_U6C0651.CR2

Σινεμά

Η απροσδόκητη ατυχία της σύμπτωσης -από τον Old Boy

By N.

June 02, 2015

Mε την αρχική και την καταληκτική της σκηνή σαν να είναι βγαλμένες με copy paste από το “Birdman”, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αφενός αν βρισκόμαστε ενώπιον μιας χυδαίας αντιγραφής και αφετέρου αν «Η ταπείνωση» θα τύγχανε πολύ καλύτερης υποδοχής, εφόσον δεν είχε να υποστεί την αναπόφευκτη σύγκριση με τον θριαμβευτή των φετινών όσκαρ. Το πρώτο σαφώς δεν ισχύει, αλλά το δεύτερο νομίζω πως ναι. Δεν υπάρχει προφανώς καμία αντίγραφη, γιατί οι ταινίες γυρίζονταν την ίδια περίοδο. Αφού δε η ταινία του Μπάρι Λέβινσον είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, που εκδόθηκε το 2009, θα μπορούσε ίσως να ισχύει η αντίστροφη αντιγραφή. Αλλά ειδικά ως προς την καταληκτική σκηνή, το βιβλίο του Ροθ τελειώνει με παραπλήσιο μεν, αλλά και αρκετά διαφορετικό τρόπο και είναι η σεναριακή διασκευή εκείνη που κάνει την ταινία να θυμίζει έντονα σκηνή από το “Birdman”. Οπότε βρισκόμαστε ενώπιον μιας εντυπωσιακής σύμπτωσης. Και αυτό χωρίς καθόλου να αποκλείω και ο Ινιαρίτου με τους συνεργάτες του στο “Birdman” και ο βετεράνος σεναριογράφος Μπακ Χένρι με το δικό του συνεργάτη στην «Ταπείνωση» να έχουν πάρει την ιδέα τους από κάπου αλλού, αφού τα πάντα έχουν ήδη γραφτεί και λοιπά και λοιπά.

Πολύ πιθανόν αν οι δυο ταινίες δεν είχαν συμπέσει χρονικά, εκείνη που δεν είχε ακόμη γυριστεί να είχε σοβαρό πρόβλημα και να έπρεπε να τροποποιήσει τις -ωστόσο πολύ καίριες και για τις δυο τους- επίμαχες σκηνές. Ως προς το δεύτερο ερώτημα τώρα. Θα είχε άλλο συναισθηματικό αντίκτυπο και άρα τελικά και άλλη απήχηση «Η Ταπείνωση» αν δεν είχε μόλις προϋπάρξει το “Birdman”; Ε, ναι.  Όχι ότι θα μπορούσε ποτέ να φτάσει τη δική του απήχηση, αλλά η ίδια θα λειτουργούσε πολύ πιο επιδραστικά στον θεατή. Το τυχαίο και οι αδικίες του.

Αλλά μπήκα πρωθύστερα σε διαδικασίες σύγκρισης χωρίς να πω κάτι για την υπόθεση του έργου. Αν ο ήρωας του Κίτον στο “Βirdman” ήταν χορτασμένος από σταριλίκι, αλλά ψοφούσε για καλλιτεχνική αναγνώριση, εδώ ο ήρωας του Πατσίνο δεν έχει παρόμοιο πρόβλημα. Εκείνος λαχταρούσε να ανέβει στη σκηνή σαν πρωτάρης ουσιαστικά, ο Πατσίνο αντίθετα είναι καταξιωμένος δεκαετίες κι ενώ παίζει Σαίξπηρ πέφτει από τη σκηνή, σαν να τον φτύνει και να τον ξερνάει η σκηνή.  Νιώθει πως έχει χάσει πια το χάρισμά του ως ηθοποιός, έχει αρχίσει να μη θυμάται πια τα λόγια του, ορκίζεται πως δεν θα ανέβει ποτέ ξανά στο σανίδι. Ανεξάρτητα από το αν είναι σωματική η έκπτωση ή ψυχική ή ίσως κι ένας συνδυασμός τους, ένας άντρας μοναχικός χωρίς φίλους ή οικογένεια, ένας άντρας που όλη του η ζωή ήταν το να είναι ηθοποιός, όταν πια δεν αντέχει να είναι ηθοποιός, τότε τι του απομένει να είναι; Οι άντρες όμως είναι τυχερά όντα. Σκανδαλωδώς πιο τυχερά από τις γυναίκες στο θέμα της ηλικίας. Ή ίσως σκανδαλώδης να είναι η προκατάληψή μας.

Όπως και να έχει, όταν έχεις χτίσει μια ζωή συμβολικού κύρους, μπορείς έστω και σε προχωρημένη ηλικία να βρεις τις ανέλπιστες απολαβές σου. Και σίγουρα στον συγγραφικό κόσμο του Φίλιπ Ροθ τέτοιου είδους ρομάντζα δίνουν και παίρνουν. Εμφανίζεται λοιπόν ξαφνικά μια νέα γυναίκα, κόρη παλιών συναδέλφων του, που όταν ήταν μικρή τον είχε θεοποιήσει. Είχε περάσει πολλά προεφηβικά και εφηβικά χρόνια όντας ερωτευμένη μαζί του, ή νομίζοντας πως είναι ερωτευμένη μαζί του, σε αυτές τις ηλικίες είναι συνήθως ένα και το αυτό. Έχουν πάνω από τριάντα χρόνια διαφορά, εκείνη έχει υπάρξει ως τώρα λεσβία, αλλά να που αρχίζει να τον φιλάει. Η τριαντάχρονη Γκρέτα Γκέργουικ φιλάει τον εβδομηνταπεντάχρονο Αλ Πατσίνο. Μια αντίστροφη σκηνή, όπου ένας τριαντάχρονος θα φιλούσε μια εβδομηνταπεντάχρονη ηθοποιό η οποία θα υποδυόταν μια εξηνταπεντάχρονη, θα βλεπόταν αυτόματα υπό ένα διαφορετικό πρίσμα. Όταν λοιπόν ως ηθοποιός δεν την παλεύεις πια, έρχεται μια νέα γυναίκα να σε αναζωογονήσει. Αλλά ο ήρωάς μας βασανίζεται από τη μέση του, είναι περισσότερο για λύπηση παρά για θαυμασμό, ενώ αναλαμβάνει ταυτόχρονα το ρόλο του μεταμορφωτή της, αρχίζοντας να τη ντύνει πιο θηλυκά. Βασικό θέμα της ταινίας είναι τα μεταξύ όρια θεατρικής σκηνής και πραγματικότητας. Όταν όλη σου τη ζωή υποδύεσαι, πώς είναι το να μην υποδύεσαι εκτός σκηνής; Καταρχάς μπορείς; Μπορείς να ακούς μια σπαρακτική ιστορία και να μην κρίνεις αυτόν που τη λέει για το πώς λέει τις ατάκες του; Τι είναι αληθινό και τι όχι. Τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και θεάτρου και τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και παραισθήσεων.

Μικρού μεγέθους, ενδεχομένως όχι και αντίστοιχα μικρών φιλοδοξιών, πολύ ατυχής λόγω της προαναφερθείσης σύμπτωσης – σύγκρισης, αλλά πάντως αυτοτελώς ευπρόσδεκτη ταινία με χάρη και σφυγμό «Η Ταπείνωση» επαναφέρει ευπρόσωπα στις οθόνες μας τον Μπάρι Λέβινσον και σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς γίνεται και εκπίπτουν, περνώντας στη δεύτερη και τρίτη γραμμή, σκηνοθέτες που ήταν κάποτε στην πρώτη. Ίσως ο Λέβινσον έχασε σαν τον πρωταγωνιστή της ταινίας του το χάρισμά του. «Η Ταπείνωση» στηρίζεται βέβαια στον τεράστιο Αλ Πατσίνο (που σε κραχτή αντίθεση με τον Ντε Νίρο δεν μπορώ να θυμηθώ ταινία του που να μην δείχνει τι σημαίνει μεγάλος ηθοποιός) και είναι μεγάλη ντροπή του Χόλιγουντ που δεν τον αξιοποιεί παραγωγικότερα, όπως ντροπή του είναι ότι στην πορεία εξαφάνισε τον Ντάστιν Χόφμαν, έχοντας θέμα ηλικιακό (όπως άλλωστε και φύλων, όπως άλλωστε και φυλών).

Δίπλα στον Πατσίνο έρχονται και κλειδώνουν όλοι οι μικρότεροι ρόλοι, έστω και αν η Γκρέτα Γκέργουικ από «unboyfriendable» που ήταν στο “Frances Ha” έρχεται να παίξει τώρα τον αταίριαστο, ενδεχομένως, ρόλο μιας γυναίκας τόσο μοιραίας, ώστε να αφήνει πίσω της διαρκώς συντρίμμια. Οι συμπρωταγωνιστές του Πατσίνο παίζουν υπό τις οδηγίες του Λέβινσον έναν τόνο πιο πάνω από το κανονικό, θέλοντας να τονίσουν το κωμικό στοιχείο. Συχνά μιλούν και κινούνται σαν να βρίσκονται σε κωμωδία του Γούντι Άλεν. Πέρασαν καλά στις πρόβες και αυτό βγήκε και στην κάμερα. Ο Τσαρλς Γκροντίν πέρασε καλύτερα από όλους, ενώ εξαιρετική εντύπωση μου έκανε και η Nίνα Αριάντα. Οπότε καταληκτικά, «Η Ταπείνωση» είναι μια χαρά ταινία. Αν δε δεν έχεις δει το “Birdman”, θα έχεις βλέποντάς τη και μια έξτρα χαρά μπόνους.

elculture.gr