Ξεκινούν στη Νυρεμβέργη στις 20 Νοεμβρίου 1945 οι δίκες των κορυφαίων Γερμανών αξιωματούχων ενώπιον του Διεθνούς Στρατοδικείου (International Military Tribunal/IMT), ευρύτερα γνωστές ως μεταπολεμικές δίκες για εγκλήματα πολέμου.
Μόλις έξι μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, οι επικεφαλής εισαγγελείς του Διεθνούς Στρατοδικείου είχαν ολοκληρώσει την απαγγελία του κατηγορητηρίου κατά 24 ηγετικών στελεχών των Ναζί.
Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στους συγκεκριμένους αξιωματούχους
Κάθε ένα από τα τέσσερα συμμαχικά έθνη (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Σοβιετική Ένωση και Γαλλία) διόρισε έναν δικαστή και μια ομάδα δημόσιων κατηγόρων. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο αρχιδικαστής Τζέφρι Λόρενς από τη Μεγάλη Βρετανία. Οι κανόνες της δίκης προέκυψαν μετά από λεπτούς συμβιβασμούς μεταξύ του ευρωπαϊκού και του αγγλοσαξονικού δικαιοδοτικού συστήματος. Μια ομάδα διερμηνέων φρόντισαν για την ταυτόχρονη απόδοση όσων λέγονταν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε τέσσερις γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ρωσικά.
1. Συνωμοσία για τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ειρήνης, εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας
2. Εγκλήματα κατά της ειρήνης
3. Εγκλήματα πολέμου
4. Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο άσκησε δίωξη κατά των κατηγορουμένων για εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ορίστηκαν ως “δολοφονία, εξολόθρευση, υποδούλωση, εκτοπισμό ή διώξεις με βάση πολιτικά, φυλετικά ή θρησκευτικά κριτήρια”.
Μια τέταρτη κατηγορία για συνωμοσία προστέθηκε για τους εξής λόγους: για την κάλυψη εγκλημάτων που διαπράχθηκαν υπό το καθεστώς στα πλαίσια της εγχώριας ναζιστικής νομοθεσίας πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι επίσης, ώστε να αποκτήσουν τυχόν μελλοντικά στρατοδικεία την απαραίτητη δικαιοδοσία για τη δίωξη κάθε ατόμου που ανήκει σε μια οργάνωση η οποία είναι αποδεδειγμένα εγκληματική.
Κατά συνέπεια, το Διεθνές Στρατοδικείο άσκησε δίωξη σε διάφορους οργανισμούς των Ναζί οι οποίοι κηρύχθηκαν “εγκληματικοί”, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο του Ράιχ, το Ηγετικό Σώμα του Ναζιστικού Κόμματος, η Επίλεκτη Φρουρά (SS), η Υπηρεσία Ασφαλείας (SD), η Μυστική Κρατική Αστυνομία (Gestapo), τα Τάγματα Εφόδου (SA), το Γενικό Επιτελείο και η Ανώτατη Διοίκηση των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι κατηγορούμενοι είχαν δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν συνηγόρους υπεράσπισης της επιλογής τους.
Οι κατηγορούμενοι
Μετά από πολλές συζητήσεις, 24 κατηγορούμενοι επιλέχθηκαν λόγω του ότι εκπροσωπούσαν ένα ευρύ φάσμα της ναζιστικής ηγεσίας στους τομείς της διπλωματίας, της οικονομίας, της πολιτικής και των ενόπλων δυνάμεων.
Ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Χάινριχ Χίμλερ και ο Γιόζεφ Γκέμπελς δεν δικάστηκαν ποτέ, καθώς είχαν αυτοκτονήσει πριν το τέλος του πολέμου. Το Διεθνές Δικαστήριο αποφάσισε να μην τους δικάσει μετά θάνατον, ώστε να μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ήταν ακόμη ζωντανοί.
Για την ακρίβεια, μόλις 21 από τους κατηγορούμενους παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Ο Γερμανός βιομήχανος Γκούσταβ Κρουπ είχε συμπεριληφθεί στο αρχικό κατηγορητήριο, αλλά βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία και η πορεία της υγείας του ήταν φθίνουσα. Αποφασίστηκε να εξαιρεθεί από την προκαταρκτική διαδικασία. Ο γραμματέας του Ναζιστικού Κόμματος Μάρτιν Μπόρμαν δικάστηκε και καταδικάστηκε ερήμην. Ο Ρόμπερτ Λέι αυτοκτόνησε την παραμονή της δίκης.
Η ετυμηγορία
Ο Αμερικανός επικεφαλής εισαγγελέας Ρόμπερτ Τζάκσον αποφάσισε να στοιχειοθετήσει την υπόθεση στηριζόμενος στους τεράστιους όγκους εγγράφων που είχαν συνταχθεί από τους ίδιους τους Ναζί, αντί να βασιστεί σε καταθέσεις από τους αυτόπτες μάρτυρες, ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια αμφισβήτησης της έκβασης της δίκης λόγω πιθανών αναξιόπιστων ή μεροληπτικών μαρτυριών.
Οι καταθέσεις που παρουσιάστηκαν στη Νυρεμβέργη αποκάλυψαν πολλά απ’ όσα γνωρίζουμε σήμερα για το Ολοκαύτωμα, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών για τους μηχανισμούς εξόντωσης στο Άουσβιτς, την καταστροφή του γκέτο της Βαρσοβίας και την στατιστική εκτίμηση για τα έξι εκατομμύρια Εβραίων θυμάτων.
Οι δικαστές ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους την 1η Οκτωβρίου 1946. Για την καταδίκη χρειαζόταν η σύμφωνη γνώμη τριών από τους τέσσερις δικαστές.
Δώδεκα κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, ανάμεσά τους οι Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ, Χανς Φρανκ, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και Γιούλιους Στράιχερ. Εκτελέστηκαν δια απαγχονισμού, αποτεφρώθηκαν στο Νταχάου και οι στάχτες τους σκορπίστηκαν στον ποταμό Ίζαρ. Ο Χέρμαν Γκέριγκ αυτοκτόνησε την παραμονή της εκτέλεσης για να αποφύγει τον απαγχονισμό. Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο καταδίκασε τρεις κατηγορουμένους σε ισόβια κάθειρξη και τέσσερις σε ποινές φυλάκισης από 10 έως 20 έτη. Τρεις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Με πληροφορίες από τον ιστότοπο του United States Holocaust Memorial Museum