Μου χαμογέλασε και πιάνοντάς το από το ράφι μου το’ δωσε. Το πήρα στα χέρια μου και κοίταξα το εξώφυλλο, το χάιδεψα και ύστερα το άνοιξα και πέρασα απευθείας στην ανάγνωση. Μετά από λίγο τον φώναξα “Κ. μου αρέσει πολύ”, και τον ρώτησα ποια ήταν η τιμή του.

Μου είπε και η τιμή του ήταν παραπάνω από καλή. «Θα το πάρω Κ.» και χαιρόμουν ήδη. Και χαιρόμουν πολύ που το ανακάλυψα από τον φίλο μου τον Κ., τον «ευγενή πωλητή βιβλίων», στην είσοδο 2 του βιβλιοπωλείου. Με πλησίασε με χαμόγελο. «Κοίταξε, υπάρχουν διαμάντια εδώ μέσα, απούλητα, όχι για πολύ ακόμα. Είναι και κάποια που λυπάμαι όταν φεύγουν κι ο λόγος είναι πώς δύσκολα μετά την εξάντλησή τους μπορεί να ξανατυπωθούν. Πολλά τα έξοδα. Και θα΄θελα να τα βλέπω. Είναι, σα να λέμε, κομμάτια του βιβλιοπωλείου, που θα λείψουν. Τα ράφια αδειάζουν και γεμίζουν συνεχώς από καλά βιβλία. Πάντα δούλευα σε βιβλιοπωλεία. Είχε κι ο πατέρας μου ένα στην πόλη μου, το Βόλο, κι εδώ στην Αθήνα αυτό κάνω, χρόνια πολλά πλέον». Τον ρωτάω πόσο έχει διαβάσει. Μου απαντά τα βιβλία είναι πολλά που έχει διαβάσει κι εκείνα του μιλάνε. «Τόσα χρόνια που είμαι μαζί τους συνηθίσαμε πια και δεν κάνουμε χώρια. Μου αρέσουν. Τα βιβλία και η μουσική ομορφαίνουν τη ζωή». Μπορεί να μην αγόρασα τελικά το βιβλίο που είχα αρχικά στο νου μου, αλλά χάρηκα που είδα τον Κ. κι έφυγα με ένα βιβλίο που θα μ΄εβαζε γερά μέσα σε μια πειρατική εξέγερση αυτή τη φορά.

Μια κούπα καφές  με περίμενε στο σπίτι της κολλητής μου φίλης Μ. και μ΄αυτή τη σκέψη ενθουσιάστηκα. Τι να σκεφτόταν άραγε ο συγγραφέας; Μήπως, καθισμένος στον ευρύχωρο καναπέ, θα μπορούσα να μυρίσω την μπαρούτη από την εξέγερση των πειρατών; Σκοπεύω πάντως να μη σταματήσω σε όλη μου τη ζωή να το σκάω από την καθημερινότητα διαβάζοντας και, έστω και για λίγο, να μπουκάρω στα βιβλιοπωλεία.  Το βιβλίο αυτό θα το βάλω μαζί με τ΄άλλα, όταν το διαβάσω, αλλά θα το αναγνωρίζω σαν κάτι ξεχωριστό, καθώς θα θυμάμαι τις φράσεις, που μου΄πε ο Κ., «ο ευγενής πωλητής» του βιβλιοπωλείου Π.