Επικαιρότητα

Ο Δεκέμβρης του 2008 και η σημασία του για εμάς σήμερα

By Μιχάλης Θεοδοσιάδης

December 05, 2014

 

Του Μιχάλη Θεοδοσιάδη

Μεθαύριο συμπληρώνονται έξι χρόνια από την επέτειο της τραγικής δολοφονίας του δεκαπεντάχρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που οδήγησε σε μια πανελλαδικής εμβέλειας εξέγερση, με χιλιάδες διαδηλωτών να εκφράζουν δημόσια την αγανάκτησή τους ενάντια στην αστυνομική ατιμωρησία και τη γενικευμένη ανέχεια. Δίχως ενδοιασμό θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξέγερση αυτή αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς σταθμούς στη σύγχρονη ιστορία των χειραφετησιακών κοινωνικών κινημάτων.

Για να συλλάβουμε, όμως, το πραγματικό (και αμιγώς πολιτικό) της νόημα θα πρέπει σε πρώτη φάση να απορρίψουμε τις γνωστές επιφανειακές προσεγγίσεις της νεοδεξιάς που ταυτίζει το Δεκέμβρη συλλήβδην με τη βία, το χάος, και την ανομία, υιοθετώντας μια πιο σφαιρική ερμηνεία στο εν γένει κοινωνικό πράττειν. Μια τέτοια ερμηνεία απαιτεί βαθιά πολιτική και κοινωνική διαύγαση πάνω στην πραγματική σημασία του γεγονότος αυτού ως κατεξοχήν επαναστατικό σημαίνον, το οποίο οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις (εγχώριες και ξένες) εδώ και έξι χρόνια συστηματικά επιδιώκουν να επισκιάσουν, ενώ την ίδια στιγμή και με συνοπτικές διαδικασίες προωθούν τη συνολική διαγραφή του εξεγερσιακού του χαρακτήρα από τη συλλογική μνήμη, καταφεύγοντας και πάλι στις γνωστές κατηγορίες περί διολίσθησης της ελληνικής κοινωνίας στο μπαμπούλα του λαϊκισμού και στη νοοτροπίας της ανομίας, αποτέλεσμα της οποίας (δήθεν) ήταν ο Δεκέμβρης.

Όπως ο συγγραφέας Στάθης Καλύβας (2008)[1] τόνισε, οι ταραχές του Δεκεμβρίου είχαν πολύ λίγο να κάνουν με την αγανάκτηση και την αντίθεση στην ατιμωρησία, τη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις και την έλλειψη οικονομικής ασφάλειας που ταλανίζουν το ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικό βίο. Για τον ίδιο, η εξέγερση αυτή ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της σταδιακής καλλιέργειας μιας υποκουλτούρας ανομίας που κατέστη ανεκτή από την ελληνική πολιτεία για πολλά χρόνια. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε πολλούς αναρχικούς να ρομαντικοποιούν τις μέρες του Δεκέμβρη, αγγίζοντας πολλές φορές τα όρια ενός θεαματικού «επαναστατικού» φετιχισμού. Αλλά ποιό είναι το πραγματικό μήνυμα της εξέγερσης αυτής για εμάς σήμερα; Αυτό το ερώτημα θα απαντηθεί εδώ, με στόχο όχι μόνο να αμφισβητηθεί αρχικά ο ισχυρισμός ότι ο Δεκέμβρης δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια σειρά βανδαλισμών, αλλά και επιπλέον να δοθεί έμφαση στο ζήτημα της αυτο-οργάνωσης που προέκυψε κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών, το αυθεντικό και το βαθύτερο μήνυμα αυτής της ιστορικής στιγμής.

Συνδέσεις με το παρελθόν

Η κοινωνικο-πολιτική σημασία της εξέγερσης δεν μπορεί να κατανοηθεί δίχως να γίνει έστω και μια επιγραμματική αναφορά σε τρία βασικά χρονικά σημεία της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας που διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να καθορίζουν τον πολιτικό προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας: α) στους εργατικούς αγώνες της δεκαετίας του 1920-39, όπου για πρώτη φορά βλέπουμε ομάδες ανθρώπων να προσπαθούν, μέσα σε συνθήκες εξαθλίωσης και κοινωνικού αναβρασμού, να αυτο-οργανωθούν στήνοντας αμεσοδημοκρατικά εργατικά συμβούλια (ακολουθώντας πιστά τη συμβουλιακή παράδοση των μεγάλων κινητοποιήσεων του εργατικού κινήματος σε όλη την Ευρώπη και τον Δυτικό κόσμο)[2], β) στο τέλος της εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ Σταλινικών και αστικών δυνάμεων (υποστηριζόμενες από ακροδεξιά στοιχεία) που είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση του μετεμφυλιακού κράτους εξαίρεσης της δεξιάς, του οποίου η ισχύς βασίστηκε στην κρατική τρομοκρατία μέχρι και τα πρώτα χρόνια της κατάρρευσης της στρατιωτικής δικτατορίας.

Πρόκειται για μια περίοδο συνεχόμενων διώξεων εναντίον της ηττημένης αριστεράς (και, φυσικά, εναντίον κάθε δημοκρατικού εγχειρήματος που αμφισβητούσε τον κυρίαρχο αυταρχισμό) με τις γνωστές μεθόδους: εκκαθαρίσεις κομμουνιστών και φυλακίσεις αντιφρονούντων (όχι κατ’ ανάγκη Σταλινικών αλλά – απλά και μόνο – ύποπτων για «κομμουνιστική» δράση), και γ) η εξέγερση του Πολυτεχνείου που ακολουθείται από την εποχή της μεταπολίτευσης – ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ιστορική περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας που ακολουθεί το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1974) – μια εποχή που βλέπει πέντε χρονολογικά σημεία-κλειδιά πολιτικού ακτιβισμού: 1970-1980, 1987-88, 1990-1991 (κινητοποιήσεις μαθητών ενάντια στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις), 1998,99 (εκατοντάδες σχολεία κατελήφθησαν από τους μαθητές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την γραφειοκρατικοποίηση των εισαγωγικών εξετάσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση), 2006-07 (εν όψη των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που πρότεινε η συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, πάνω από 300 πανεπιστημιακές σχολές σε όλη τη χώρα τελούν υπό κατάληψη, ενώ οι περισσότερες από τις διαμαρτυρίες κατά των μέτρων αυτών συνάντησαν την κρατική καταστολή). Επιπλέον, δύο σημαντικές περιόδους αναταραχών μπορεί κανείς να δει κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου: το 1985 η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά οδηγεί σε εκτεταμένες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και ΜΑΤ, ενώ το 1991, μετά τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα από ακροδεξιούς, μπαράζ συγκρούσεων μεταξύ φοιτητών και δυνάμεων καταστολής στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις λαμβάνουν χώρα για πάνω από τρεις μέρες[3].

