Σινεμά

Happy End [κριτική]

By Νικήτας Φεσσάς

November 25, 2017

Tου Νικήτα Φεσσά

Η νέα ταινία του Αυστριακού μετρ Michael Haneke θα μπορούσε να είναι ιδανικό ‘companion piece’ στον φετινό Θάνατο του Ιερού Ελαφιού, ενός άλλου auteur, του Γιώργου Λάνθιμου, όχι μόνο γιατί αποτελούν και οι δύο σπάνια εκλεπτυσμένου επιπέδου ταινίες οικογενειακού, σχεδόν γοτθικού τρόμου. Στο ανεπίσημο αυτό σήκουελ του Amour (θα δείτε γιατί το χαρακτηρίζουμε έτσι),  ο Haneke επιστρέφει σε αυτά (θεματικές, στιλ, και φόρμα) που τον έκαναν διάσημο – ή διαβόητο: την ανελέητη κριτική και κατάμαυρη βιτριολική σάτιρα των ηθών της μπουρζουαζίας, την κλινική και αποστασιοποιημένη εξερεύνηση των βίτσιων της και των καταπιεσμένων σχέσεων κάτω από την αστραφτερή επιφάνεια, την υποβόσκουσα ένταση που μπορείς να την κόψεις με το μαχαίρι, τη φαινομενική ηρεμία που διακόπτεται από σοκαριστικές εξάρσεις και εκρήξεις βίας, την κάζουαλ κοινωνιοπάθεια, το διαγενεακό μίσος, τους δυσάρεστους χαρακτήρες, τον θάνατο και την ευθανασία (o τίτλος της ταινίας έχει πολλαπλά νοήματα, και δεν είναι μόνο ειρωνικός όπως εκείνος του Funny Games, της πιο γνωστής ίσως ταινίας του Haneke), τα μίντια και τη διαμεσολαβημένη κ ενίοτε με ‘κόκκο’ εικόνα και το ηδονοβλεπτικό βλέμμα, τις κάμερες και την τεχνολογία (το έχει ξανακάνει στο Benny’s Video πριν από χρόνια, και αργότερα στο Caché, αλλά αυτή τη φορά συμπεριλαμβάνει και τα σόσιαλ μίντια και τις νέες πλατφόρμες όπως το youtube, και η ματιά του 75χρονου απέναντι στη νέα αυτή τεχνολογία είναι σε ίσο βαθμό πεσιμιστική ή νιχιλιστική, και σκοτεινά αστεία), τη θραυσματισμένη αφήγηση που απαιτεί να ενώσεις τα κομμάτια — αν σου κάνει τη χάρη να στα δώσει.

Όλα αυτά τα στοιχεία που αποτελούν το καθένα και ένα σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη ανακαλούνται εδώ και συνδυάζονται με πιο επιτυχημένο τρόπο από ό,τι σε προηγούμενες ταινίες του. Από πολλές απόψεις το Happy End αποτελεί μια από τις πιο ολοκληρωμένες ταινίες της εργογραφίας του εγκεφαλικού Αυστριακού.

Λίγα λόγια για το έργο: η λευκή μπουρζουά πατριαρχία του Haneke είναι για ακόμη μια φορά σε κρίση. Η οικογένεια Laurent είναι το λιγότερο δυσλειτουργική. Ο εύθραυστος ηλικιωμένος πατριάρχης (Jean-Louis Trintignant) που θυμίζει βερζιόν του βασιλιά Ληρ πάσχει από ελαφρά άνοια, και έχει ισχυρή ενόρμηση θανάτου. Η κόρη είναι δυναμική αλλά εργασιομανής, νευρωτική, control-freak, ψυχρή και σκληρή- οριακά bitch (η Isabelle Huppert έχει χτίσει την -ύστερη κυρίως- καριέρα της ενσαρκώνοντας τέτοιους χαρακτήρες). Ο εγγονός (Franz Rogowski) αλκοολικός, και σε γενική σύγχυση. Ο γιος (Mathieu Kassovitz) βλάκας, ανώριμος, και ανειλικρινής. Η εγγονή (Fantine Harduin) οξυδερκής, αλλά κι αυτή με προβλήματα που έχουν τη βασική τους ρίζα σε αδιευκρίνιστο τραγικό γεγονός που έχει σχέση με τη μητέρα της, και στο ότι ο πατέρας της φαίνεται ανίκανος να αγαπήσει οποιονδήποτε και οτιδήποτε πέραν του εαυτού του. Πολλά από τα μέλη της οικογένειας Laurent εμφανίζονται να πάσχουν από κάποιας μορφής κατάθλιψη, η οποία εκδηλώνεται ως ενόρμηση θανάτου, και φαίνεται να είναι κληρονομική εδώ, συμβάλλοντας στον ασφυκτικό ντετερμινισμό της ταινίας, που μοιάζει αναπόσπαστο κομμάτι της κοσμοθεωρίας του συγκεκριμένου δημιουργού.

Ανάμεσα σε αυτούς τους σε μεγάλο βαθμό αντιπαθητικούς χαρακτήρες, αξιοπρεπείς και γήινοι Μαροκινοί υπηρέτες (σε μια σκηνή περιγράφονται ως ‘σκλάβοι’) κυκλοφορούν αθόρυβα και διακριτικά στο φόντο και σερβίρουν σαν να είναι και οι ίδιοι σκεύη, αλλά και πάλι φαίνεται να προκαλούν ενόχληση στα κακομαθημένα και αφόρητα εγωκεντρικά αφεντικά τους. Ταυτόχρονα, μετανάστες (δες και το Code Unknown, του ίδιου σκηνοθέτη) από την Αφρική που κουβαλάνε τραγικές ιστορίες που κανείς από τους χαρακτήρες (πλην του εγγονού—για τους δικούς του λόγους) δεν θέλει να ακούσει, που καταπλακώνονται σε εργατικά ατυχήματα και στην οικογένειά τους προσφέρεται μια εξευτελιστικά μικρή αποζημίωση από τα αφεντικά τους [οι αστοί πρωταγωνιστές της ταινίας], και που προσπαθούν να περάσουν το τούνελ του Calais (όπου εκτυλίσσεται κυρίως το φιλμ, και όπου βρίσκεται ο εντυπωσιακός πύργος των Laurent—συνεκδοχικά μια εκφυλισμένη Γηραιά Ήπειρος στην οποία δεν χαρίζεται καθόλου ο Haneke) ‘χαλάνε’ το πάλλευκο (με όλες τις έννοιες) τοπίο και τη ζαχαρένια των οικοδεσποτών σε δεξιώσεις που είναι τόσο πετυχημένες όσο αυτές στο Festen του Vinterberg.

Ο Haneke συνεργάζεται ξανά και με την Huppert και με τον Trintignant, αλλά είναι ο δεύτερος που είναι τρομερός εδώ, ειδικά σε έναν-δυο παγερούς αλλά και αστείους μονολόγους, και κυρίως σε μια σκηνή προς το τέλος, με την εγγονή του—η μικρή ηθοποιός που την υποδύεται είναι κι αυτή εκπληκτική και στέκεται υποκριτικά ώμο με ώμο με τον Γάλλο βετεράνο.

Η ταινία αρχικά πάει με το πάσο της, με άβολα πλάνα συχνά να κρατούν απροσδόκητα μερικά λεπτά που μοιάζουν με μικρή αιωνιότητα (και αυτό ένα από τα χαρακτηριστικά του Haneke).

Είναι επίσης εντελώς ‘στεγνή’ από μουσική, με εξαίρεση μια σκηνή όπου το μουσικό περφόρμανς υπογραμμίζει την υποκρισία των αστών.

Η κινηματογράφηση (από τον τακτικό συνεργάτη του Haneke, Christian Berger) είναι κρυστάλλινη, και δεν αφήνει εν τέλει τίποτα κρυπτό υπό τον εκτυφλωτικό ήλιο.

Το τέλος μένει ανεξίτηλο στη μνήμη, ακόμα περισσότερο και από άλλα του Haneke. Το Happy End παραμένει μια δύσκολη ταινία, προσφέρει με το σταγονόμετρο αυτά που αποφασίζει να δώσει, και είναι συχνά τόσο φειδωλή όσο τσιγκούνηδες στα συναισθήματα είναι οι Laurent. Όταν όμως το κάνει, καταλαβαίνεις γιατί ο Haneke είναι ένας από τους πιο συναρπαστικούς εν ζωή σκηνοθέτες, που βάζει με ευκολία κάτω κάποιους με τα μισά του χρόνια.

Βαθμολογία 4.5/5

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία