Πάνος Σκαλτσούνης**
Η Άνω Βόλτα (από το 1983 Μπουρκίνα Φάσο) αποτέλεσε αποικία της Γαλλίας από το 1896 μέχρι και το 1960 όταν και απέκτησε την ανεξαρτησία της. Ωστόσο, όπως και οι περισσότερες πρώην αφρικανικές αποικίες, συνέχισε να υφίσταται την εκμετάλλευση από την πρώην μητρόπολη της και τα διεφθαρμένα δικτατορικά καθεστώτα που κατέλαβαν διαδοχικά την εξουσία.
Από το 1960 μέχρι και το 1982 η αφρικανική χώρα γνώρισε τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα και μεγάλες αναταραχές. Έπειτα από το τελευταίο πραξικόπημα και την ανατροπή της στρατιωτικής κυβέρνησης του Saye Zerbo, ο μετριοπαθής Jean-Baptiste Ouédraogo ορκίστηκε πρόεδρος και σχημάτισε κυβέρνηση. Γρήγορα όμως ήρθε σε ρήξη με τον πρωθυπουργό, Thomas Sankara, ο οποίος ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της κυβέρνησης και τον φυλάκισε. Έπειτα από εξέγερση, η οποία έτυχε ευρείας λαϊκής υποστήριξης, ο Thomas Sankara αποφυλακίστηκε και ανακηρύχτηκε πρόεδρος της χώρας το 1983.
Με το που ανέλαβε χρέη προέδρου άλλαξε το όνομα της χώρας από Άνω Βόλτα σε Μπουρκίνα Φάσο (“χώρα των τίμιων ανθρώπων”) και ξεκίνησε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις καθώς και ριζικές αλλαγές στους τομείς της οικονομίας, της υγείας, της παιδείας, της γεωργίας και του περιβάλλοντος. Μέσα σε τέσσερα χρόνια η χώρα απέκτησε αυτάρκεια σε τρόφιμα, κυρίως μέσω της αναδιανομής των αγροτικών εκτάσεων σε φτωχούς αγρότες και των προγραμμάτων άρδευσης που υλοποιήθηκαν. Το ίδιο διάστημα αυξήθηκε θεαματικά και η παραγωγή βαμβακιού, οι εξαγωγές του οποίου έφεραν σημαντικά έσοδα στα ταμεία της χώρας. Παράλληλα, 2,5 εκατομμύρια παιδιά εμβολιάστηκαν κατά της μηνιγγίτιδας, του κίτρινου πυρετού και της ιλαράς, ενώ σχεδόν κάθε κοινότητα απέκτησε το δικό της ιατρικό κέντρο. Ακόμα, επί της προεδρίας του Sankara η Μπουρκίνα Φάσο έγινε η πρώτη αφρικανική χώρα που αναγνώρισε το AIDS ως επιδημία και μεγάλη απειλή για όλη την ήπειρο. Οι ενέργειες αυτές ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για το σύστημα της δημόσιας υγείας, αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν την προεδρία του Sankara η Μπουρκίνα Φάσο ήταν η χώρα με τη μεγαλύτερη παιδική θνησιμότητα ανά τον κόσμο και ένα προσδόκιμο ζωής των 40 ετών κατά μέσο όρο.
Η Μπουρκίνα Φάσο
Ιδιαίτερα εντυπωσιακά ήταν και τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της παιδείας καθώς επί της προεδρίας του Sankara χτίστηκαν 350 νέα σχολεία με αποτέλεσμα να μειωθούν θεαματικά τα επίπεδα του αναλφαβητισμού. Μεγάλη έμφαση δόθηκε επίσης στην ανοικοδόμηση δημόσιων κατοικιών, ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο των παραγκουπόλεων που απλώνονταν γύρω από τα αστικά κέντρα, καθώς και στην κατασκευή του εθνικού σιδηροδρομικού δικτύου το οποίο ένωσε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Ιδιαίτερα αποτελεσματική ήταν και η προσπάθεια αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής καταστροφής της χώρας από την αποψίλωση μεγάλων δασικών εκτάσεων. Μέσα σε μερικά χρόνια οργανώθηκαν συστηματικές δενδροφυτεύσεις με αποτέλεσμα να φυτευτούν πάνω από 10.000.000 δέντρα και να περιοριστεί σημαντικά το φαινόμενο της ξηρασίας που έπληττε την ευρύτερη περιοχή του Sahel, στην οποία ανήκει γεωγραφικά και η Μπουρκίνα Φάσο.
Ο Sankara έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία και στο ζήτημα της ισότητας των δύο φύλων καθώς και για την προστασία και την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών γενικότερα. Επί της προεδρίας του αρκετές γυναίκες ανέλαβαν υψηλά κυβερνητικά αξιώματα, απαγορεύτηκε δια του νόμου ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων των γυναικών καθώς και οι υποχρεωτικοί γάμοι, ενώ ενθαρρύνθηκε η ένταξη των κοριτσιών στο σχολείο, καθώς μέχρι τότε η πλειοψηφία τους απασχολείτο με οικιακές εργασίες.