Το βασικό διακύβευμα ωστόσο των γεγονότων αυτών ωστόσο δεν είναι τα στείρα συνθήματα των μικρών αριστερών οργανώσεων και οι προσπάθειές τους να κατευθύνουν το ανώνυμο πλήθος σα να πρόκειται για «πεφωτισμένες πρωτοπορίες», ούτε ο φετιχισμός με τη βία καθ’ αυτή μήτε η θεαματική αναπαραγωγή της, αλλά η δράση των απλών πολιτών (εργαζόμενων, φοιτητών και μαθητών) που δειλά δειλά έθεσαν ορισμένα τα πρώτασημαντικά ερωτήματα από τη μια α) στις πολιτικές που ευνοούν συνθήκες όξυνσης κοινωνικού ανταγωνισμού (και κανιβαλισμού) και από την άλλη β) στο (εισαγόμενο) φαντασιακό του καταναλωτικού πολιτισμού, πράγμα που εκφράστηκε πολύ πιο έντονα κατά τη διάρκεια του Δεκέμβρη που (όπως έγραψε ο Ακης Γαβριηλίδης) ένα μεγάλομέρος της ελληνικής νεολαίας εξέφρασε την αγωνία της όχι για την πιθανότητα να στερηθεί τα αγαθά του καταναλωτικού τρόπου ζωής, αλλά, αντίθετα, πάνω στο ενδεχόμενο να γίνει τυφλός οπαδός του, υποστηρίζοντας ότι αυτή η συγκεκριμένη μορφή ζωής θα πρέπει να πάψει να αναγνωρίζεται ως σημαντική και άξια για ναθυσιάσει κανείς/μια τη ζωτική του/της ενέργεια.

Τούτη η τάση ανυπακοής και αμφισβήτησης των κυρίαρχων κανόνων, νορμών και αξιών, επί τω πλείστο, αποτελεί κληροδότημα του πνεύματος της κοινωνικής αντίστασης που σε μεγάλο βαθμό εκφράστηκε πρώτα απ’ όλα κατά τη διάρκεια των εργατικών αγώνων (οι οποίοι όχι μόνο έθεσαν πρώτοι απ’ όλους τα πρώτα βασικά ερωτήματα στο ζήτημα της ανισότητας και της αντιπροσώπευσης ταυτόχρονα, αλλά πάνω απ’ όλα δίδαξαν σχεδόν παντού το πόσο ζωτικής σημασίας είναι να αμφισβητεί κανείς τις δοσμένες κοινωνικές αναπαραστάσεις, παλεύοντας και διεκδικώντας) και κατ’ επέκταση στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, της οποίας το περιεχόμενο συνδέεται ενδόμυχα με τους τις κινητοποιήσεις των εργατών του μεσοπολέμου (και των προηγούμενων αιώνων φυσικά), το αποκορύφωμα του αντιδικτατορικού αγώνα σύμφωνα με τον Γιώργο Οικονόμου[4], μια αυθόρμητης ρήξη με το στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών και τις αξίες που πρέσβευε αυτό. Όπως τονίζει Οικονόμου, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των ημερών της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι η άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στην διεκδίκηση της ελευθερίας.

Η κατάληψη του Πολυτεχνείου δεν καθοδηγείται από καμία κομματική οργάνωση, δεν χειραγωγείται από κανέναν «ηγέτη» λέει ο ίδιος συγγραφέας, αν και θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η δράση αναρχικών και ελευθεριακών ομάδων στην κινητοποίηση του πλήθους υπήρξε καθοριστική, πράγμα που φυσικά εξηγεί και τον αυτο-οργανωτικό της χαρακτήρα: «ουδεμία έξωθεν εξουσία κινεί τα νήματα. Η άμεση δημοκρατία στην πράξη, η αυτονομία»[5]. Με άλλα λόγια, το διακύβευμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου δεν είναι απλά η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» έναντι της στρατιωτικής δικτατορίας, αλλά η άμεση δημοκρατία καθ’ αυτή. Ομοίως η εξέγερση του Δεκέμβρη κινείται στα ίδια νήματα, και όχι μόνο δεν υποκινείται από κάποια πολιτική οργάνωση ή από μια ενιαία ιδεολογία[6], αλλά καταφέρνοντας να συμπυκνώσει εντός της διάφορες τάσεις (αναρχικές, ελευθεριακές, αριστερές, ρεφορμιστικές και φυσικά μή συγκεκριμενοποιημένες) καθώς και ποικίλα αιτήματα που ως κενά σημαίνοντα εξισώνονται μεταξύ τους αυτούσια, δημιουργώντας μέσω της συνδιαμόρφωτικής διαδικασίας μια ενιαία ανταγωνιστική (και συμβολική επίσης) ταυτότητα.

Αυτή η ταυτότητα θα λειτουργήσει ως γονιμοποιός ουσία για την ανάδυση του πολιτικού πεδίου (σε πολύ πρωταρχικά στάδια φυσικά) όπου η φιλία – βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά (1992. Τομ. 2. Αθήνα: Κάκτος) “η γαρ τοΰ συζην προαίρεσις φιλία” – η αλληλεγγύη και ο λόγος συνθέτουν την πραγματική εικόνα του ανθρώπου ως ον πολιτικό, που απορρίπτει την ιεραρχία και από μόνο του προσπαθεί να αυτοκυβερνηθεί, όπως ακριβώς βλέπουμε και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου εντός της οποίας εκδηλώνονται και αξιοποιούνται η αλληλεγγύη, η φιλία, η ανιδιοτελή προσφορά, η φαντασία, ο έρωτας και η δημιουργία. Την ίδια στιγμή, «η δυναμική και η λειτουργία της κατάληψης στηρίζεται στην αυτοοργάνωση και αυτοδιεύθυνση» και «διαρκείς συνελεύσεις των σχολών, εκλογή επιτροπών και Συντονιστικής Επιτροπής με εικοσιτετράωρη θητεία»[7].

Με άλλα λόγια: αυτά τα στοιχεία (φιλία, αυτοδιάθεση, αυτο-οργάνωση και συμμετοχή) είχαν εσωτερικευτεί σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης – μια εποχή που σηματοδοτεί τη σταδιακή υποχώρηση της δεξιάς τρομοκρατίας (που σήμερα επανεμφανίζεται κάτω από την αιγίδα της Χρυσής Αυγής, του ΛΑΟΣ και της νεοδεξιάς στροφής της πρώην φιλελεύθερης Νέας Δημοκρατίας) μέσω της κατάργησης των πιστοποιητικών φρονημάτων, φυλακίσεις και βασανισμούς για αριστερούς και αντιφρονούντες, του τερματισμού θεσμικών διακρίσεων των πολιτών βάσει των πολιτικών τους πεποιθήσεων και τον περιορισμό της ηγεμονίας της ελληνορθοδοξίας (βλ επίσης Περιοδικό Πρόταγμα, τεύχος 6, σ.47-49) – και επανεμφανίζονται (σε πολύ μικρότερο φυσικά βαθμό), κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων μεταξύ 1980 και 1990, και πολύ περισσότερο στις ημέρες του Δεκέμβρη.

Αυτή είναι η ιδιαίτερη σημασία της εξέγερσης, η οποία αγνοήθηκε εξ ολοκλήρου από τα μεγάλα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης των οποίων η απάντηση ήταν μια στείρα καταδίκη της βίας, μια περιγραφή των γεγονότων σαν να πρόκειται για το ξέσπασμα μιας νεανικής παραβατικότητας που χαρακτηρίζει την κακομαθημένη ελληνική νεολαία ή, κατά κανόνα, η επικράτηση της λογικής του όχλου ενάντια στον κοινό νου (το ζήτημα αυτό θα συζητηθεί εκτενέστερα σε μια από τις επόμενες ενότητες). Εν κατακλείδι: όπως και κατά τις στιγμές των εργατικών αγώνων αμφισβητήθηκε μέσα από οριζόντιες διαδικασίες τμήμα φαντασιακών αναπαραστάσεων του τότε κόσμου, ή όπως στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, η αυτο-οργάνωση η συντροφικότητα και η φιλία αντικατέστησαν τον τρόμο και την κρατική προπαγάνδα, ομοίως κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη θα μπορούσαμε να δούμε συνελεύσεις γειτονιών, μαζί με τις καταλήψεις σχολείων, πανεπιστημίων, δημοτικών γραφείων και θεάτρων να λαμβάνουν χώρα[8], και μια γενικευμένη απόρριψη της απάθειας, του κυνισμού, της τυραννίας της οικονομικής αβεβαιότητας.

Αυτού του είδους οι ανοικτές συνελεύσεις πολιτών καθώς και τα πολιτικά σώματα που λειτουργούν οριζόντια και επιτρέπουν σημαντικές αποφάσεις να ληφθούν με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, αυθόρμητα εμφανίζονται «σε κάθε πραγματική επανάσταση καθ’ όλη του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα» [9], από την Παρισινή Κομμούνα μέχρι και την ουγγρική Επανάσταση του 1956 όπου τα συμβούλια των μαθητών, των συγγραφέων, των εργαζομένων και των καλλιτεχνών, τα συμβούλια των στρατιωτικών ή μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων εμφανίστηκαν σε κάθε συνοικία της Βουδαπέστης» [10].

Σκάβοντας βαθύτερα…

Μπορούμε να πούμε ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν ένα κίνημα; Σύμφωνα με τους Della Porta και Diani[11] ο όρος κίνημα αφορά τη σύγκρουση – ή τις σχέσειςανταγωνισμού (για να έρθω στα λόγια του Laclau) – μεταξύ μιας ομάδας ανθρώπων που κατέχουν την εξουσία και ενός αντίπαλου στρατοπέδου, με στόχο πάντα τη ρήξη με τις θεσμισμένες κοινωνικές αναπαραστάσεις (δηλαδή τους κανόνες, τους σκοπούς και τα δεδομένα σημαίνοντα), και επιπροσθέτως, η πρόταση μιας αναδόμησης και αναθέσμισης της κοινωνίας πάνω σε νέες αξίες. Φυσικά, σε μια αυτόνομη κοινότητα ηαυτο-θέσμισης είναι ρητή, στο μέτρο που ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι οι νόμοιδημιουργούνται από εκείνους που είναι, ταυτόχρονα, υπεύθυνοι για την εφαρμογή τους, και ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναρωτηθούν «γιατί αυτός ο νόμος και όχι κάποιος άλλος;»[12]

Μόνο κάτω από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να προσδιορίσουμε την έννοια δημοκρατική σύγκρουση, πάντα στα πλαίσια της δημοκρατίας με την πραγματική της έννοια (άμεση δημοκρατία), το πολίτευμα εντός του οποίου καμία a-priori δικαιολόγηση του κόσμου δεν υιοθετείται από το σύνολο των συμμετεχόντων στο πολιτικό σώμα, μια έννοια ταυτόσημη με αυτήν της αυτονομίας, σε αντίθεση με τη λογική της ετερονομίας όπου και τα κοινωνικά πρότυπα, οι αξίες και οι αρχές λειτουργίας μιας κοινωνίας προσδιορίζονται από άκαμπτα αξιακά συστήματα, συχνά εγγυημένα από κάποια εξωκοινωνική πηγή (νόμοι των προγόνων, νόμοι της ιστορίας, νόμοι της αγοράς, φύση του ανθρώπου, λόγος του θεού ή κάποια υπερφυσικής οντότητας κτλ)[13]. Αυτού του είδους η σύγκρουση λοιπόν δεν αφορά στην φυσική επίθεση αλλά στη συνολική απόρριψη της θεσμισμένης τάξης πραγμάτων και ταυτόχρονα βαθιά ρήξη με τις δοσμένες νόρμες και αξίες.

Πρόκειται για μια σχέση ανταγωνιστική μεταξύ αυτών που επιθυμούν να διατηρήσουν την ετερόνομη κυριαρχία με κάθε μέσο και της αντίπαλης πλευράς που αντιπροτείνει την εδραίωση νέων θεσμών (αξιών και κανόνων) οι οποίοι φυσικά δεν θα βασίζουν την ύπαρξή τους σε κάποια υπερβατική δύναμη.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη, λοιπόν, απέχει από το να χαρακτηριστεί ως κοινωνικό κίνημα, διότι στην πραγματικότητα, «τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι απλώς το άθροισμα κάποιων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας ή ειδικών ενημερωτικών εκστρατειών σε ορισμένα ζητήματα. Αντίθετα, ένα κοινωνικό κίνημα είναι μια διαδικασία που προωθεί την ανάπτυξη συλλογικών ταυτοτήτων, οι οποίες υπερβαίνουν συγκεκριμένα γεγονότα και πρωτοβουλίες»[14], παρά τις πρωτοβουλίες για αυτοοργάνωση τις καταλήψεις των πανεπιστημίων, δημαρχείων, των γραφεία της ΓΣΕΕ, τις άμεσες δράσεις στους δρόμους και τις αγορές, τους σταθμούς, τα θέατρα και τα μέσα ενημέρωσης που αποτελούν μορφές οργανωμένου αγώνα[15]. Κατάφερε ωστόσο να διαμορφώσει την αρχή μιας νέας εποχής κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης μέσα στην ελληνική κοινωνία: εκ πρώτης όψεως συγκρούστηκε με το φανταστικό του καριερισμού, με τον πολιτισμό του απομονωτισμού, του καταναλωτισμού και του ατομικισμού[16] – του λεγόμενου κοινωνικού πολέμου[17], ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω κινητοποιήσεις.

Αντίθετα από τις προηγούμενες διαδηλώσεις, η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν είχε κάποια ειδική απαίτηση (όπως αυξήσεις στις αποδοχές, βελτίωση των συνθηκών, μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης…). Αντί να θέτει ως κεντρικό του διακύβευμα διεκδικητικά αιτήματα, κατάφερε να διαρρήξει μέρος των αξιών ολόκληρου του θεσμισμένου φαντασιακού (όπως ακριβώς και η εξέγερση του ’73), και πιο έντονα την ιδιωτικοποίηση της ανθρώπινης ζωής μέσα στο κυνήγι της ιδιωτικής «ευτυχίας».

Η εξέγερση «δεν ήταν η απάντηση, αλλά η ερώτηση» (όπως το περιβόητο σύνθημα λέει), μια ερώτηση πάνω στα πουριτανική ήθη, όπως στην εργασία ως αυτοσκοπό (προτάσσοντας παράλληλα την επανανοηματοδότισή της) στην υπακοή προς κάθε ιεραρχία, στον εθνικιστικό ναρκισσισμό[18], ενώ ταυτόχρονα λειτούργησε ως μοχλός αφύπνισης της αλληλεγγύης μέσα από μεγάλες διαδηλώσεις που καταλήγουν σε χορό ή σε θεατρικές παραστάσεις, μουσικές συναυλίες ή προβολές ταινιών και ντοκιμαντέρ σε δρόμους και πλατείες. Ήταν παράλληλα και μια μορφή της αυτο-ερώτησης για το ίδιο το ανταγωνιστικό κίνημα: η εξέγερση κατάφερε μερικώς να αμφισβητήσει όλες τις προηγούμενες μορφές διαμαρτυρίας που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών [19], δίνοντας έμφαση στη δημόσια σφαίρα – δηλαδή το αυτοδιοικούμενο σώμα των συνελεύσεων μέσα στα κατειλημμένα πανεπιστήμια, στις πλατείες και τα μικρά χωριά[20], πολιτικά σώματα που επιτρέπουν στους πολίτες μέσα από ανοιχτές συζητήσεις να αναλάβουν οι ίδιοι τη λειτουργία των κοινοτήτων τους -, ενός κοινού κόσμου που ενσωματώνει την πλήρη ανθρώπινη κατάσταση της πολιτικής διαβούλευσης και επικοινωνίας, που τον ο λόγος και η ετερότητα[21].

Αυτή είναι η πραγματική πολιτική ουσία του Δεκέμβρη (ως συνέχεια της επαναστατικής και χειραφετησιακής παράδοσης) που πολλοί εξωτερικοί παρατηρητές, όντας επικεντρωμένοι αποκλειστικά και μόνο στις τις φωτιές και τις καταστροφές δεν κατάφεραν να συλλάβουν. Αυτή η ριζική σύγκρουση με το μικροαστικό εγωκεντρισμό και πολύ περισσότερο με την δήθεν αναγκαιότητα της πολιτικής εκπροσώπησης συνεχίζει την πορεία της μέσα στο χρόνο και εμφανίζεται ξανά κατά τις πρώτες ημέρες του Κινήματος των Πλατειών[22] (όταν δηλαδή οι πολίτες οι ίδιοι αποφασίζουν ρητά να αυτο-οργανωθούν) πριν ο επίσημος αριστερός αντιμνημονιακός λόγος παρεισφρήσει και κυριαρχήσει εξ’ ολοκλήρου στις συνελεύσεις. Είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε το Κίνημα των Πλατειών να επιβιώσει μην έχοντας ενσαρκώσει τον πραγματικό πνεύμα της φιλίας και της ανιδιοτέλειας στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συνελεύσεις.

Συνεπώς, βλέπουμε ότι το πραγματικό διακύβευμα του Δεκέμβρη είναι η πολιτική μη-βία (και σε πολλές περιπτώσεις – αναπόφευκτα – η αντι-βία) και όχι τυφλή επιθετικότητα, δεδομένου ότι στο δημόσιο πεδίο ως βασική αρχή εξεύρεσης κοινού τόπου καθίσταται ο λόγος, βάση της αντίληψης του ανθρώπου ως ον πολιτικό«προικισμένο με τη δύναμη του λόγου»[23], σε αντίθεση με την ωμή βία που από τη φύση της είναι σιωπηρή[24][25]. Με βάση το αξίωμα αυτό, μόνο ο λόγος, η ομιλία(τουτέστιν, η ριζοσπαστική φαντασία) γεννούν βιώσιμα πολιτικά (αντι)προτάγματα.

Η επιθετικότητα, από την άλλη πλευρά, και οι βίαιες εκρήξεις μπορεί μεν να αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά επί της ουσίας στερούν κάθε δυνατότητα για περαιτέρω ουσιαστική πολιτική εξέλιξη, καθώς η σιωπή της βίας αντικαθιστά τη διαβούλευση, την γλωσσική επικοινωνία και, συνεπώς, τη σύνθεση ιδεών (τα μόνα στοιχεία που εξασφαλίζουν την ορθή λειτουργία ενός πραγματικάπολιτικού σώματος, ικανό να τροφοδοτεί χειραφετησιακές μορφές σύγκρουσης) ευνουχίζοντας έτσι κάθε κινηματική δυναμική. Κι εδώ μπορούμε να καταλάβουμε γιατί τα Δεκεμβριανά (όπως και η εξέγερση του Πολυτεχνείου) αφήσαν κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές, σε αντίθεση με τις ταραχές που είδαμε σε άλλα μέρη της Ευρώπης (όπως του Λονδίνου, του Παρισιού και του Malmo) οι οποίες αντί να προσφέρουν κάποια ουσιαστική κινηματική εναλλακτική στα σύγχρονα αδιέξοδα λειτούργησαν ως μεμονωμένες ιστορικές στιγμές όπου η φυλετική ένταση και ο κοινωνικός αποκλεισμός επέφεραν απλώς μια προσωρινή ανάφλεξη.

Η στάση των ΜΜΕ

Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η στάση του συντηρητικού τύπου όχι μόνο αγνόησε το πραγματικό διακύβευμα αλλά απεναντίας επέμενε στην πάγια τακτική της ερμηνείας του πανκοινωνικού αυτού ξεσηκωμού σε αναλύσεις κάτω από το πρίσμα του ποινικούκαταστολέα, του κράτους που πρέπει να τιμωρεί και να εκδικείται αμείλικτα τον παραβάτη. Έτσι, η πολιτική και κοινωνική διάσταση των πραγμάτων καθώς και οι συνθήκες που πυροδότησαν την εξέγερση αποδόθηκαν σε μια πολιτισμική ανωμαλία που δήθεν έχει βαθιά ριζώσει στην ελληνική κοινωνία, όπως λέει πιο πάνω ο Στάθης Καλύβας παραπάνω ή όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει και άρθρο του Economist (2008): «η ανεπαρκή αστυνόμευση επέτρεψε τους αναρχικούς να ευδοκιμήσουν στα Εξάρχεια, τα οποία έχουν γίνει καταφύγιο για εμπόρους ναρκωτικών και απατεώνες», συνοδευόμενο από απαξιωτικά σχόλια του τύπου «σταματήστε να διαδηλώνετε και πάτε βρείτε μια δουλειά».

Αυτά τα δύο στοιχεία: α) ο απλουστευτικός ισχυρισμός, ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια σειρά εκτεταμένων βανδαλισμών ενός εξαγριωμένου όχλου, μιας μερίδας «παράσιτων» και περιθωριακών ομάδων και β) ο αγοραίος κομφορμισμός του πεζοδρομίου που αυτόματα κρίνει μια διαμαρτυρία ως αποτέλεσμα έλλειψης εργατικού ήθους, αποτελούν το βασικό «θεωρητικό» οπλοστάσιο του διεθνούς συστημικού τύπου, επισκιάζοντας το γεγονός ότι η πλειοψηφία των διαδηλωτών δεν είχε καμία διάθεση να επενδύσει στη βία χάριν της ίδιας της βίας: ο όχλος «μισεί την κοινωνία από την οποία έχει αποκλειστεί» καταφεύγοντας σε εξωκοινοβουλευτική δράση[26], κατά τη διάρκεια της εξέγερσης η πλειοψηφία των διαδηλωτών που επιτέθηκαν σε κυβερνητικά κτίρια και μεγάλα καταστήματα (πόσο μάλλον η συντριπτική πλειοψηφία που αντί να επιτίθεται σε αστυνομικές κλούβες επέλεξε τη συλλογική πολιτική δράση, όπως τη δημιουργία δημόσιων συνελεύσεων) ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, αναπόσπαστα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία είχαν εναποθέσει όλες τις προσπάθειές τους, πιστεύοντας ακράδαντα στις υποσχέσεις και τα ιδανικά που η ίδια πρέσβευε (το ατομικό κέρδος και το πρεστίζ) λαμβάνοντας κανένα, ωστόσο, αντάλλαγμα.

Είναι αναμφισβήτητο ότι στα Δεκεμβριανά υπήρξε ένα ποσοστό ντεκλασέδων που επιδόθηκε σε πράξεις λουμπενισμού, οργανώνοντας λεηλασίες και καταστροφές μικρών καταστημάτων. Ωστόσο, αυτό όχι μόνο δεν αναιρεί την γενικευμένη αγανάκτηση ενάντια στα κοινωνικο-οικονομικά αδιέξοδα (μήτε μπορεί να συγκαλύψει την απόρριψη του εγωκεντρισμού και της λογική του κοινωνικού ελέγχου) αλλά ούτε και το γεγονός ότι η οργή των διαδηλωτών δεν στόχευε στην καταστροφή «της μισητής αυτής κοινωνίας» εν γένει (πράγμα που επιθυμεί ο όχλος) αλλά, επί της ουσίας, στράφηκε εναντίον όλων των συμβόλων που με τον τρόπο τους (άμεσα ή έμμεσα) συμβάλλουν στην αποσάθρωση των ανθρωπίνων σχέσεων, μετατρέποντας τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις σε αστικές φυλακές. Κανείς, τέλος, δεν μπορεί να αρνηθεί την αύξηση των δραστηριοτήτων «αντάρτικου πόλης» μετά την Δεκεμβριανά.

Για παράδειγμα, η αυτοαποκαλούμενη «αντι-καθεστωτική» ομάδα, Σέχτα Επαναστατών, γρήγορα αφότου οι δρόμοι επέστρεψαν στην «ομαλότητα» επένδυσε σε δολοφονίες και εγχώρια τρομοκρατία (εξετέλεσαν έναν αστυνομικό την άνοιξη του 2009, καθώς και τον ταμπλόιντ δημοσιογράφο Σωκράτη Γκιόλια το καλοκαίρι του 2011). Αυτό αναμφισβήτητα έδωσε άλλοθι σε κάθε συντηρητική ιντελιγκέντσια να συνδέσει την αύξηση των δραστηριοτήτων αυτών με την εξέγερση. Αποτελεί ύβρη ωστόσο να πιστεύουμε ότι αυτές οι αυταρχικές ενέργειες αντανακλούν το αληθινό πρόσωπο του Δεκέμβρη, και ότι αυτό είναι το νόημα της πραγματικής επαναστατικής πολιτικής δράσης. Μια τέτοια διαδικασία προϋποθέτει πάνω απ’ όλα διαφάνεια και ρήξη όχι μόνο με τις θεσμισμένες αξίες αλλά και με κάθε μορφή ταμπού, μυστικοπάθεια και οπαδοποίηση. Και φυσικά, όπως ο ίδιος ο όχλος αποκλείεται από την κοινωνία την οποία θεωρεί θανάσιμο εχθρό του, έτσι και οι ομάδες αυτές συνειδητά αρνούνται να συμμετάσχουν ενεργά στα κινήματα και τις συλλογικές δράσεις και (αυτο)αποκλείονται, με στόχο να επενδύσουν στη λογική της πρωτοπορίας, του αβαγκαρντισμού (ή – και – της ιδεολογικής καθαρότητας, βλ επίσης “Ιδελογικοποίηση και κομφορμισμός, δυο κόσμοι παράλληλοι”), και όχι της ισότητας, βασικό στοιχείο της αυθεντικής πολιτικήςδράσης (του πολιτικού πεδίου με άλλα λόγια).

Εν κατακλείδι

Μέχρι στιγμής, δύο είναι τα πιο σημαντικά γεγονότα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ορόσημα στην κινηματική ιστορία της μετά-2000 εποχής στην χώρα: η εξέγερση του Δεκέμβρη και το Κίνημα των Πλατειών, όπου μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί την εκ νέου διόγκωσης της ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης στην καθημερινή ζωή (και φυσικά από την άλλη δεν μπορούμε να αγνοήσουμε εξίσου τη σκλήρυνση της γραμμής των συντηρητικών δυνάμεων, πράγμα που ωστόσο αφορά άλλη συζήτηση). Αλλά θα ήταν σημαντικό λάθος να εκλάβουμε αυτά τα γεγονότα ως μια πιθανή εικόνα από το μέλλον, ως ένα πρότυπο κινηματικής αντιγραφής. Αντ’ αυτού, οι ακτιβιστές, οι πολιτικοί θεωρητικοί και ερευνητές θα ήταν προτιμότερο εμβαθύνουν στο πραγματικό μήνυμα των εξεγέρσεων αυτών, στην αυτο-οργάνωση, την άμεση δημοκρατία, τη δημόσια και πολιτική διαβούλευση που ξεπερνά τις δομές και τον τρόπο λειτουργίας της αστικής «δημοκρατίας» και του κράτους (καθώς και όλα τα θεσμικά όργανα που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του).

Η εξέγερση του Δεκέμβρη συμβολίζει την πραγματική αναβίωση της συγκρουσιακής πολιτικής σκέψης στην καθημερινότητα, η οποία δεν επιθυμεί να δώσει έμφαση στη βία απαραίτητα, αλλά αγγίζει την ουσία της πραγματικής πολιτικής δράσης και την αναζήτηση νέων προταγμάτων, ξεπερνώντας χρεοκοπημένες κοσμοθεωρίες και διαφόρων ειδών σχηματοποιημένα ιδεολογικά κλισέ. Στην εποχή της πολιτικής οπισθοδρόμησης όπου η ασημαντότητα, η απάθεια, η μοναξιά (αλλιώς,καθεστώς σιγής) και ο κυνισμός σαρώνουν τα πάντα, το μήνυμα της εξέγερσης φανερώνει μπροστά μας αυτή την τραγική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει το σύνολο του σύγχρονου Δυτικού κόσμου. Γι’ αυτά λοιπόν και δεν θέλουμε να χάσουμε το πραγματικό νόημα του Δεκέμβρη, τότε με τίποτα δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε να καταντήσει εικόνισμα προς λατρεία και στείρα επίκληση. Ο Δεκέμβρης αποτελεί πλέον ένα αναπόσπαστο κομμάτι των επαναστατικών παραδόσεων πάνω στις οποίες αξίζει οφείλουμε να στοχαζόμαστε. Αυτές οι παραδόσεις, ωστόσο, δεν μας ωθούν στο να αμφισβητούμε μονάχα τις κυρίαρχες αξίες αντιπροτείνοντας τη φιλία και τη συμμετοχήαλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό ως φορέας πολιτικών ιδεών μέσα στο συνολικόπράττειν.

