Επιστήμη

Η ψυχοκοινωνική αποκατάσταση ανάμεσα στην καταπολέμηση του αποκλεισμού και τον κοινωνικό έλεγχο  

By N.

February 06, 2018

Του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου*

 ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ (Συνεργασία του Νόστιμον Ήμαρ με το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης)

Γ΄ Μέρος: «Κατάρτιση». Μια εικονική πραγματικότητα

Αναζητώντας απάντηση στο κεντρικό ερώτημα για την Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση (ΨΚΑ), που θέσαμε στο Α΄ Μέρος του άρθρου, υποστηρίξαμε ότι ρίζα του ιδρυματισμού είναι η κοινωνία και όχι απλά το ψυχιατρείο, ενώ στο Β’ Μέρος του άρθρου υποστηρίξαμε ότι και η ένταξη σε δομές τύπου ξενώνα/οικοτροφείου, «μάλιστα αν διεξάγεται ως απλή μεταφορά ή “τοποθέτηση”, δεν είναι παρά στα κράσπεδα του κοινωνικού ιστού, δεν είναι, ακόμα, ένταξη μέσα στον κοινωνικό ιστό, δεν είναι ακόμα κοινωνική ενσωμάτωση». Καταλήξαμε στη θέση ότι η κίνηση του τύπου της «αποασυλοποίησης» στην Ελλάδα συχνά καταλήγει στην κατασκευή «επιδοματούχων», εξαρτημένων «από το κύκλωμα των υπηρεσιών, προνοιακών, κοινωνικών, ψυχιατρικών κλπ-την διαδικασία, δηλαδή, της “χρονιοποίησης”, που έχει ως σαφή λειτουργία της τον κοινωνικό έλεγχο», την ίδια στιγμή που «κανένα σοβαρό μέτρο δεν λαμβάνεται για την αντιμετώπιση της δραματικής έλειψης θέσεων εργασίας για τους ψυχικά πάσχοντες».

Είναι γνωστό ότι η Εργασία είναι μια βασική μορφή των δημιουργικών/παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπου, στη σχέση του με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον, αλλά, επίσης, στην συγκεκριμμένη κοινωνική οργάνωση που ζούμε είναι, μ΄ έναν άμεσο ή έμμεσο τρόπο, η βασική πηγή εισοδήματος και βασικός όρος δόμησης της ανθρώπινης ύπαρξης, ως κοινωνικής ύπαρξης.

Είναι, επομένως, απόλυτα φυσικό ότι έχει διαπιστωθεί η μεγάλη σημασία που έχει, στο θεραπευτικό πεδίο, η «διαμεσολάβηση του αντικειμένου» στην σχέση με τον «άλλο» και τον κόσμο. (1) Η σημασία, δηλαδή, που έχει για την ανάπτυξη της σχέσης των ασθενών με την πραγματικότητα, το να μην περιορίζεται κανείς (στο θεραπευτικό πεδίο), στην λεγόμενη «δυναμική των σχέσεων», στην μονομερή, δηλαδή, ανάπτυξη των «σχέσεων με τον εαυτό και τους άλλους», αλλά ν΄ αναγνωρίζεται και η σημασία της «καλής σχέσης με τα πράγματα» και επομένως, η «σχέση με τους άλλους διαμέσου της σχέσης με τα πράγματα», διαμέσου της ενεργητικής, δημιουργικής δραστηριότητας αλλαγής  του αντικειμενικού κόσμου.

Πολλές έρευνες σε ατομικό επίπεδο ασθενών έχουν δείξει ότι οι ψυχικά πάσχοντες που εργάζονται, μένουν έξω από το ψυχιατρείο περισσότερο χρόνο από τους άνεργους ψυχικά πάσχοντες.

Εχουν, επίσης, μελετηθεί, όχι μόνο οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της ανεργίας πάνω στους ψυχικά πάσχοντες (και όχι μόνο σ’ αυτούς), αλλά και αυτές που προέρχονται από την παρούσα ιστορική μορφή της εργασίας (στις συνθήκες των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής) και από πολλούς έχει αναλυθεί ο παθογόνος χαρακτήρας των εργασιακών σχέσεων που επικρατούν, σχέσεων αλλοτριωμένων και αλλοτριωκών. Εχει, επομένως, τεράστια σημασία η συζήτηση για την εργασία των ανθρώπων με σοβαρές ψυχικές διαταραχές να γίνεται με την απαιτούμενη σοβαρότητα, δεδομένου ότι οι προσαρμογές που απαιτούν οι νέες τεχνολογίες, οι νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας και η απάνθρωπη εντατικοποίηση της εργασίας, που επιβάλλεται σήμερα από τις ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων, οξύνουν την ψυχική δυσφορία, ευοδώνουν την έκλυση ψυχικής διαταραχής και μάλιστα συντελούν στην εμφάνιση νέων ψυχοπαθολογικών καταστάσεων.

Χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο εδώ, τονίζουμε μόνο ότι η εργασία πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την ελευθερία και με την υπευθυνοποίηση (και όχι καταναγκαστική), ότι δεν είναι η εργασία προϋπόθεση της κοινωνικής επανένταξης (δηλαδή, δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική για όλους τους επανεντασσόμενους, που πρέπει να έχουν και άλλες διεξόδους), αλλά ότι, επίσης, δεν πρέπει επ΄ ουδενί να στερείται η δυνατότητα της κατάλληλης, ανάλογα με την κλίση και την επιθυμία, εργασίας, με αξιοπρεπές εισόδημα και αξιοπρεπείς σχέσεις με το περιβάλλον της εργασίας, από κανένα ψυχικά πάσχοντα, που το επιθυμεί. Η παραγωγική/δημιουργική δραστηριότητα των ανθρώπων με προβλήματα ψυχικής υγείας, ο προσανατολισμός της στην ποιότητα και στην κοινωνία, πέραν όλων των άλλων, αποτελεί και ένα από τα πιό ισχυρά όπλα για την καταπολέμηση των κοινωνικών προκαταλήψεων απέναντι στην «τρέλλα» – και είναι γνωστό ότι η αλλαγή των κοινωνικών αντιλήψεων και στάσεων απέναντι στην «τρέλλα» (ο μετασχηματισμός της κοινωνικής αλληλεπίδρασης) συντελεί στην αλλαγή της ίδιας της «τρέλλας».

Η μονομέρεια της «κατάρτισης»

Η συρρίκνωση της αγοράς εργασίας και οι απαιτήσεις για ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, είναι τα στοιχεία που έχουν οδηγήσει διαχρονικά σε αποτυχία διάφορα πργοράμματα εργασιακής ένταξης, όπως, π.χ., του ΟΑΕΔ – αυτά που προβλέπουν την επιδότηση των εργοδοτών για την πρόσληψη ψυχικά πασχόντων για ορισμένη περίοδο χρόνου. Στην πλειονότητα των λίγων, έτσι κι αλλοιώς, περιπτώσεων, που ψυχικά πάσχοντες επωφελήθηκαν από τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, αυτό γινόταν, συνήθως, για την περίοδο της επιδότησης, μετά την οποία ο εργαζόμενος απολυόταν, για ν΄ αντικατασταθεί με άλλον, που θα έφερνε ξανά στην επιχείρηση την επιδότηση. Η δυσκολία στην τοποθέτηση ψυχικά πασχόντων (αλλά και άλλων αναπήρων) σε θέσεις στην ελεύθερη αγορά εργασίας, έφερε, κάποια στιγμή, και στην Ελλάδα την δειλή απόπειρα εισαγωγή του «τοποθετητή εργασίας» (job coach), στην λογική, όπως πάντα, της δημιουργίας μιας σειράς τεχνητών αναγκών και αντίστοιχων επαγγελμάτων να τις καλύψουν.

Μέχρι τώρα πολύ μικρή προσοχή έχει δοθεί στην δημιουργία θέσεων εργασίας στα πλαίσια της αποκατάστασης των ψυχικά πασχόντων. Οπου τέτοιες προσπάθειες τελεσφόρησαν, αυτό οφειλόταν σε συγκυρίες, που είχαν να κάνουν με  την δέσμευση των λειτουργών ψυχικής υγείας και όχι με μια πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση. Οι περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες κινούνταν πιο κοντά σε μορφές εξελιγμένης εργοθεραπείας παρά σε αυτές των επιχειρήσεων και καμιά, στον δημόσιο τομέα, δεν κατάφερε να πάρει, μέχρι τώρα, επίσημη μορφή. Σε σχετικές έρευνες πριν από χρόνια, σχεδόν καμιά τέτοια δομή δεν είχε καταφέρει ν΄ αποκτήσει  οικονομική αυτάρκεια και ούτε είχε την όποια προοπτική ν΄ αποκτήσει στο μέλλον.

Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης γι΄ αυτή την κατάσταση (πέρα από μια κουλτούρα στο χώρο της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, που θεωρεί το ζήτημα της εργασίας περιθωριακής σημασίας) οφείλεται στην χρηματοδότηση, μέχρι τώρα, κυρίως δραστηριοτήτων κατάρτισης, στην λογική ότι αυτό που χρειάζεται είναι η προετοιμασία των ασθενών για να βγουν στη ελεύθερη αγορά εργασίας.

Αυτό, λοιπόν, που γινόταν στην διάρκεια των συγχρηματοδούμενων προγραμμάτων για την λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», ήταν μια μονομερής χρηματοδότηση προγραμμάτων «προκατάρτισης» και «κατάρτισης», τελείως αποχωρισμένων από την δημιουργία θέσεων εργασίας. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε, κατ΄ αρχήν, ότι τα προγράμματα “κατάρτισης” απευθύνονταν πάντα σ΄ένα μικρό πληθυσμό ασθενών, στην λογική του διαχωρισμού του πληθυσμού των ψυχικά πασχόντων όχι μόνο σε «αποκαταστάσιμους» και «μη αποκαταστάσιμους», αλλά και σε «καταρτίσιμους» και «μη καταρτίσιμους» και έτσι προνοιακά συντηρούμενους.

Στα προγράμματα που αφορούσαν τους «καταρτίσιμους», δεδομένου ότι προέρχονταν από κοινοτικά κονδύλια για την Απασχόληση, απαιτούνταν η μετατροπή των διαδικασιών της θεραπευτικής προετοιμασίας των ασθενών για έξοδο στην κοινωνία, σε «προκατάρτιση». Αλλά, όπως θ’ αναφέρουμε για την κατάρτιση, έτσι και η προκατάρτιση ήταν (και είναι) εικονική, δεδομένου ότι βρισκόταν σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες των ψυχικά πασχόντων. Ολοι γνωρίζουν την εικονική διάσταση των διεργασιών που συντελούνταν ανέκαθεν σε σχέση με τις διατυπώσεις των προγραμμάτων, αλλά αυτό που ενδιέφερε (και συνεχίζει να ενδιαφέρει) δεν ήταν ούτε η προκατάρτιση, ούτε η κατάρτιση: ήταν, και είναι, η απορρόφηση, η διαχείριση και ο κοινωνικός έλεγχος.

Η χρηματοδότηση από την ΕΕ προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης για ψυχικά πάσχοντες, ΑΜΕΑ, κλπ, που απέβλεπε στην μετέπειτα απορρόφησή τους στην ελεύθερη αγορά εργασίας, αποδείχτηκε μια τραγική αποτυχία – και αυτό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Πρόκειται, όπως είναι γνωστό, για προγράμματα ορισμένου χρόνου, που έχουν ημερομηνία λήξης – ανεξάρτητα αν ο καταρτιζόμενος έμαθε επαρκώς το σχετικό αντικείμενο – και που, συχνά, συνοδεύονται από απόλυση του προσωπικού  (των εκπαιδευτών) και την διακοπή, συνήθως, κάθε συνέχειας. Σπάνια, έως ποτέ, δεν βρίσκει κανείς εργασία σαν αποτέλεσμα των εφοδίων που απέκτησε καταρτιζόμενος (αφήνουμε στην άκρη μιαν αποτίμηση των αντικειμένων της κατάρτισης).

Αλλά και η έννοια που, εν προκειμένω, προωθήθηκε για την εργασία είναι αυτή που ανταποκρίνεται στα κριτήρια της βιωσιμότητας καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα, κερδοφορία, πλήρης αυτάρκεια (αυτό συζητούνταν και για τους ΚΟΙΣΠΕ, περί των οποίων βλέπε παρακάτω). Αυτό, όμως, δεν λειτουργεί, τελικά, παρά ως άλλοθι μιας πρακτικής που αποτελεί παρωδία «κατάρτισης», με ελάχιστα και υποβαθμισμένα εργαστήρια, στο επίπεδο της απλής ιδρυματικής εργοθεραπείας. Δηλαδή, το μήνυμα είναι: «η μόνη δυνατή εργασία σήμερα είναι αυτή που επιβάλλει η ελεύθερη αγορά εργασίας. Δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν επιχειρήσεις που δεν πληρούν τα κριτήρια της. Αρα, στην καλλίτερη περίπτωση, μπορεί να ιδρύσουμε μια-δύο επιχειρήσεις-βιτρίνα: με ψυχικά πάσχοντες, αυτάρκεις, που θα λειτουργούν ως ο εσαεί ανεκπλήρωτος στόχος για τους υπόλοιπους, για τους οποίους δεν θα διατίθεται παρά παροδική κατάρτιση, εικονικού χαρακτήρα, που δεν θα αποτελεί, στην πραγματικότητα, παρά ένα απλό, παροδικό, προνοιακό επίδομα».

Σε τι ωφελεί να συνεχίζεται μια πρακτική, που παρέχει μόνο ένα παροδικό εισόδημα σε ένα μικρό ποσοστό ασθενών, χωρίς να οδηγεί κάπου;

Η εικονική πραγματικότητα των «πυροσβεστικών» μοντέλων κοινωνικής πολιτικής

Αν γίνει ένας συσχετισμός όσων αναφέρονται ανωτέρω, με την συνολική πολιτική, που ασκείται, αυτή τη στιγμή, στα πλαίσια της ΕΕ για το ζήτημα της ανεργίας, θα γίνει φανερό ότι, για όλες τις κατηγορίες των ανέργων, δεν παρέχονται θέσεις κανονικής εργασίας, αλλά επιδόματα κατάρτισης ορισμένου χρόνου, επιδόματα «εργασιακής προσαρμογής» κ.λπ.

Η πολιτική της «δια βίου κατάρτισης», από τη μια προάγει την «ελασιμότητα» του εργατικού δυναμικού (ώστε να προσαρμόζεται απόλυτα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της ελεύθερης αγοράς εργασίας), από την άλλη, όμως, λειτουργεί ως άλλοθι για την παροχή ενός προσωρινού επιδόματος, αντί για θέση εργασίας: δεν είναι, επομένως, μια απάντηση/λύση στο πρόβλημα, αλλά περισσότερο μια μορφή κοινωνικού ελέγχου. Με την χορήγηση, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενός επιδόματος σε ορισμένους ανέργους, με το πρόσχημα της «κατάρτισης», ή της εξοικείωσης με την εργασία, προσδοκάται η πρόληψη και ο έλεγχος της κοινωνικής δυσαρέσκειας, που προκύπτει από τις διευρυνόμενες και εντεινόμενες διαστάσεις του φαινομένου, αλλά, επίσης, υπάρχει το ώφελος από την απόσπαση φτηνής εργασίας, όπως, π.χ., μέσω των λεγόμενων «προγραμμάτων εργασιακής προσαρμογής».

Το ίδιο φαινόμενο παρατηρεήθηκε και στα προγράμματα κατάρτισης του λεγόμενου Ε.Π. «ΨΥΧΑΡΓΩΣ»: διαδικασίες άκαμπτου δημόσιου λογιστικού, κατάρτιση ορισμένου χρόνου, ανασφάλεια, αόριστη προοπτική για την συνέχεια, κανένας σχεδιασμός για δημιουργία θέσεων εργασίας, αμφισβητούμενη ποιότητα των αντικειμένων κατάρτισης και των διαδικασιών, μικρή ποικιλία επιλογών.

Η κατάσταση αυτή εκφράζει μιαν ορισμένη κοινωνική πολιτική: είναι αυτή που, στη θέση των κοινωνικών δικαιωμάτων, προωθεί την δημιουργία του προαναφερθέντος «δικτύου κατά της φώχειας», για τους πιο «αδύναμους». Οι αλλαγές που επέρχονται  (που δίνουν το στίγμα για την αντιμετώπιση και εκείνης της κατηγορίας των κοινωνικά αποκλεισμένων, που είναι οι σοβαρά ψυχικά πάσχοντες), έχουν να κάνουν με την κρίση και την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος και του Κράτους Πρόνοιας, στην κατεύθυνση της συρρίκνωσης και της αποδόμησής τους.

Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικούς από τους «κόμβους» του «δικτύου κατά της φτώχειας», που εδώ και χρόνια, σε άλλοτε άλλο βαθμό, έκταση και  και χρονικό διάστημα, προωθούνται μέσω ευρωπαϊκών συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων (2): από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών  Ασφαλίσεων, προγράμματα εθελοντικής εργασίας, επιδοτούμενης απασχόλησης σε «μη κερδοσκοπικές» δραστηριότητες (για ένα χρόνο), ειδικά κίνητρα για τους εργοδότες για πρόσληψη ατόμων, που σχετίζονται με το Δίκτυο (άραγε, η εμπειρία θα είναι τόσο πικρή, όσο αυτή που είχαμε με τους ψυχικά πάσχοντες;), κατάρτισης μέσα στη επιχείρηση (μικρής διάρκειας, κατά την οποία οι εργοδότες επιδοτούνται), προγράμματα επιδοτούμενης κατάρτισης, επίδομα αρωγής σε νέους ανέργους (περιορισμένου χρόνου) κ.λπ. Και από το Υπουργείο Υγείας επιδόματα όπως, παιδικής μέριμνας, μονογονικής οικογένειας, σχολικό επίδομα, στεγαστικό επίδομα, κοινωνικής βοήθειας, κουπόνια σίτισης και ένδυσης, ειδικό επίδομα άμεσης προστασίας. Κάνουμε αυτή την αναφορά για να γίνει πιο καθαρή η  πυροσβεστική λειτουργία του όλου προγράμματος – που δεν αγγίζει, φυσικά, τις αιτίες της παραγωγής του προβλήματος. Φαίνεται ότι με τον ίδιο τρόπο εξακολουθεί ν΄ αντιμετωπίζεται η κατάρτιση στον χώρο της ψυχικής υγείας.

Από την άλλη, η διάταξη για τους ΚΟΙΣΠΕ, η θεσμοθέτηση των οποίων καλλιέργησε προσδοκίες για δημιουργία κάποιων θέσεων εργασίας για τους ψυχικά πάσχοντες, αφού παρέμεινε για χρόνια ανενεργής, δεν άγγιξε ποτέ επί της ουσίας το πρόβλημα αφού δεν υπήρξε ποτέ η αναγκαία, επαρκής χρηματοδότηση, παρά μόνο για μια εικονική λειτουργία (για πολύ λίγους και πάντα, όπως παλιά, επιλεγμένους  «ωφελούμενους»), ενώ μεγάλο μέρος τους παραδόθηκε στην διαχείριση διαφόρων ΜΚΟ.

Όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, η κατάρτιση έχει νόημα και πρακτικό αποτέλεσμα, όταν γίνεται στα πλαίσια μιας επιχείρησης και οδηγεί στην δημιουργία θέσεων εργασίας, στο πλαίσιο αυτής της επιχείρησης (συνεταιρισμού, κλπ), όπου λαβαίνει χώρα η κατάρτιση. Αυτή ήταν μια από τις βασικές επιδιώξεις του προγράμματος  AZIMUTH (τέλη δεκαετίας 80), σύμφωνα με το οποίο, στα πλαίσια των συνεταιρισμών, μπορούσε να γίνει κατάρτιση και, σε  σύνδεση με  αυτήν (με την παροχή των κατάλληλων μέσων), δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας.

Ένα άλλο βασικό στοιχείο, και αυτό από τους στόχους του AZIMUTH, ήταν η ανακύκλωση (μετατροπή) των (προνοιακών, ιδρυματικών) πόρων του δημοσίου, ανθρώπινων και οικονομικών, σε παραγωγική κατεύθυνση, χωρίς να χάνεται ο δημόσιος χαρακτήρας. Τα συμπεράσματα αυτά, που εντάσσονταν στην επιδίωξη ενός (νεο)κεϋνσιανισμού, φαίνεται, ωστόσο, ότι δεν ανταποκρίνονταν στις επιδιώξεις της ΕΕ για την οικοδόμηση και επιβολή της νεοφιλελεύθερης «κοινωνικής της πολιτικής».

Αντίθετα,  βλέπουμε ακόμα σήμερα, από τη μια να γίνονται δραστικές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, από την άλλη να αφήνεται άθικτη η ιδρυματική, αντιθεραπευτική, αντιπαραγωγική και σπάταλη χρήση των πόρων των ψυχιατρείων και την ίδια στιγμή, οι όποιες νέες δομές, να ιδρύονται παραλλήλως και συμπληρωματικά προς το ψυχιατρείο, αφήνοντας άθικτη, μαζί με την ιδρυματική διάθεση των πόρων, και την λειτουργία του στα πλαίσια του ψυχιατρικού κυκλώματος.

Προτάσεις για μια ειλικρινή Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η απάντηση στο ερώτημα, που τέθηκε στην αρχή, είναι ότι η Ψυχοκοινωνική Αποκατάσταση (ΨΚΑ), μπροστά στην οργανική αδυναμία και την άρνηση της συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης να παράσχει τα αναγκαία μέσα για μια αξιοπρεπή ζωή στους ψυχικά πάσχοντες και ιδιαίτερα μπροστά στην αδυναμία να παράσχει σταθερές θέσεις εργασίας (σε συνθήκες μαζικής ανεργίας και συρρίκνωσης των κοινωνικών δαπανών), οδηγείται, ενίοτε ανεπιγνώτως, να αγκυροβολεί στις διαχειριστικές ανάγκες του κοινωνικού συστήματος και να μετατρέπεται σε εργαλείο κοινωνικού ελέγχου. Το όχημα αυτής της εργαλειοποίησης της ΨΚΑ, προς όφελος της κρατούσας τάξης πραγμάτων, είναι η αναγωγή της στη μονομέρεια μιας τεχνικής, που ψυχιατρικοποιεί, συγκαλύπτοντας, την κοινωνική βάση της ψυχικής διαταραχής. Μ΄αυτό τον τρόπο, αντί ν΄ ανοίγει το δρόμο σε μια χειραφετητική θεωρία, κουλτούρα και πράξη, παλινδρομεί σε μιαν ορθοπεδική πρακτική προσαρμογής στην υπάρχουσα πραγματικότητα: αυτήν που εξακολουθεί να θεωρεί τον ψυχικά πάσχοντα μια «περίσσεια» του κοινωνικού συστήματος, κάτω από μια διαφορετική, σήμερα,  διαχείριση, όπου, αντί για την στατική παραμονή του στο άσυλο, προτιμάται η δυναμική περιφορά του, διαδοχικά, στους χώρους του κοινωνικού αποκλεισμού και αυτούς του εγκλεισμού.

Για να μπορέσει  ο επανενταγμένος να αποχτήσει ελευθερία για κάτι, πρέπει να οικοδομηθεί υλικά η πρόσβασή σε όλα τα κοινωνικά δικαιώματα, πράγμα για το οποίο απαιτούνται ενεργητικές πολιτικές κοινωνικής ενσωμάτωσης. Σ΄ αυτή την οπτική, η ανάκτηση του πραγματικού κοινωνικού χαρακτήρα (διάστασης) της ψυχιατρικής, θα ήταν συνυφασμένη με την υπέρβαση του σημερινού, περιγεγραμμένου ρόλου του επαγγελματία ψυχικής υγείας και την είσοδό του στην συγκεκριμένη διάσταση της οικοδόμησης των δικαιωμάτων.

Αυτό είναι τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο είναι βέβαιο ότι η ΨΚΑ, η Αποιδρυματοποίηση και η Κοινωνική Επανένταξη δεν απορρέουν, σήμερα, ως οργανική ανάγκη του συστήματος (ως αίτημα της «αγοράς εργασίας»), αλλά μπορούν να επιδιωχθούν μόνο στη βάση μιας πολιτικής αμφισβήτησης και σύγκρουσης με τις ασκούμενες πολιτικές.

Πολλοί ίσως θεωρήσουν προκλητικό τον ισχυρισμό ότι, από κάποιο σημείο και πέρα, μια θέση εργασίας σ΄ ένα κοινωνικό συνεταιρισμό (αλλά και ο προσανατολισμός της δραστηριότητας των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, και ιδιαίτερα των ψυχιάτρων, προς αυτή την κατεύθυνση), μια θέση, λοιπόν, με αξιοπρεπές εισόδημα, με παροχή ικανοποίησης και νοήματος, με σχέσεις συνεργασίας και αλληλεγγύης, είναι πολύ πιο σημαντική, για τον επανεντασσόμενο ασθενή, από οποιαδήποτε αποστειρωμένη ψυχοθεραπευτική τεχνική (3). Ενας τέτοιος προσανατολισμός της θεραπευτικής πρακτικής, που δεν θα ήταν μια απλή αποκαταστασιακή προσθήκη σε ένα αμετάβλητο σύστημα κλασσικής, κλινικής ψυχιατρικής, αλλά θα οδηγούσε σε μιαν αλλαγή του «παραδείγματος», είναι συνυφασμένος με την αμφισβήτηση του ιατρικού μοντέλου και της  εξουσίας και ψευδοπαντοδυναμίας του ψυχιάτρου, ως του μοναδικού εγγυητή της υγείας του ασθενή: αντίθετα, η υγεία πρέπει να ειδωθεί ως ένα κοινωνικό, συλλογικό αγαθό, στην διαχείριση και προαγωγή του οποίου πρέπει να εμπλακούν όλα τα μέλη της κοινωνίας.

