Επικαιρότητα

Και πάλι μόνοι -του Γιάννη Γεράσιμου

By Γιάννης Γεράσιμος

March 09, 2016

Οι θολές συντεταγμένες της δημοκρατίας σε μια εποχή δικτύων 

Η εποχή μας είναι μια εποχή πολλαπλών μεταβάσεων και διαρκών ανακατατάξεων. Είναι μια ιστορική περίοδος βαθύτερης κρίσης των υφιστάμενων πλαισίων κοινωνικής συμβίωσης, της δημοκρατικής οργάνωσης των πολιτειακών θεσμών καθώς και του μοντέλου οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας που θέτει επιτακτικά νέα διλήμματα τα οποία αφορούν την ίδια την υπόσταση και την ταυτότητα μας ως πολιτική κοινωνία.

Ερωτήματα που θεωρούνταν λυμένα στο πλαίσιο της κλασσικής πολιτικής φιλοσοφίας επανέρχονται ξανά στο προσκήνιο προσλαμβάνοντας νέες διαστάσεις σε ένα συνθετότερο αυτή τη φορά πολιτικά και γεωπολιτικά περιβάλλον. Το κρίσιμο ερώτημα που βρίσκεται στον πυρήνα της κρίσης είναι αν οι σημερινές εξελίξεις που συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας οδηγούν στην επίπονη γέννηση ενός νέου θαυμαστού κόσμου πολυπλοκότερων σχέσεων οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης που παρόλα αυτά διαφυλάσσουν στον πυρήνα τους τις κατακτήσεις του παλιού ή αν αντίθετα αυτό που βιώνουμε είναι ο προάγγελος ενός επερχόμενου θρυμματισμού και πολυδιάσπασης που τελικά μας αφήνει έκθετους και κατακερματισμένους σε έναν κόσμο αναδυόμενων τεχνικών δυνατοτήτων και ορθολογικότερης παραγωγικής διαχείρισης αποστεωμένο όμως από τα ουμανιστικά προτάγματα και τις δημοκρατικές κατακτήσεις του παλιού.

Παραμένοντας εγκλωβισμένοι στο μεταίχμιο μεταξύ νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας, μεταξύ κρίσης των παλιών μοντέλων διαχείρισης και της αδυναμίας υπέρβασης τους βιώνουμε μια κρίση τελικά της ίδιας της αυτονομίας της πολιτικής νοούμενης ως δυνατότητας συλλογικού αυτοκαθορισμού των πολιτών και απορρόφησης της πολιτικής από ένα ιδιότυπο είδος οικονομισμού και τεχνοκρατικής διαχείρισης.

Η κρίση αυτή της αυτονομίας της πολιτικής έχει τις ρίζες της στην ίδια τη μεταμόρφωση του εθνικού κράτους από φορέα κυρίαρχης έκφρασης της γενικής βούλησης σε κόμβο διαμεσολάβησης σε ένα πλαίσιο πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και στη συρρίκνωση της ρυθμιστικής του εμβέλειας και του πλαισίου οργάνωσης, συμπύκνωσης και αποκρυστάλλωσης της σχέσης μεταξύ πολιτικής και δημοκρατικής διαβούλευσης και αυτοδιάθεσης των πολιτών νοούμενων ως πολιτική κοινωνία που παραδοσιακά αυτό αποτύπωνε και εξέφραζε.

Η αυτορρύθμιση ως αναπόδραστο σύστοιχο της αδυναμίας του κράτους να αντιμετωπίσει νομοθετικά πρωτόγνωρες καταστάσεις και η μετάβαση σε ένα πλαίσιο λειτουργικής συνδιάθεσης της κυρίαρχης εξουσίας ως στοιχείο οργανικής αναπλήρωσης της αδυναμίας άσκησης της κυρίαρχης εξουσίας στο πλαίσιο του έθνους κράτους σηματοδοτούν στην πραγματικότητα την ανάδυση ενός πλαισίου και μιας νέας μορφής διακυβέρνησης. Η απόσυρση του κράτους ως του κατεξοχήν συντελεστή της δημόσιας διακυβέρνησης οδηγεί στην ανάδειξη νέων μορφών (συνήθως άτυπων) ιδιωτικής διακυβέρνησης σε υπερεθνικό επίπεδο που όντας δημοκρατικά μη ελεγχόμενες επιδιώκουν τη μεταβολή της σχέσης της κοινωνίας με την πολιτική εξουσία και την οικονομία (βλ. Φουκώ, Η γέννηση της βιοπολιτικής).

Απ αυτή την άποψη ο νεοφιλελεύθερος ρεαλισμός λειτουργεί ως ένα ιδεολογικό πέπλο που συγκαλύπτει την απομάκρυνση των δομών πολιτικής εξουσίας από θεσμούς δημοκρατικής λογοδοσίας και κοινωνικού ελέγχου επικαλούμενος τη ρεαλιστική αναγνώριση μιας πραγματικότητας την οποία όμως έχει προηγουμένως ο ίδιος δημιουργήσει. Η αποδυνάμωση αυτή της πολιτικής κοινωνίας και η μετάβαση σε μια διαδικαστική σύλληψη της δημοκρατίας που μεταφυτεύει αυτή από το ιστορικό πλαίσιο διαμόρφωσης της σε ένα νέο υπερεθνικό περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης διακυβέρνησης έχει ως συνέπεια ότι μόνο τα κράτη εκείνα που είναι σε θέση να διαπραγματευτούν καλύτερα με τις αγορές μπορούν τελικά να διαμορφώσουν σε ένα βαθμό ένα σχετικά αυτόνομο πλαίσιο πολιτικής οργάνωσης.

Οι αγορές μέσω του συστήματος της αυτορρύθμισης καθίστανται λειτουργικό στοιχείο της λήψης κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων. Έτσι, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σχηματικά η παγκοσμιοποίηση επιδρά μεταβάλλει τις μορφές διακυβέρνησης με τους ακόλουθους τρόπους: (α). μέσω της ενίσχυσης των δεσμών αλληλεξάρτησης μεταξύ κράτους και των διεθνών οργανισμών (ειδικά με την ΕΕ), πολυεθνικών εταιρειών και διεθνικών δικτύων με συνέπεια την αναζήτηση διαρκών συμβιβασμών (β). τον υποβιβασμό του κράτους σε ρόλο απλού ρυθμιστή στο πεδίο της οικονομίας και τη συρρίκνωση του ρόλου του στη λήψη κρίσιμων μέτρων κοινωνικής προστασίας (γ). την άμβλυνση της κρατικής ιδιαιτερότητας που προκύπτει από την άρση της διάκρισης μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας με απόρροια το γενικό συμφέρον ως νομιμοποιητική βάση του κράτους να υποκαθίσταται από το αίτημα αποτελεσματικότητας και από μια επιχειρηματική λογική λειτουργίας αυτού και (δ). τη διάσπαση της οργανικής ενότητας του κράτους υπέρ της ενίσχυσης τοπικών και αποκεντρωμένων φορέων διοίκησης και υπέρ ενός μοντέλου πολυπολιτισμικότητας της κοινωνίας (βλ. Jacques Chevallier, L etat postmoderne).

Ωστόσο, μολονότι οι αγορές μέσω της παγκοσμιοποίησης απεγκλωβίζουν την κοινωνία από την κυριαρχική εξουσία του κράτους υποτάσσουν αυτήν σε ένα νέο πλαίσιο άσκησης εξουσίας το οποίο είναι πιο δύσκολο να ελεγχθεί θεσμικά και πολιτικά μέσω των κατάλληλων δημοκρατικών εγγυήσεων και μορφών πολιτικής συμμετοχής. Τελικά, με την παγκοσμιοποίηση αφενός μεν η κοινωνία χάνει την αυτονομία της και υποτάσσεται στη σφαίρα της οικονομίας και των αγορών εξατομικευόμενη πλήρως (Βeck, H κοινωνία της διακινδύνευσης) με αποτέλεσμα να αποκρύπτονται στο όνομα της καλύτερης διαχείρισης των παραγόμενων κινδύνων οι δομικές κοινωνικές ανισότητες γνώσης, πρόσβασης και πόρων ως συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης που παράγονται από αυτήν, αφετέρου δε η τεχνική νοούμενη πλέον ως σύστημα (ως ένα νέο περιβάλλον που υποκαθιστά τη φύση αναπτυσσόμενη και μεγεθυνόμενη αυτόνομα) τίθεται στον πυρήνα της παραγωγικής διαδικασίας επιτάσσοντας την αποτελεσματικότητα στην κατανομή και στην οργάνωση των πόρων και των μέσων υλόποίησης τεχνικών δυνατοτήτων (βλ. το Τεχνικό σύστημα του Ζακ Ελύλ) και τελικά καταλήγει να αυτονομείται.

Η προβολή όμως της αναγκαιότητας εξορθολογισμού των παραγωγικών δομών και διαδικασιών αποκρύπτει ως ένα βαθμό ότι χωρίς επίγνωση του κοινωνικού και ηθικού τους προσδιορισμού ο ορθός λόγος και η επιστήμη καταντούν κενές ιδεολογικές προφάσεις που οποιοσδήποτε κοινωνικός ή οικονομικός φορέας μπορεί να επικαλεστεί για δικό του λογαριασμό.

Η εκθεμελίωση όμως αυτή μέσω της παγκοσμιοποίησης της δημοκρατίας ως στοιχείο διακυβέρνησης από τη λειτουργία στο πλαίσιο μιας μορφής πολιτικής κοινότητας στην οποία αναπτύχθηκε δεν οδηγεί απλώς στην υποταγή της ίδιας της κοινωνίας στην αγορά, στην αναίρεση (ή πάντως ουσιώδη περιορισμό) του κράτους πρόνοιας που είχε θεμελιωθεί στην έννοια του κοινωνικού συμβολαίου και στην αντικατάσταση (εν πολλοίς) της ιδιότητας του πολίτη από αυτή του ατόμου που παραμένει εγκλωβισμένο στα στενά όρια της ιδιωτικής σφαίρας και του καταναλωτή. Τελικά οδηγεί στον κατακερματισμό του ατόμου μέσω μιας μορφής πραγμοποίησης διά του φετιχισμού της εμπορευματικής μορφής (εγκαθίδρυση μιας τυπικής ισότητας μεταξύ ποιοτικά ανόμοιων πραγμάτων που καθιστά δυνατή την ανταλλαγή στην αγορά) που οδηγεί στην εξάλειψη κάθε υποκειμενικής ποιότητας από την εργασία και στην υποκατάσταση του ατόμου από διακριτές «ικανότητες» τις οποίες εξαργυρώνει στην αγορά (Λουκατς, Ιστορία και ταξική συνείδηση).

Παράλληλα, οδηγεί σε αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων (όπως και αν εκλάβουμε την ισότητα, ήτοι ως διανεμητική ισότητα, ως ισότητα πόρων ή ως ισότητα ευκαιριών) σε κοινωνική περιθωριοποίηση και άρα τελικά και σε αποκλεισμό από την δημόσια δημοκρατική διαβουλευτική διαδικασία ως απαραίτητο όρο και στοιχείο οργάνωσης της δημοκρατίας (βλ. Will Kymlicka και Κόλιν Κράουτς: Μεταδημοκρατία). Επί της ουσίας δηλαδή ο εγκλωβισμός του ατόμου στην ιδιωτική σφαίρα δύναται τελικά να οδηγήσει στον ίδιο το μαρασμό της δημοκρατίας λόγω της σταδιακής άρσης των προϋποθέσεων πολιτικής συνύπαρξης και επικοινωνίας που συνιστούν το αναγκαίο υπόστρωμα λήψης των δημοκρατικών πολιτικών αποφάσεων. Τελικά, η ίδια η κοινότητα αποτελεί συγκροτησιακό στοιχείο της ατομικής ταυτότητας και η αποδιάρθρωση της παράγει έναν κατακερματισμό της ατομικής ταυτότητας και μια άρση των προϋποθέσεων συγκρότησης και ομαλής λειτουργίας της πολιτικής κοινωνίας.

Επομένως, η δημοκρατία διέρχεται μια βαθιά, σχεδόν δομική κρίση στο πλαίσιο τους έθνους κράτους λόγω του ουσιώδους περιορισμού της πολιτικής έκφρασης και δυνατότητας συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων. Ωστόσο, η κρίση αυτή δεν είναι σύστοιχη με μια κρίση του έθνους κράτους δεδομένου ότι αυτό μολονότι βλέπει τις θεμελιώδεις λειτουργίες του να μεταλάσσονται καθιστάμενο απλός κόμβος και όχι φορέας άσκησης κυριαρχίας διατηρεί ουσιώδεις λειτουργίες (οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές). Εκείνο που κατά βάθος διαβρώνεται είναι το κράτος πρόνοιας, το οποίο όμως δεν περιοριζόταν απλά στην παροχή ορισμένων κοινωνικών δικαιωμάτων σε κοινωνικά ευάλωτες ομάδες αλλά συνιστούσε ενσωμάτωση στο πλαίσιο της δημοκρατίας ευρέων κοινωνικών στρωμάτων μέσω της καθολικοποίησης των δικαιωμάτων τους.

Τα κοινωνικά αυτά στρώματα οδηγούνται σήμερα στο περιθώριο και αφήνονται έκπτωτα χωρίς προστασία στο πλαίσιο της λειτουργίας των αγορών που επιτάσσει μια ομοιόμορφη εξατομίκευση. Απέναντι στη συρρίκνωση αυτή της δημοκρατίας και του ρόλου της πολιτικής κοινωνίας στο επίπεδο του έθνους κράτους προτάσσονται μοντέλα κοσμοπολιτικής δημοκρατίας (όπως αυτό του David Held) που εκκινούν από καντιανές θεωρητικές βάσεις και προβάλλουν τη διαβουλευτική διαδικασία ως ουσιώδη τρόπο εξασφάλισης των δημοκρατικών εγγυήσεων.

Πέρα όμως από το ότι ουσιαστικά προβάλλουν το όραμα μιας δημοκρατίας χωρίς δήμο (αποοργανικοποιώντας το λαό), αδυνατούν να προσφέρουν λύσεις στο ζήτημα των διογκούμενων κοινωνικών ανισοτήτων και αποκλεισμών. Όπως σημειώνει ο Anthony Smith «τα κείμενα από τα οποία συντίθεται ένας υπερεθνικός κοσμοπολιτισμός, τα διακωμωδημένα συστατικά ενός συνοθυλεύματος, δεν είναι άλλα από τους μύθους, τις παραδόσεις, τις αξίες, τις μνήμες και τα σύμβολα των διάφορων εθνών και εθνοτικών κοινοτήτων. Δεν αρκεί να φανταστεί κανείς μια παγκόσμια κοινότητα, πρώτα πρέπει να αναδυθούν νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης και συμμετοχής προκειμένου να συγκροτηθούν διαφορετικοί τύποι πολιτικών κοινοτήτων».

Απέναντι σε όλα αυτά οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες και διέρχονται από μια ριζική ανανοηματοδότηση της έννοιας και του πλαισίου λειτουργίας της δημοκρατίας. Θεμελιώδης προϋπόθεση της δημοκρατίας είναι η ορθή και ισόρροπη διάρθρωση της ιδιωτικής σφαίρας της αγοράς με τη δημόσια σφαίρα και η ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της δημόσιας δημοκρατικής διαβούλευσης που σήμερα φαίνεται να εξασθενεί. Όπως επεσήμαινε κάποτε ο Καντ είναι μόνο χάρη στην έννοια της αυτονομίας (και άρα και της συλλογικής αυτοδιάθεσης) που ο άνθρωπος εξυψώνεται πάνω από την τιμή και αποκτά αξία.

Επομένως, η εξασφάλιση της δημοκρατίας έγκειται τελικά στην αδιάκοπη προσπάθεια των ενεργών πολιτών, αφού αυτή προϋποθέτει όπως τονίζει ο Μπάουμαν: «μια στενή σχέση ανάμεσα σε αυτόνομους, ηθικά αυθύπαρκτους και αυτοδιάθετους πολίτες και μιαν απολύτως ώριμη αυτοστοχαστική και αυτορρυθμιζόμενη πολιτική κοινότητα» ως θεμέλιο μιας νέας ηθικής, πολιτικής ενότητας και συλλογικής αίσθησης δημοσίου συμφέροντος (βλ. όμως και Alasdair MacIntyre, Amitai Etzioni).

Σε τελική ανάλυση το κρίσιμο ζήτημα της εποχής μας είναι η διασφάλιση της αυτονομίας της πολιτικής κοινότητας και του συλλογικού δημοκρατικού αυτοκαθορισμού σε εθνικό επίπεδο παράλληλα με τη συμμετοχή στην επικοινωνία με άλλες δημοκρατικές πολιτικές κοινότητες στα πλαίσια άλλων χωρών με σκοπό την ανάδυση μιας ευρύτερης κοσμοπολιτικής επικράτειας που θα περιλαμβάνει σε ένα σύνολο τις εθνικές δημοκρατικές επικράτειες (π.χ μέσω μιας μορφής κοσμοπολιτισμού όπως αυτή του Ιταλού θεωρητικού Giuseppe Mazzini). Ο αγώνας αυτός αν και δύσκολος μπορεί και πρέπει να κερδηθεί.