Σημειώσεις

[1] «Η πολιτική, πολιτιστική και πνευματική ηγεσία της Ελλάδας δεν δείχνει πρόθυμη να λάβει μέτρα κατά αυτής της αναρχικής υποκουλτούρας. Στην πραγματικότητα σε αρκετές περιπτώσεις τη δικαιολογούν, την υποκινούν ή και την επιδοκιμάζουν- κυρίως τα μικρά κόμματα της Αριστεράς, όπως και κεντροαριστερές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας», λέει ο Στάθης Καλύβας σε άρθρο του στα Νέα Online (2008)[2] Ο Άγις Στίνας (βλ Αναμνήσεις, 1985 Αθήνα Ύψιλον) που τον καιρό εκείνο βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη, την καρδιά του ελληνικού εργατικού κινήματος (όπως ο ίδιος την αποκαλεί), αναφέρει τις μεθόδους οριζόντιας οργάνωσης και άμεσης συμμετοχής στοΕργατικό Κέντρο της πόλης, πλημμυρισμένο σε καθημερινή βάση από εργαζόμενουςδιαφόρων πολιτικών πεποιθήσεων (κομμουνιστές, σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες και αναρχικοί) και διαφορετικού πολιτιστικού υπόβαθρου (Χριστιανοί, Εβραίοι και Σλαβομακεδόνες).

Εκεί – και στις γειτονιές ταυτόχρονα – ξεκινούσαν συζητήσεις για τηνπολιτική καθώς διαλέξεις και ανοιχτές συνελεύσεις κάτω από ένα περιβάλλονσυντροφικό και διαπολιτισμικό (σ.43-54).[3] Βλ. Christos Giovanopoulos & Dimitris Dalakoglou, from ruptures to eruption: a genealogy of post-dictatorial revolts in Greece, κεφάλαιο 5 από το βιβλίο Revolt and Crisis in Greece των Antonis Vradis και Dimitris Dalakoglou (2011, AK Press, Edinburgh, σελ, 91-114)[4] Γιώργος Οικονόμου, Πολυτεχνείο 1973, η απαρχή του αυτόνομου κινήματος, Εκδόσεις: Νησίδες Θεσσαλονίκη[5] ο.π. σ.30[6] Βλ. άρθρο του Κώστα Δουζίνα (9 January 2009) στην Guardian: What we can learn from the Greek riots.[7] Βλ. σημείωση 4, σ. 30-31[8] Από το βιβλίο Revolt and Crisis in Greece (2011, AK Press) βλ . κεφάλαιο 7, δοκίμιο της συλλογικότητας Metropolitan Sirens: the (revolt) medium is the message: Counter-information and the 2008 revolt, σ.146 “in  parallel with the occupations, an important number of neighborhood assemblies were born. These assemblies, in the spirit of self-organising, dealt with current affairs as well as local matters. From the occupations and local assemblies of the time, some were later transformed into permanent local or labour collectives with a permanent meeting space, and more permanently occupied abandoned buildings. Many of these incentives continue their action today” (τονισμός δικός μου). Επίσης, Ανδρέας Καλύβας (2010), An Anomaly? Some Reflections on the Greek December 2008:

“There were daily demonstrations and rallies; barricades and blocked roads; street fighting; bullets flying off from many sides; teargas clouds; schools, universities, municipal offices, and theaters occupied; self-organized public assemblies; and the Christmas tree at Athens’s main Syntagma Square was set aflame,scorched by protesters, and became the symbol of the winter insurrection. And as labor unions called for general strikes, the offices of the country’s main labor union, the General Confederation of Greek Workers, were seized by a group of workers. Even the studios of the public TV broadcaster ERT were temporarily infiltrated by activists who aired a one-minute subversive message calling the audience to join them in the streets, interrupting a live news broadcast featuring the Prime Minister addressing the Greek Parliament during a heated debate with the opposition” (σ.354).[9] Βλ. Hannah Arendt., 1990. On Revolution. 6Th ed. London: Penguin Books (σ. 249)[10]  ο.π. (σ.266-267)[11] Donatella Della Porta & Mario Diani, M., 2006. Social movements: An introduction.2Nd ed. Oxford: Blackwell.[12] Βλ., σ.18 από Cornelius Castoriadis., and David Curtis, 1997. World in fragments: Writings on politics, society, psychoanalysis, and the imagination. California: Stanford University Press.[13]

Σε μια αυτόνομη κοινότητα ανθρώπων οι νόμοι, οι νόρμες, τα ήθη και τα έθιμα (και συνεπώς η λειτουργία της) καθορίζονται αποκλειστικά από τα ενεργά μέλη της. Επιπλέον, η αυτόνομη θέσμιση προϋποθέτει ανοικτά πολιτικά σώματα που παρέχουν τη δυνατότητα για όλους να αμφισβητούν τις δεδομένες αξίες, παρέχοντας τη δυνατότητα αντιπροτάσεων. Κατά συνέπεια, δημοκρατική σύγκρουση υπάρχει όταν τα μέλη ενός κινήματος θέτουν ένα βασικό ερώτημα στον εαυτό τους «γιατί θα πρέπει να δεχθούμε αυτή την θεσμισμένη τάξη πραγμάτων;» ενώ την ίδια στιγμή προτείνουν μια άλλη θέσμιση, γνωρίζοντας πάντα ότι καμιά εξωκοινωνική δύναμη δεν μπορεί να τη δικαιολογήσει.[14] Βλ. σημείωση [11], από το ίδιο βιβλίο, σ.21.[15] Από το βιβλίο Revolt and Crisis in Greece (2011, AK Press) βλ . κεφάλαιο 14 του Yiannis Kaplanis An economy that excludes the many and an ”accidental” revolt. σ.223[16] Όπως έλεγε το γράμμα των φίλων του Γρογορόπουλου: «είμαστε τα παιδιά σας. Αυτοί, οι γνωστοί-άγνωστοι. Κάνουμε όνειρα – μη σκοτώνετε τα όνειρά μας. Έχουμε ορμή – μη σταματάτε την ορμή μας. Θυμηθείτε. Κάποτε ήσασταν νέοι κι εσείς.