Τέλος, σε μία κίνηση συμβολισμού μείωσε τον μισθό του σε 450 δολάρια τον μήνα –όπως και τους μισθούς όλων των ανώτερων κρατικών αξιωματούχων– και απαγόρευσε τη χρήση κυβερνητικών οδηγών και αεροπορικών εισιτηρίων πρώτης θέσεως. Επίσης προχώρησε στην πώληση όλου του πολυτελούς στόλου των κυβερνητικών αυτοκινήτων, ο οποίος είχε αποκτηθεί από τα προηγούμενα δικτατορικά καθεστώτα και κατέστησε το Renault 5 –το φθηνότερο αυτοκίνητο που πωλείτο στη χώρα εκείνη την εποχή– το επίσημο υπηρεσιακό αυτοκίνητο όλων των υπουργών.
Η κυβέρνηση του Thomas Sankara έθετε ως πρώτη προτεραιότητα την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα και βασικά αγαθά και απέφευγε κάθε ξένη οικονομική βοήθεια καθώς θεωρούσε ότι μακροπρόθεσμα υπονομεύεται η εθνική οικονομία. Παράλληλα, πίεσε για σημαντικές μειώσεις του δημόσιου χρέους και εναντιώθηκε σε όλες τις προτάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας για ιδιωτικοποιήσεις στον αγροτικό και βιομηχανικό τομέα. Πολλές φορές άσκησε σκληρή κριτική στους διεθνούς θεσμούς (ΔΝΤ και ΠΤ) οι οποίοι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 προωθούσαν μια σειρά οικονομικών προγραμμάτων (Structural Adjustment Programs ή SAP) στις περισσότερες χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής. Η κριτική που άσκησε ο Sankara προς το ΔΝΤ και την ΠΤ, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, κρίνεται ιδιαίτερα εύστοχη καθώς τα περισσότερα από τα προγράμματα που εφάρμοσαν οι θεσμοί αυτοί στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής είχαν, σε βάθος χρόνου, καταστροφικά αποτελέσματα. Τη σκληρή κριτική που άσκησε ο Sankara δικαιολογεί και η έκθεση της ίδιας της Παγκόσμιας Τράπεζας, σύμφωνα με την οποία έπειτα από μία δεκαετία εφαρμογής των παραπάνω προγραμμάτων, το 1990, περισσότεροι από 280 εκατομμύρια άνθρωποι στην Υποσαχάρια Αφρική ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (κάτω από 1,9$ την ημέρα).
Έπειτα από την εφαρμογή δεκάδων ακόμα προγραμμάτων SAP, το 2002, ο αριθμός των ανθρώπων που ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας ξεπέρασε τα 385 εκατομμύρια (55% του συνολικού πληθυσμού). Ακόμα, τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν της εφαρμογής των προγραμμάτων SAP του ΔΝΤ και της ΠΤ (1961-1981) το ΑΕΠ της Υποσαχάριας Αφρικής αυξανόταν σταθερά (από 31δισ. δολάρια το 1961 σε 379 δισ. δολάρια το 1981). Αντίθετα, από το 1981 έως και το 2001 το ΑΕΠ της Υποσαχάριας Αφρικής παρέμεινε στάσιμο (378δισ. δολάρια το 2001). Παράλληλα, ο μέσος όρος του ετήσιου κατά κεφαλήν εισοδήματος της Υποσαχάριας Αφρικής μειώθηκε κατά το ίδιο διάστημα (1981-2001) από 963$ το 1981 σε 554$ το 2001, ενώ το μέσο προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε μόλις κατά 2 έτη, από 48,7 το 1981 σε 50,7 έτη το 2001 (το ίδιο διάστημα το μέσο προσδόκιμο ζωή στις χώρες υψηλού εισοδήματος αυξήθηκε κατά 4,3 έτη, από 73,5 σε 77,8 έτη).
