Λατρεύω τους ανθρώπους που δε έφτασαν πουθενά.
Εκείνους που φτερούγισαν, σαν τρεμάμενοι ίσκιοι στην τραγικότητα των ποιημάτων.
Που βίωσαν την μοναξιά των ξεγραμμένων συνθημάτων, ευωδιάζοντας γιασεμί κι ελπίδα.
Εκείνους που χόρτασαν το κάποτε και ξεδίψασαν το πάντοτε, αμνηστεύοντας τις χαρές που κάθε φορά… τους έσπαγαν τα δόντια.
Που έμαθαν τον ύπνο προφορικά, έχοντας ως υψηλότερο ιδανικό την ακατάπαυστη άρνηση του δισταγμού.
Εκείνους που έγιναν αγρίμια επισκέπτες σε χώρο και χρόνο λάθος και αργούσαν πάντα. Κι έρχονταν πάντα το επόμενο καλοκαίρι μόνο και μόνο γιατί το τώρα δε χαρίζεται….
Λατρεύω τους μάρτυρες.
Δεν έχω κάτι το ηρωικό πάνω μου. Πιθανόν ούτε κάτι το γενναίο. Δεν είμαι μάρτυρας.
Ο μάρτυρας μυρίζει καρδιά και ζωγραφίζεται με χρυσό χαμόγελο.
Από το γέλιο του κρέμονται από μια κλωστή, όλα τα χαρισμένα του κόσμου…στον κόσμο.
Ετοιμοτάξιδος είναι. Με το ζωνάρι πάντα λυμένο, μέχρι τη στιγμή που θα μας κόψει την ανάσα.
Αγαπημένο του άστρο είναι ο αποσπερίτης, γιατί έχουν την ίδια λεβεντιά, τα ίδια αγνά χώματα και την ίδια τρέλα… να μένουν ξοπίσω, μπας κι έχασε κανένας από μας τον δρόμο του.
Ο μάρτυρας δεν είναι ήρωας.
Τους ήρωες τους θρέφει ο θυμός.
Μια πίκρα έχει μόνο αμίλητη, ανεξήγητη. Μια πίκρα μεγάλη. Του Παλαμά την πίκρα.
Την πίκρα που χει να κάνει με την θύμηση, γιατί ότι κάνει θέλει να το πάρει μαζί του σα μεγάλο μυστικό.
Για τον μάρτυρα κλαις. Στο μάρτυρα δε στέκεσαι προσοχή.
Τον μάρτυρα τον φτιάχνει και τον συντηρεί η ένταση, που ο ίδιος φρόντισε να φέρει μέσα σου και η συνειδητοποίηση, του ότι είστε σύντροφοι στο ίδιο εργαστήρι.
Τον φτιάχνει η μουσική, ο στίχος, η ζωγραφιά και η ανθρώπινη λαλιά. Η νοσταλγία.
Ίσως, την πίκρα του Παλαμά μόνο, έχω.