Τώρα κυνηγάτε το χρήμα, νοιάζεστε μόνο για τη «βιτρίνα», παχύνατε, καραφλιάσατε, Ξεχάσατε. Περιμέναμε να μας υποστηρίξετε, περιμέναμε να ενδιαφερθείτε, να μας κάνετε μια φορά κι εσείς περήφανους. Μάταια. Ζείτε ψεύτικες ζωές, έχετε σκύψει το κεφάλι, έχετε κατεβάσει τα παντελόνια και περιμένετε τη μέρα που θα πεθάνετε. Δε φαντάζεστε, δεν ερωτεύεστε, δεν δημιουργείτε. Μόνο πουλάτε κι αγοράζετε. Ύλη παντού. Αγάπη πουθενά – Αλήθεια πουθενά».[17] Στο Revolt and Crisis in Greece (2011, AK Press), κεφάλαιο 17 του Christos BoykalasNo-one is revolutionary until the revolution! και σ. 307 ορίζεται ως κοινωνικός πόλεμος η διάλυση των κοινωνικών σχέσεων και την παράδοσή τους στην κυριαρχία. Για να το θέσω, όμως, με μεγαλύτερη ακρίβεια, ορίζουμε ως κοινωνικό πόλεμο την προτεραιότητα των σχέσεων που αποσκοπούν στον οικονομισμό, το κέρδος και το θέαμα, με στόχο την εξαφάνιση είδους κάθε πραγματικής δημόσιας (πολιτικής) σφαίρας, ενδυναμώνοντας το ίδιο το καθεστώς σιγής.[18]

Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της εξέγερσης ήταν η παρουσία των μεταναστών στους δρόμους. «Από τις 273 συλλήψεις οι οποίες καταγράφηκαν από την αρχή του ξεσηκωμού μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου του 2009, σχεδόν οι 130 ήταν μετανάστες, δηλαδή, ξένοι που στερούνται της ελληνικής ιθαγένειας» (“οf the 273 arrests recorded from the start of the unrest up to mid-January 2009, approximately 130 were immigrants, that is, foreigners lacking Greek citizenship”) (Στο ίδιο άρθρο του Ανδρέα Καλύβα An Anomaly? Some Reflections on the Greek December 2008:, σ. 354).[19] Και πάλι από Revolt and Crisis in Greece (2011, AK Press), κεφάλαιο 17 (Boykalas) σ.317[20] ο.π., σ.323.[21] Βλ. ανάλυση της Hannah Arendt για την αρχαία Ελληνική πόλις (το πολιτικό πεδίο) στο βιβλίο Hannah Arendt, and Margaret Canovan, 1998. The Human Condition. 2 Nded. Chicago: The University of Chicago Press (κυρίως το πρώτο κεφάλαιο).

[22] Η Χριστίνα Τ., μια Ελληνίδα που ζει στη Σεβίλλη μου εξηγεί πώς ακτιβιστές της Πλατφόρμας 15M – Πραγματική Δημοκρατία, έβλεπαν τις διαδηλώσεις στην πλατεία Ταχρίρ και από την άλλη από τις συγκεντρώσεις και τα απεργιακά συλλαλητήρια στην Ελλάδα ως πηγή έμπνευσης για τους ίδιους, καλώντας το κοινό να καταλάβει κεντρικές πλατείες της Ισπανίας, και προτείνοντας λύσεις για τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της Ευρώπης μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λαϊκών συνελεύσεων και συναινετικής λήψης αποφάσεων, ακολουθώντας το παράδειγμα τωναυτο-οργανωμένων πρωτοβουλιών στην Αθήνα.

Ο θαυμασμός και η αποθέωση των Ισπανών ακτιβιστών για την ελληνική νεολαία και κυρίως για τη στάση της το 2008αντανακλάται στα πολιτικά τους κείμενα, τις ομιλίες και τις ιδιωτικές συζητήσεις, όπως λέει η ίδια. Έτσι, το κίνημα του Συντάγματος στην Ελλάδα (που ακολουθεί μερικές εβδομάδες μετά το ξέσπασμα της 15M στην Ισπανία) – ως αποκορύφωμα των κινητοποιήσεων ενάντια στη λιτότητα – ήταν πράγματι μια «αντιγραφή» του Ισπανικούπαραδείγματος του οποίου τα ίχνη μπορούν να βρεθούν στην εξέγερση του Δεκέμβρη. Συνέντευξη: Χριστίνα, Τ., Ημέρα επικοινωνίας: 1η Μαΐου 2014, προσωπική συνέντευξημέσω e-mail (Επώνυμο αποκρύβεται κατόπιν απαίτησης της ιδίας, ωστόσο η επικοινωνία με το συγκεκριμένο πρόσωπο μπορεί να πραγματοποιηθεί σε περίπτωση που ζητηθεί). Βλ. επίσης: Greece: The timeline of a revolution, 2008-2012,

[23] Βλ. Hannah Arendt, 1990. On Revolution. 6Th ed. London: Penguin Books (σ.19)[24] ο.π., (σ.26)[25] Στην πραγματικότητα οι καταστροφές και οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής έλαβαν χώρα εκτός των πολιτικών σωμάτων. Αυτό πραγματικά διαφοροποιεί το Δεκέμβρη από τις εξεγέρσεις του Λονδίνου (2011) και του Παρισιού (2005) όπου ομάδες νεαρών αντί να θέτουν πολιτικά αιτήματα περιορίστηκαν σε πράξεις λουμπενισμού. Αλλά ακόμη και οι τελευταίες περιπτώσεις θα πρέπει να κατανοηθούν εντός του πλαισίου του κοινωνικού πολέμου. Όταν οι δυνάμεις που καταστρέφουν κάθε δεσμό μεταξύ πολιτών και κάθε είδους συντροφικότητας (δηλαδή, οι δυνάμεις της δομικής βίας) έχουν διαβρώσει όλες τις μορφές του δημόσιου βίου (όπου κάθε αξία αντικαθίστανται από τον εγωκεντρισμό, τα ατομικιστικά ιδεώδη και τον ιδιωτικό καταναλωτισμό) στη συνέχεια ακολουθεί η εκμηδένιση της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας, όπου η διαβούλευση και ο λόγος (ένα από τα πιο κατεξοχήν πολιτικά στοιχεία της δημόσιας σφαίρας) εκλείπει και αντι αυτού η ωμή βία παραμένει ως η μόνη μέθοδος επίλυσης των διαφορών.[26] Βλ. Hannah Arendt, 1976. The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book. (σ.106 και 108).