Επίσης, πριν την εφαρμογή των παραπάνω προγραμμάτων (1981) ο μέσος όρος του δημόσιου χρέους των χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής κυμαινόταν περίπου στο 45% του συνολικού ΑΕΠ της περιοχής, ενώ το 2001 το αντίστοιχο ποσοστό είχε εκτοξευτεί κοντά στο 110% του συνολικού ΑΕΠ της Υποσαχάριας Αφρικής. Τέλος, η εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών οδήγησε σε πολλές ιδιωτικοποιήσεις και περικοπές των δημοσίων δαπανών των κρατών, με αποτέλεσμα το εκπαιδευτικό σύστημα καθώς και το σύστημα υγείας πολλών χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής (π.χ. Γκάνα, Νιγηρία, Μαδαγασκάρη κ.α.) να υποστούν σημαντικές περικοπές. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1990 για κάθε 100,000 κατοίκους της Υποσαχάριας Αφρικής αντιστοιχούσαν μόλις 13,7 γιατροί, ενώ το 2000 μόλις 12,3.[1]
Σε συνέντευξη του στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο Thomas Sankara υποστήριξε ότι τα προγράμματα του ΔΝΤ δεν έχουν πετύχει σε καμία χώρα της Αφρικής καθώς και ότι η ξένη οικονομική βοήθεια από τους διεθνείς θεσμούς δεν γίνεται να λύσει τα προβλήματα των φτωχών χωρών καθώς οι όροι που θέτουν είναι ιδιαίτερα δυσμενείς. Ανέφερε ακόμα ότι η παροχή ξένης βοήθειας σε τρόφιμα και αγροτικά προϊόντα θα έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση της αγροτικής παραγωγής των χωρών προορισμού, καθώς οι ντόπιοι αγρότες δεν θα μπορούν να πουλήσουν τα δικά τους προϊόντα. Υποστήριξε τέλος, ότι αν το ΔΝΤ και η ΠΤ ήθελαν πραγματικά να βοηθήσουν τις φτωχές χώρες θα τους παρείχαν αντί για τρόφιμα, λιπάσματα, τρακτέρ και αγροτικό εξοπλισμό προκειμένου να μπορέσουν να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή τους.
Το αποκορύφωμα της «αυθάδειάς» του ήρθε όμως στις 29 Ιουλίου του 1987, όταν στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας, αναφερόμενος σε όλα τα αφρικανικά κράτη δήλωσε: «Το χρέος είναι μια έξυπνα στημένη προσπάθεια νέο-αποικισμού της Αφρικής. Μια επανακατάκτηση που μας μετατρέπει σε οικονομικούς σκλάβους. Δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε το χρέος μας… Αυτό είναι αδύνατον, δεν είναι θέμα ηθικής τάξης, ούτε αθέτηση υποσχέσεων… Εάν δεν πληρώσουμε, οι πιστωτές μας δεν θα πεθάνουν, αυτό είναι βέβαιο. Εάν όμως πληρώσουμε, ο λαός μας θα εξοντωθεί. Οι πιστωτές μας κέρδισαν πολλά, πολλές φορές από την Αφρική. Ας χάσουν και μια φορά. Η ζωή θα συνεχιστεί…»
Η ζωή συνεχίστηκε, αλλά μόνο για δυόμισι μήνες για τον Thomas Sankara. Στις 15 Οκτωβρίου του 1987, μία ένοπλη ομάδα, με επικεφαλής τον στενότερο συνεργάτη του, Blaise Compaoré, εισέβαλε στο προεδρικό γραφείο και τον εκτέλεσε μαζί με άλλους 12 αξιωματούχους. Το σώμα του νεκρού Sankara διαμελίσθηκε και θάφτηκε εσπευσμένα σε έναν ανώνυμο τάφο, ενώ η χήρα του Mariam και τα δύο παιδιά τους εγκατέλειψαν τη χώρα. Η «κανονικότητα» επανήλθε στη χώρα των «τίμιων ανθρώπων».
Ο Blaise Compaoré έγινε πρόεδρος και αναγνωρίστηκε αμέσως από τη Γαλλία. Διατήρησε το αξίωμά του για 27 χρόνια (1987-2014), όταν και ανατράπηκε έπειτα από την προσπάθεια του να τροποποιήσει το σύνταγμα της χώρας ώστε να παρατείνει εκ νέου την παραμονή του στην εξουσία. Με υποδειγματική συνέπεια, η χώρα των εξαθλιωμένων αλλά «τίμιων ανθρώπων» επέστρεψε στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα και εξοφλεί ακόμα τις δόσεις του χρέους της.
Το ΔΝΤ, απόλυτα ικανοποιημένο έδωσε τα εύσημα στον Blaise Compaoré για το «σπουδαίο έργο του», αδιαφορώντας για το κλείσιμο των νοσοκομείων, των σχολείων και την κατάργηση των κοινωνικών ευεργετημάτων που ο Sankara πρόλαβε να εφαρμόσει. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έπειτα σχεδόν όλοι οι τομείς της οικονομίας της χώρας ιδιωτικοποιήθηκαν, ενώ το εκπαιδευτικό καθώς και το σύστημα της δημόσιας υγείας υποβαθμίστηκαν σημαντικά. Σήμερα η χώρα μπορεί να παρουσιάζει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης (6% για το 2019), όπως ορίζουν και τα προγράμματα του ΔΝΤ, ωστόσο, 8.000.000 άνθρωποι (περίπου το 45% του πληθυσμού) ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και με ελάχιστες προοπτικές για βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.
*Μπουρκίνα Φάσο: Το όνομα της χώρας δόθηκε από τις δύο πιο ευρέως ομιλούμενες γλώσσες της χώρας (Mossi και Dyula). Η ετυμολογία των δύο αυτών λέξεων είναι η «Χώρα των Τίμιων Ανθρώπων».
**Υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου