Σινεμά

Καζαντζάκης [κριτική]

By Νικήτας Φεσσάς

January 03, 2018

του Νικήτα Φεσσά

Η τελευταία κινηματογραφική βιογραφία δια χειρός Γιάννη Σμαραγδή (ο οποίος ειδικεύεται στο συγκεκριμένο υποείδος, κεφαλαιοποιώντας την – αν κρίνουμε από τον αριθμό των εισιτηρίων- προφανή ζήτηση, και κινούμενος σε συγκεκριμένο ‘niche market’, έχοντας στο μυαλό του συγκεκριμένο ηλικιακό και ιδεολογικό target group) έγινε από νωρίς στόχος όχι και τόσο κολακευτικών σχολίων που επικεντρώθηκαν σε τρία στοιχεία, τα δυο ενδοφιλμικά – κατώτερα των περιστάσεων μέικ-απ και παίξιμο που αντικατοπτρίζουν γενικότερα χαμηλά στάνταρ παραγωγής- , και ένα εξωφιλμικό, η σκιά του οποίου ωστόσο επηρεάζει τις αναγνώσεις του έργου του Σμαραγδή: η σταθερά υπέρ του στάτους κβο πολιτική οντότητα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη και σεναριογράφου, ο οποίος σε κάθε ευκαιρία λούζει με εξιδανικευτικές, και αμφιβόλου καλλιτεχνικής αξίας μαντινάδες τον εκάστοτε πρωθυπουργό, δεξιό και ‘‘αριστερό’’.

Πολλοί και πολλές λοιπόν ήταν εκείνοι και εκείνες που στάθηκαν στο camp (βλ. την απεικόνιση του Σικελιανού στο φιλμ—δεν ήταν όμως άραγε λίγο ή και πολύ camp και ο ‘πραγματικός’ Σικελιανός;), και την εμφανή τοποθέτηση προϊόντος μέσα στην ταινία, στη διαφημιστική αισθητική και στο κοελικό tagline στο πόστερ της, και σχημάτισαν/σχηματίσαμε μικρές φαντασιακές κοινότητες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι οποίες επικεντρώνονταν στο λεγόμενο τρολάρισμα της ταινίας και του δημιουργού, αντλώντας έτσι ευχαρίστηση, κάτι που ωστόσο αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της θέασης, και γενικώς της κατανάλωσης πολιτισμικών προϊόντων μαζικής παραγωγής (βλ. τί γίνεται με το τελευταίο Star Wars). Εδώ η ειρωνεία και ο σαρκασμός αποτελούν συχνά εκφράσεις αυθεντικής αντίστασης και διάθεσης ανατροπής απέναντι σε αυτά που το πολιτιστικό κατεστημένο προσπαθεί να επιβάλλει, εδώ με τη μορφή του ελληνικού ανάλογου της ‘καθωσπρέπει’ ταινίας εποχής.

Αυτό που ωστόσο έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ελάχιστες κριτικές αναφέρθηκαν στο περιεχόμενο της ταινίας.Ο ήρωας του Σμαραγδή μοιάζει, για παράδειγμα, να βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με τον Χάιντεγκερ. Θα ισχυριστώ ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με αυτό που λέγεται αντίσταση με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου, την οποία βλέπουμε σε λειτουργία. Στο κέντρο της ταινίας του Σμαραγδή βρίσκεται ξεκάθαρα η αναμέτρηση του ανθρώπου με το τελικό όριο, το αδιαπέραστο και Αδύνατο του θανάτου. Εδώ λοιπόν το διαδικτυακό τρολάρισμα έχει μάλλον να κάνει με τη γενικότερη μεταμοντέρνα ειρωνεία, τον κυνισμό και τον μηδενισμό που διαποτίζουν τη millennial κουλτούρα που αποθεώνει το Βοjack Horseman, και κοινοποιεί memes από σειρές όπως το It’s Always Sunny in Philadelphia. Μια κουλτούρα που βρίσκει τέτοιους (ομολογουμένως αστείους, αλλά παράλληλα και απαιτητικούς και sophisticated) τρόπους για να απωθεί εν τέλει το υπέρτατο τραύμα και να παραμένει σε άρνηση, ή στην καλύτερη το διαπραγματεύεται με τρόπο που η (αυτο-)αποδόμηση που ενυπάρχει στα παραπάνω κείμενα τής αφήνει μια έξοδο κινδύνου στο ατέρμονο παιχνίδι του νοήματος και της σημασιοδότησης, ή απλώς σε ένα σήκωμα των ώμων, και πάμε στο επόμενο επεισόδιο που έχει ανέβει στο Netflix.

Είναι λογικό σε αυτό το περικείμενο και σε αυτό το σύμπαν ο Καζαντζάκης του Σμαραγδή να μοιάζει, και να αντιμετωπίζεται εξαρχής ως καταγέλαστος και μόνο ως ιδέα. Η ταινία προσπαθεί, ιδιοσυγκρασιακά ή τσαπατσούλικα, με αφέλεια, και με άγνοια κινδύνου, να απεικονίσει το αγωνιώδες πνευματικό, αλλά και υλικό ταξίδι ενός ανθρώπου για να βρει την Αλήθεια –εξαρχής σημείο τριβής για τη μεταμοντέρνα θεωρία, και, όπως υπονοήθηκε προηγουμένως, μπανάλ, στα όρια του χυδαίου και του κιτς, θέμα για ταινίες, σειρές, και βιβλία εν έτει 2018.

