Στις 3 Δεκεμβρίου του 1984 πάνω από 40 τόνοι χημικού αερίου, εκατοντάδες φορές τοξικότερου από το υδροκυάνιο, διέρρευσαν από εργοστάσιο φυτοφαρμάκων στο Μποπάλ της Ινδίας, σκοτώνοντας άμεσα τουλάχιστον 7.000 ανθρώπους, ενώ προκαλεί θανάτους ακόμα και στις μέρες μας!
Στο παλιό Μποπάλ, όχι πολύ μακριά από τα μικρά καλόγουστα καταστήματα και τις πανέμορφες ειδυλλιακές λίμνες της μικρής Ινδικής πόλης, στοιχειώνει παλεύοντας με τις ριπές του χρόνου το ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο της «Union Carbide». Εκεί, σε ένα από τα μισογκρεμισμένα κτίρια, υπάρχουν ακόμη εκατοντάδες σπασμένα καφέ μπουκάλια με υπολείμματα άγνωστων χημικών υγρών. Λίγο πιο πέρα σταγόνες υδραργύρου αντανακλούν στον ήλιο.
Σε μια άκρη του κτιριακού συγκροτήματος εντοπίζεις εύκολα ό,τι έχει απομείνει από τα τοξικά απόβλητα σκεπασμένα με μια άρρωστη πρασινάδα. Λίγα μέτρα πιο κάτω ένα μικρό αδύνατο αγόρι, δεν θα είναι πάνω από έξι χρονών, προσπαθεί να παίξει κρίκετ, πιο κει σκελετωμένες αγελάδες βόσκουν αμέριμνες δίπλα σε μια μεγάλη, σκοτεινή λακκούβα. Διάσπαρτες στο έδαφος είναι χιλιάδες πλαστικές σακούλες, κιτρινισμένες εφημερίδες, σπασμένα ποτήρια και ο αέρας μυρίζει έντονα μούχλα και θάνατο…
Το μοιραίο βράδυ του Δεκέμβρη
Το ημερολόγιο έγραφε 2 Δεκεμβρίου του 1984. Στο Μποπάλ οι άνθρωποι συνήθιζαν να κοιμούνται νωρίς. Άλλωστε τι είχαν να κάνουν τα βράδια, όταν όλη την ημέρα έχυναν τον ιδρώτα τους στα χωράφια, στις οικοδομές ή στο μεγάλο εργοστάσιο της πόλης τους.
Εκείνη τη βραδιά 40 τόνοι τοξικού αερίου διέφυγαν από το εργοστάσιο και έκαψαν τις ζωές, τους λαιμούς και τα μάτια και χιλιάδων ανθρώπων. Ήταν – και εξακολουθεί να είναι – η πιο θανατηφόρα βιομηχανική καταστροφή που έχει καταγραφεί στον κόσμο.
Για λίγο, η τραγωδία του Μποπάλ, απασχόλησε τις ανεπτυγμένες χώρες της Γης και έθεσε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το πώς οι πολυεθνικές εταιρείες και οι κυβερνήσεις πρέπει να ανταποκριθούν όταν συμβαίνει μια τέτοια καταστροφή. Για λίγο όμως, γιατί σχεδόν δυο χρόνια μετά η πυξίδα της προσοχής του κόσμου έδειξε τον βορά και τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν προς το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ.
Η περιοχή των 70 στρεμμάτων στο Μποπάλ, 36 χρόνια μετά το δυστύχημα, παραμένει αμετάβλητη, ή πιο σωστά ο χώρος του Μποπάλ συνεχίζει να καταστρέφεται, αφού ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να φιλοξενεί εκατοντάδες τόνους τοξικών αποβλήτων.
Η 15χρονη Φίζα, δεν μίλησε για τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής της και εξακολουθεί να έχει ταχυπαλμίες, ζάλη και πονοκεφάλους. Στο δρόμο συναντάς τον 13χρονο Ομπάι που σέρνεται με πόδια καχεκτικά, έχοντας μαύρες φλύκταινες σε όλο του το κορμί. Πλάι στον Ομπάι παραπατάει ο 12χρονος Ταουσίμπ, που έχει μυαλό τρίχρονου παιδιού. Και πιο δίπλα η Νάτζμα, η γλυκιά γυναίκα που έχασε τη μητέρα της από καρκίνο της γλώσσας και τώρα κάθεται μπροστά από το σπίτι της όλη μέρα, χαμογελώντας φωνάζοντας ασυναρτησίες στους περαστικούς. Κι όλα αυτά στους δρόμους, γιατί μέσα στα σπίτια κρύβονται ανείπωτες τραγωδίες: άνθρωποι με σαθρό σκελετό, με καρδιολογικά προβλήματα, με σοβαρές δερματικές παθήσεις κι όλοι τους σχεδόν παιδιά! Αν οι άνθρωποι ζωγράφιζαν έναν κόκκινο σταυρό σε κάθε πόρτα που φιλοξενεί ασθένειες, όπως έκαναν κατά στους καιρούς της βουβωνικής πανώλης στην Αγγλία, λίγες πόρτες στο Μποπάλ, θα ήταν καθαρές…
Νερό-δηλητήριο
«Όλα αυτά οφείλονται στο νερό», λένε οι κάτοικοι. «Πίνουμε δηλητήριο». Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι υπάρχουν 20 κοινότητες στην ευρύτερη περιοχή όπου το νερό είναι μολυσμένο. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εκδώσει απόφαση για την διασφάλιση καθαρού νερού σε όλες τις επιβαρυμένες από τη μόλυνση περιοχές, αλλά δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτα.