Σ΄ αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε, επίσης, αν οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας έφερναν διαρκώς στην επιφάνεια τις κρυμένες αντιφάσεις του συστήματος, ότι, δηλαδή, δεν μπορούν να προταθούν αποκλειστικά τεχνικές λύσεις σε ένα σύστημα, που απαιτεί απαντήσεις και δράσεις κοινωνικές και πολιτικές. Σ΄ αυτή την λογική, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι είναι στις αρμοδιότητες των επαγγελματιών ψυχικής υγείας η χρησιμοποίηση  των «τεχνικών» προτάσεων, των θεραπευτικών μεθόδων, αναγκών κ.λπ. -αυτών που έχουν ως αφετηρία τους την θεραπεία των ασθενών- ως μέσων για την αποκάλυψη των αντιφάσεων, μέσα στις οποίες ζούμε και λειτουργούμε.

Για μην αναχθεί, λοιπόν, η έξοδος των ασθενών από τα ψυχιατρεία σε μια διοικητική διαδικασία, που στόχο θα έχει την απλή εφαρμογή των Κοινοτικών οδηγιών και τον εξορθολογισμό των δημόσιων δαπανών, για να μην ανάγεται η έξοδος από το Ψυχιατρείο απλώς σε μια μεταφορά τους από το χώρο του εγκλεισμού, στο χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού, απαιτείται να συνδεθεί η Αποιδρυματοποίηση με την Κοινωνική Ανάπτυξη

Μια πολιτική για την ψυχική υγεία δεν είναι νοητή και δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, αν δεν αντιμετωπιστεί από συνολικότερη κοινωνική σκοπιά, προωθώντας μέτρα, που έχουν να κάνουν με όλους τους παράγοντες, που εμπλέκονται στην κοινωνική ζωή. Το πρόβλημα της ψυχικής υγείας, για να μην καταλήξει οριστικά σε κάποια μεμονωμένη, αποσπασματική, περιθωριακή ψευτολύση (χρήσιμη μόνο για την λειτουργία του κοινωνικού ελέγχου), πρέπει να συμπεριληφθεί ως μέρος της μελέτης και της αντιμετώπισης του συνολικού κοινωνικού προβλήματος.

Πρέπει, δηλαδή, ένας πραγματικός εκσυγχρονισμός της ψυχιατρικής να αποτελεί έκφραση και να είναι σε αλληλοσύνδεση με τον μετασχηματισμό της κοινωνικής βάσης, πάνω στην οποία λειτουργεί, διαφορετικά κάθε δράση της θα απορροφηθεί και θα ακυρωθεί σαν ξένο σώμα από  το πλαίσιο, πάνω στο οποίο θα λειτουργούσε.

Και εδώ μπορεί κανείς να παρατηρήσει, όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, ότι οι λεγόμενες «καινοτόμες δράσεις» δεν μπορεί να είναι «στεγνές» τεχνοκρατικές απαντήσεις, πιο στενές, ή πιο ευρείες, αφήνοντας άθικτη την κοινωνική βάση, στο πλαίσιο της οποίας αποσκοπούν να «καινοτομήσουν»: σ΄αυτή την περίπτωση, δεν θα ήταν παρά μέσα, που θα στόχευαν, απλώς, στην μεγαλύτερη λειτουργική επάρκεια και αποτελεσματικότητα του συστήματος, και στην συγκάλυψη, την διαχείρηση και τον έλεγχο των δομικών του (κοινωνικών) αντιφάσεων – όπως, άλλωστε, είναι οι περισσότερες από αυτές.

* Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου είναι ψυχίατρος

 

Σημειώσεις

  1. Franco Rotelli: οπ.π. Επίσης, βλέπε το “Riabilitare la Riabilitazione”, “Per la Normalita’ ”, ed. “e”, Trieste, 1994.
  2. Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 3 Δεκέμβρη 2000.
  3. Franco Rotelli : “Lo scambio sociale”, οπ.π.