Φυσικά υπάρχουν στιγμές –κατά κόρον συμπίπτουν με αγαπημένα μοτίβα του Σμαραγδή– όπως η συνάντηση με αποστεωμένες πεφωτισμένες πατρικές μορφές καλόγερων (βλ. και το έτερο biopic του ίδιου δημιουργού για τον Ελ Γκρέκο) που η ταινία διαλέγει τον εύκολο δρόμο του κλισέ και της εύπεπτης πνευματικότητας. Αλλού, ωστόσο, είναι πιο επιτυχημένη, και συχνά γνήσια συγκινητική στην απεικόνιση του Ανθρώπου απέναντι στην άβυσσο (ο πρωταγωνιστής επαναλαμβάνει αρκετές φορές μέσα στην ταινία παραφρασμένη γνωστή ρήση του Νίτσε).

Η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ δύσκολο σε δύο ώρες να χωρέσεις όσα προσπαθεί να χωρέσει ο Σμαραγδής για τη συναρπαστική (πνευματική) ζωή του ήρωά του χωρίς να ρισκάρεις το απόλυτο φιάσκο. Από την εφηβική αμφισβήτηση του χριστιανικού δόγματος, στις βουδιστικές αναζητήσεις και τον ασκητισμό, και από εκεί, δια μέσου της σεξουαλικής οδού, στην απόρριψη του άλλου δόγματος που εκπροσωπεί ο εφαρμοσμένος κομμουνισμός με τη μορφή του (πρώην) υπαρκτού σοσιαλισμού, για να επιστρέψει σε έναν ιδιότυπο ιδεαλισμό, ο κινηματογραφικός Καζαντζάκης, μαζί με τον δημιουργό του, περπατούν πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί (κι άλλο μοτίβο της ταινίας) που είναι εύκολο να προκαλέσει το γέλιο ή τη χλεύη γιατί κινδυνεύει να εξαντληθεί σε σοφίες κινέζικου μπισκότου, και σε Eat, Pray, Love.

Όμως μερικές φορές, όπως όταν κανείς παραβλέψει , π.χ., την εκτός τόπου ‘σύγχρονη’ άρθρωση του Θοδωρή Αθερίδη (Ζορμπάς), αν αγνοήσει την εμφανή ‘green screen’, και επίσης τις στιγμές που ο Σμαραγδής, το φιλμικό κείμενό του, ο ήρωάς του, αλλά ενδεχομένως και ο ίδιος ο συγγραφέας στο οποίο η ταινία αναφέρεται θα αναστείλουν την πρόκριση της Ελληνικότητας και της Κρητικότητας ως κυρίαρχα σημαίνοντα για χάρη της οικουμενικότητας, η προσπάθεια είναι έως αξιοθαύμαστη, και προκαλεί αυθεντικά συναισθήματα.

Ο Σμαραγδής είναι στα καλύτερά του όταν παρουσιάζει τους ‘Μεγάλους Άνδρες’, τα πορτρέτα των οποίων απ’ ό,τι φαίνεται λατρεύει να φιλοτεχνεί (βλ. Καβάφης, Βαρβάκης, συν τα ντοκιμαντέρ και οι τηλεταινίες του για Μεγαλέξανδρο, Σεφέρη, και Ελύτη), ως ανθρώπους με ελαττώματα και πάθη, ως ανθρώπους που φοβούνται, και –σπόιλερ αλέρτ– όχι ως καρικατούρες με αύρα/halo τύπου Force ghost του Όμπι Ουάν Κενόμπι να πίνουν ρακές με τον Ελ Γκρέκο/Μάστερ Γιόντα στον Παράδεισο. Για αυτό και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η απεικόνιση του Καζαντζάκη (ένας καλός Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) ανοιχτά ως νευρωτικού, που πρέπει να ‘σκοτώσει’ τον πατέρα του (ο οποίος, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον, ότι μοιάζει εξαρχής ευνουχισμένος, παρά την επιτέλεση μιας μάτσο υπερ-αρρενωπότητας [στο ρόλο ο Αργύρης Ξάφης]) για να αισθανθεί πραγματικά ελεύθερος, ενώ αντίστοιχα δεν είναι καθόλου ενδιαφέρουσα η ταύτιση της ελευθερίας με τουρ στη Μύκονο και τη Σαντορίνη με ιστιοπλοϊκό (βλ. άλλες σκηνές της ταινίας).

Σε άλλα συν: η μουσική του Μίνωα Μάτσα.

Στα μείον : δεν υπάρχει ίχνος της Γαλάτειας Αλεξίου, αν και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή και το έργο του συγγραφέα.

Στα συν-πλην: η άλλοτε περισσότερο, και άλλοτε λιγότερο αποτελεσματική χρήση Επίκαιρων, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.

Συνοψίζοντας: Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα– εκτός από τα κρητικά παξιμάδια γνωστής μάρκας.

Βαθμολογία 3/5

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία