Τέχνη & Πολιτισμός

Και τότε ήρθαν τα δελφίνια

By Κώστας Βλαχόπουλος

February 16, 2021

Του Δημήτρη Βεργίνη

Τσάκισε η μέρα. Σφίξαμε τα κορδόνια στα μπουφάν μας, σηκώσαμε τις κουκούλες, φορέσαμε γάντια, φουλάρια και τραβήξαμε να βγούμε απ’ τις πόλεις. Είχαμε τη θάλασσα στα αριστερά. Ο αέρας μας θέριζε, το αλάτι μας βασάνιζε. Δεν ήταν των ανθρώπων ετούτη η εποχή. Σίγουρο αυτό. Από λάθος κάποιος μας έσπειρε εδώ. Από λάθος. Αφού ήμασταν όμως, έπρεπε να ζήσουμε. Να το παλέψουμε τουλάχιστον. Κι αν μέναμε στις πόλεις η ήττα μας θα ήταν αμαχητί, η παράδοσή μας άνευ όρων. Για αυτό κινήσαμε.

Δεν ήμασταν πολλοί. Ήμασταν όσοι είχαμε απομείνει. Ελάχιστα πράγματα κουβαλούσε ο καθένας. Πάει καιρός που κάποιος είχε δεθεί με κάτι υλικό, με κάτι που ήθελε για να θυμάται. Η μνήμη είναι λέξη που φύεται σε καιρούς που η ελπίδα υπάρχει έστω στην περιφερειακή όραση. Αλλά η δική μας όραση έβλεπε μόνο κίνδυνο τριγύρω, μόνο αιτίες να τρομάζει. 

Περπατούσαμε κοντά ο ένας στον άλλον. Κρατούσαμε ένα σχοινί, απ’ τον πρώτο στον τελευταίο. Κανείς δεν έπρεπε να το αφήσει. Καθένας το ‘ξερε. Πέφτοντας το σκοτάδι οι νύχτες ήταν τόσο πηχτές που ένιωθες ότι ο αέρας έχει μελάνι. Ότι ανάσαινες μαύρο, ότι έβηχες μαύρο, ότι άκουγες μαύρο, ότι άγγιζες μόνο μαύρο. Αυτό το σχοινί ήταν η τελευταία προσπάθεια των ανθρώπων να πείσουμε ο ένας τον άλλον, κι ο καθένας τον εαυτό του, ότι υπάρχουν ακόμη πράγματα που μπορούν να γίνουν μαζί. Ότι ουσιαστικά υπάρχουν πράγματα που αν δεν γίνουν μαζί, δε θα γίνουν. Κι ακόμη πιο άγρια: αν δε γίνουν μαζί, δε θα υπάρχει κάποιος μετά για να εξηγήσει ότι έπρεπε να έχουν γίνει μαζί.

Θόρυβοι ακούγονταν που πάγωναν ό,τι ακόμη έρεε σε φλέβες και αρτηρίες. Συρσίματα στη γη, παφλασμοί στα νερά, σπασίματα στα δέντρα. Βροντές μάγκωναν τις ανάσες και τις άφηναν σε ησυχία σχεδόν λεπτά μετά. Αν δεν ήταν η τέφρα, αστραπές θα τις ακολουθούσαν, φως θα βλέπαμε. Αλλά ήταν. Κι ήταν τόσο χαμηλά, σχεδόν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Κάποιοι πιο ψηλοί, κάποιοι δίχως πρόβλημα στα κόκκαλα που θα περπατούσαν αγέρωχα όρθιοι μπορεί και να την άγγιζαν. Εμείς όμως, εμείς πάντως, σίγουρα όχι.

Περπατούσαμε ώρες. Το κρύο δεν είχε πια συγκριτικό βαθμό για να το βάλουμε σε πρόταση. Κάνα δυο, ήδη, δεν άντεξαν. Άφησαν μόνοι το σχοινί δίχως κάτι να τους αρπάξει, δίχως μια κραυγή, δίχως τίποτα. Το άφησαν κι έπεσαν παγωμένοι στο έδαφος. Δεν είναι όλοι οι εχθροί θεόρατοι κι αποκρουστικοί. Κάποιοι έρχονται αθόρυβα και σχεδόν γλυκά. Κάποιοι, πατάνε σε παχιά μοκέτα και δεν τους καταλαβαίνεις παρά μόλις έχουν βάλει τη λάμα στην καρδιά σου. Αυτή η παγωνιά που ξερνούσε η θάλασσα απ’ τα αριστερά ήταν ένας τέτοιος εχθρός. Οι υπόλοιποι συνεχίσαμε περνώντας από πάνω τους. Σαν να μην είχε συμβεί. Ή ακριβώς, επειδή είχε συμβεί τόσες φορές τα τελευταία χρόνια, σαν από συνήθεια, συνεχίσαμε. Όσοι απομείναμε σφίξαμε περισσότερο το σκοινί.

Τις πόλεις τις αφήναμε όλο και πιο πίσω. Δεν τις βλέπαμε, αλλά ο χρόνος που νιώθαμε ότι περπατούσαμε κι η κούραση που σε κάποιους ερχόταν, μας βεβαίωναν για αυτό. Το ότι απομακρυνόμασταν απ’ τον κίνδυνο που όριζε τον αναπόφευκτο θάνατο, δε σήμαινε ότι δεν πλησιάζαμε σε κάτι όμοιο. Στο σκοτάδι δεν ορίζεις την ύπαρξή σου. Στο σκοτάδι πας και αφήνεσαι. Δεν ξέρεις σε τι και δεν ξέρεις προς τα πού. Ή τουλάχιστον δεν βλέπεις σε τι και δεν βλέπεις προς τα πού. Και για τον άνθρωπο η όραση είναι το 90% των βεβαιοτήτων του. Το υπόλοιπο 10% αρκεί για να μην ξεφτιλίζεται απέναντι στα άλλα είδη του ζωϊκού βασιλείου.

Λίγο μετά ένας ακόμη χάθηκε. Νιώσαμε το σκοινί ακόμη πιο χαλαρό. Δεν ήταν το κρύο όμως τώρα. Ένας υπόκωφος θόρυβος, ένας αναστεναγμός και δόντια που έτριξαν. Μεγάλα δόντια. Λέξη δε βγάλαμε. Ξέραμε, η σιωπή μας ήταν ο μόνος μας σύμμαχος. Εδώ και καιρό οι κραυγές δεν έβγαζαν πουθενά. Κι όπως τα σώματά μας όλο και σκέβρωναν, όλο και μάζευαν, έτσι κι οι φωνές μας, έτσι ακριβώς και οι φωνές μας: όλο και λιγόστευαν, όλο και χαμήλωναν.

Άρχισε να με πιάνει μια αγωνία. Λίγο πριν τον πανικό έρχεται πάντα ένα τέτοιο αίσθημα. Πόσες ώρες ακόμη θα ‘χε απόλυτο σκοτάδι; Δεν αρκούσε να ‘ρθει το πρωί, έπρεπε τρέξει κι άλλο η μέρα για να περνούσαν αχνές ακτίνες την τέφρα. Να ‘βλεπα πού ήμασταν τουλάχιστον. Να ‘βλεπα πόσο είχαμε απομακρυνθεί. Αν φαίνονταν ακόμη οι πόλεις τίποτα δεν είχαμε κάνει. Αν έστω λίγο φαίνονταν τα πυκνά πολεοδομικά μπλοκ καμία τύχη δεν είχαμε. Πριν ξανάρθει το βράδυ θα ‘χαμε χαθεί όλοι. Όλοι…

Πόσοι να ‘χαμε μείνει άραγε; Ποιος ξέρει; Σίγουρα δεν κρατούσα μόνος μου το σχοινί. Δεν το ‘σερνα πίσω μου και δεν σερνόταν, δεν το πατούσα, μπρος μου. Άρα ήμασταν σίγουρα τρεις. Ήλπιζα πολλοί παραπάνω. Δεκάδες ξεκινήσαμε, δε γίνεται να ‘χαμε μείνει μόνο τρεις. Δεν ήθελα να ‘χαμε μείνει μόνο τρεις. Φέρνει μιαν αγαλλίαση το μαζί. Όσο πιο μεγάλο αυτό, τόσο μεγαλύτερη κι η ηρεμία. Ακόμη κι αν ξέρεις ότι πρόκειται για επίπλαστη ηρεμία. Τις ώρες πριν το τέλος -ή το πιθανό τέλος- πιάνεσαι από παντού. Θες να ξεγελιέσαι για το σταθερό βράχο που έχεις αγκαλιάσει ακόμη κι αν δυο στιγμές μετά θα ξεκολλήσει απ’ το βουνό και θα σε παρασύρει μαζί του στο γκρεμό. Μαζί λοιπόν. Όταν θα ξημέρωνε, ήθελα να μας έβλεπα πολλούς μαζί.

Και ξημέρωσε… Δεν ήμασταν τρεις αλλά δεν ήμασταν και οι δεκάδες που ξεκινήσαμε. Παγωμένοι. Κάποιοι είχαν μικρούς σταλακτίτες στα γένια τους. Κάποιες είχαν τόσο μπλε χείλη που αναρωτήθηκα μήπως απλά τα είχαν έτσι βαμμένα. Δε σηκώσαμε όλοι τα μάτια να δούμε ο ένας τον άλλον. Σαν και να μην είχαμε όλοι ανάγκη να πάρουμε από κάπου δύναμη. Σαν και μερικοί από εμάς είτε να ‘μασταν από μόνοι μας δυνατοί είτε να ‘χαμε ήδη παραιτηθεί. 

Κοίταξα τα χέρια. Τα έψαξα. Ένα-ένα. Αυτά τουλάχιστον συνέχιζαν σωστά. Συνέχιζαν όπως ήξεραν ότι έπρεπε για την επιβίωσή μας. Κρατούσαν το σκοινί. Σε σημεία του είχε ξεφτίσει. Σε σημεία του ήταν ματωμένο. Αλλά ευτυχώς παρέμενε ακόμη ολόκληρο. Δεν είχε κοπεί.

Μεγάλη η κούραση. Όλων μας. Να σταματήσουμε, είπαμε. Όχι, ακούστηκε από κάποιον. Εγώ βλέπω ακόμη τις πόλεις, είπε άλλος. Παραισθήσεις. Ο φόβος που δημιουργεί την εικόνα που τον τρέφει. Αυτοφυής. Τίποτα δε φαινόταν. Τους το ‘πα. Προσπάθησα να τους πείσω. Τίποτα. Τουλάχιστον απ’ αυτό, απ’ τον αρχικό τρόμο μας είχαμε ξεφύγει. Σε απόσταση γυμνής ματιάς πόλη δε φαινόταν. Δεν ήταν θέμα οπτικής, ούτε προς συζήτηση. Ήταν η πραγματικότηα. Συνεχίσαμε παρόλα αυτά. Έπρεπε όλοι να νιώσουν ασφαλείς. Κατ’ επίφασην, το είπαμε και πριν. Συνεχίσαμε όμως. Κρατώντας το σχοινί. Με τη θάλασσα στ’ αριστερά.

Και τότε… έγινε αυτό που λέγεται απρόβλεπτο. Άλφα = Απρόβλεπτο. Το χωροχρονικό εκείνο ταίριασμα που κάνει την πεταλούδα στην άλλη άκρη του Γαλαξία να συναντηθεί με την πόρτα που κλείνει και κλειδώνει από μέσα στο τελευταίο δωμάτιο που νιώσαμε κάποτε οικείο. Άλφα = Απρόβλεπτο. Το ρίγος που δημιουργήθηκε ενώ προσπαθούσες απλά να δείξεις ψύχραιμος κι ανεπηρέαστος από την ομορφότερη εικόνα που είχες ποτέ αντικρύσει.

Και τότε… ήρθαν τα δελφίνια. Γυρίσαμε όλοι ΜΑΖΙ τα κεφάλια αριστερά. Προς τη θάλασσα. Ένας συγχρονισμένος παφλασμός. Κι όλη η ομορφιά συγκεντρωμένη σε όλο το φάσμα της όρασής μας. Απ’ το κέντρο ως την περιφέρεια. Ένα κοπάδι από πλάσματα που νομίζαμε είχαν ξεμείνει στα βιβλία, είχαν ξεχαστεί στον καιρό πριν την τέφρα, πριν τα τέρατα, πριν τον θάνατο. Ένα κοπάδι που δεν κολυμπούσε, δεν χόρευε στο νερό, δεν βούλιαζε, δεν αναδυόταν. Ένα κοπάδι που δεν έκανε μόνο αυτά.

Τότε ήρθαν τα δελφίνια. Και σχεδόν πετούσαν πάνω απ’ τη θάλασσα…

Αφήσαμε το σχοινί. Πιάσαμε τα χέρια.

*Την Τετάρτη 6 Γενάρη του 2021, εν μέσω καραντίνας κι εξέλιξης της πανδημίας, όσοι περπατούσαν στην παραλία της Θεσσαλονίκης, είδαν το χορό ενός κοπαδιού δελφινιών που εμφανίστηκε σαν απ’ το πουθενά στα ρηχά του Θερμαϊκού κόλπου. Ήταν μια εικόνα υπενθύμισης ότι η ομορφιά στο τέλος μπορεί και να σώσει τον κόσμο. Μπορεί και να μας σώσει. Αυτή η εικόνα υπήρξε η αφορμή και η έμπνευση αυτού του κειμένου.