Το εργοστάσιο στο Μποπάλ άρχισε τη λειτουργία του σε μια εποχή που η Ινδία αντιμετώπιζε σοβαρές ελλείψεις τροφίμων. Η χώρα ξεκίνησε την Πράσινη Επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 1960 σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σιτίσει τον αυξανόμενο πληθυσμό της.
Η «Union Carbide» ήταν μια από τις πρώτες εταιρίες που δραστηριοποιήθηκε στη χώρα και άρχισε να παράγει φυτοφάρμακά με το σύνθημα «Η επιστήμη βοηθά στην οικοδόμηση μιας νέας Ινδίας». Το 1969, η «Union Carbide» δημιούργησε ένα εργοστάσιο στο Μποπάλ για την κατασκευή καρβαρυλίου (που πωλείται με την επωνυμία Sevin) και alidcarb (Temik). Αρχικά, η εταιρεία εισήγαγε το ισοκυανικό μεθύλιο (MIC), το τοξικό αέριο που απαιτείται για την παρασκευή των φυτοφαρμάκων, αλλά από το 1980 αρχίσει να το παράγει στο εργοστάσιο. Το MIC είναι άχρωμο και βαρύτερο από τον αέρα, είναι εξαιρετικά τοξικό και ερεθίζει το δέρμα, τα μάτια και τους βλεννογόνους των αναπνευστικών οδών. Η εταιρεία προχώρησε προσεκτικά στην παραγωγή, διασφαλίζοντας ότι το εργοστάσιο του Μποπάλ είχε όλες τις σύγχρονες τεχνολογίες με το αδελφό εργοστάσιό στη Δυτική Βιρτζίνια. Δημιούργησαν ισχυρά συστήματα συναγερμού που μπορούσαν να ακουστούν χιλιόμετρα μακριά, διανέμονταν ενημερωτικά φυλλάδια για το MIC σε όλα τα τοπικά νοσοκομεία και πραγματοποιήθηκαν σεμινάρια για το ιατρικό προσωπικό σχετικά με τη θεραπεία σε περίπτωση έκθεσης στο MIC. Όλα αυτά στην αρχή γιατί μετά ξεχάστηκαν τα πάντα.
Οι κανόνες ασφαλείας έπαψαν να τηρούνται και όλα είχαν αφεθεί στην τύχη. Τα ατυχήματα με εργαζόμενους διαδέχονταν το ένα το άλλο και κάποιοι υπεύθυνοι που προσπαθήσαν να «φωνάξουν» για την κατάσταση, ή απολύθηκαν ή… φιμώθηκαν.
Μικρές διαρροές του MIC είχαν γίνει τόσο συνηθισμένες που όταν στις 2 Δεκεμβρίου, ένας επόπτης ανακάλυψε σχετική διαρροή σήμανε συναγερμό, κάτι που οι εργαζόμενοι άκουγαν πολλές φορές την εβδομάδα για άλλους λόγους, οπότε δεν έδωσαν καμία σημασία.
Νύχτα θανάτου στην πόλη
Ο δυνατός άνεμος που φυσούσε εκείνο το βράδυ άπλωσε τους θανατηφόρους καπνούς σε ακτίνα 40 τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω από την τοποθεσία. Εκείνοι που δεν πνίγηκαν από τα αέρια μέχρι θανάτου ξύπνησαν με βαριά ανάσα, με τα μάτια τους να καίγονται από το τοξικό αέριο και τα στόματά τους αφρίζουν. Το μόνο που γνώριζαν πως έπρεπε να κάνουν ήταν να ανέβουν σε υψηλότερο σημείο, ή να καλύψουν τα πρόσωπά τους με ένα βρεγμένο πανί. Όμως επειδή το MIC έχει διπλάσιο βάρος από τον ατμοσφαιρικό αέρα, τα παιδιά επηρεάστηκαν περισσότερο. Χωρίς εκπαίδευση και χωρίς γνώση του τι πρέπει να κάνουν, οι γιατροί δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσοι άνθρωποι πέθαναν εκείνο το βράδυ. Οι επίσημες εκτιμήσεις της κυβέρνησης ξεκίνησαν στους περίπου 3.000 νεκρούς και έφθασαν στους 5.295. (Αξιωματούχοι από την Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου Ρύπανσης της Ινδίας δεν απάντησαν σε πολλά αιτήματα για συνεντεύξεις) Ωστόσο, άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένης της Διεθνούς Αμνηστίας, λένε ότι τουλάχιστον 7.000 άτομα πέθαναν μόλις μέσα στις τρεις πρώτες ημέρες και περίπου 25.000 άνθρωποι υπέκυψαν συνολικά από την έκθεση στο MIC. Άλλοι 500.000 έχουν χρόνια προβλήματα υγείας.
Σε αυτό το χαοτικό σκηνικό, η «Union Carbide» κλήθηκε το 1989 να καταβάλλει στην πόλη αποζημίωση 470 εκατομμυρίων δολαρίων, και σε κάθε άτομο που εκτέθηκε στο δηλητηριώδες αέριο 25.000 ινδικές ρουπίες (περίπου 2.200 δολάρια τότε). Σύμφωνα με τους όρους του διακανονισμού, η εταιρία αρνείται την ευθύνη για το συμβάν. Οι κάτοικοι του Μποπάλ ή έφυγαν όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα, ή παρέμειναν κι ακόμα δηλητηριάζονται. Οι άνθρωποι βράζουν ακόμα το μολυσμένο νερό από τις αντλίες χειρός για να κάνουν μπάνιο και πλύσιμο ρούχων, όταν το νερό σταματάει να τρέχει από τους σωλήνες τους.
Το μόνο μεγάλο επιδημιολογικό έργο για άτομα που εκτέθηκαν στο αέριο εγκαταλείφθηκε εδώ και 20 χρόνια. Οι ακτιβιστές μπόρεσαν να αποδείξουν ότι πολλοί από τους ανθρώπους που στάλθηκαν για διεξαγωγή κυβερνητικών ερευνών για την υγεία δεν το έκαναν ποτέ, και αντ ‘αυτού συμπλήρωσαν τις φόρμες με ψευδείς απαντήσεις.
Τα τελευταία χρόνια, ο Καναδός ερευνητής Shree Mulay και εθελοντές που συνεργάζονται με μια μη κερδοσκοπική οργάνωση, που ιδρύθηκε από ακτιβιστές, συλλέγουν δεδομένα σχετικά με τη θνησιμότητα, τα γενετικά ελαττώματα, τη γονιμότητα, τον καρκίνο και πολλές άλλες πτυχές της υγείας των ανθρώπων. Η ομάδα του Mulay εξακολουθεί να αναλύει τα δεδομένα και τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν ότι τα άτομα που εκτίθενται στο αέριο ή στο νερό ή και τα δύο έχουν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου, φυματίωσης και παράλυσης.
Όλοι γνωρίζουν ότι το αέριο άφησε μόνιμο σημάδι για την υγεία των ανθρώπων. Χρειάστηκαν όμως χρόνια για να αναγνωρίσουν οι άνθρωποι, ότι το νερό μπορεί να είναι μολυσμένο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι τοξικές λίμνες καλύφθηκαν και πάλι με πλαστική επένδυση και σκεπάστηκαν με χώμα σε μια προσπάθεια να τις μετατρέψουν σε πρωτόγονους χώρους υγειονομικής ταφής, αλλά οι καιρικές συνθήκες τις ενεργοποιούν ξανά.
Το 2004, η Greenpeace ανέθεσε σε εμπειρογνώμονες διαχείρισης αποβλήτων με έδρα τη Γερμανία, την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες να επισκεφθούν την περιοχή και να εκθέσουν τις απόψεις τους. Οι εμπειρογνώμονες επέστρεψαν με ένα σχέδιο για τον καθαρισμό του εδάφους. Μια πιθανή λύση είναι απλά η μεταφορά των αποβλήτων σε ασφαλή χώρο υγειονομικής ταφής, αλλά δεν υπάρχει τέτοια τοποθεσία στην Ινδία. Μια άλλη είναι η αποτέφρωση των αποβλήτων σε μια εγκατάσταση που διαχειρίζεται αυτό το είδος υλικού, ένα σχέδιο υπό συζήτηση για τα απόβλητα Μποπάλ για περισσότερο από μια δεκαετία.
Συνολικά, η έκθεση Greenpeace εκτιμά ότι ένα αποτελεσματικό έργο καθαρισμού θα κόστιζε 30 εκατομμύρια δολάρια. Τα έσοδα της εταιρίας DowDuPont, που εξαγόρασε τη «Union Carbide», το 2017 ήταν 62 δισεκατομμύρια δολάρια! Δεν έγινε τίποτα το ουσιαστικό. Και οι κάτοικοι του Μποπάλ παραμένουν ακόμα ριζωμένοι σε ένα δηλητηριασμένο έδαφος, περιμένοντας απλά το θάνατο…
Το 2014, τριάντα χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα γυρίστηκε η ταινία «BHOPAL A PRAYER FOR RAIN»