του Νικήτα Φεσσά
Οι καθημερινοί (βλ. Sully), λιγότερο ή περισσότερο αφανείς (βλ. The 15:17 to Paris), και ενίοτε αμφιλεγόμενοι (βλ. American Sniper) Αμερικανοί ήρωες αποτελούν εδώ και χρόνια αγαπημένο θέμα του Κλιντ Ιστγουντ.
Στην τελευταία του ταινία, ο βετεράνος ηθοποιός και σκηνοθέτης ασχολείται με την αληθινή ιστορία ενός περιθωριοποιημένου νεαρού άνδρα με όνειρο να γίνει αστυνομικός γιατί θέλει να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, και γιατί πιστεύει αταλάντευτα στους θεσμούς.
«Αόρατος» ή/και αντικείμενο χλεύης σε όλη του τη ζωή, ζει στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα του, έχει διάφορα, όχι-πολύ-cool χόμπι, και φαινομενικά κανέναν φίλο ή φίλη. Η βομβιστική επίθεση στους Ολυμπιακούς του 1996 στην Ατλάντα ρίχνει αναπάντεχα πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, και αρχικά χρίζεται ήρωας από τα ΜΜΕ.
Ωστόσο, γρήγορα αυτό θα αλλάξει δραματικά, όταν θα θεωρηθεί ύποπτος για την επίθεση από πράκτορες του FBI που πιστεύουν ότι τη σχεδίασε ο ίδιος για λόγους αυτοπροβολής, και για να ηρωοποιηθεί. Τα ΜΜΕ, και συγκεκριμένα μία δημοσιογράφος χωρίς ηθικούς φραγμούς, αμέσως θα υιοθετήσουν τη νέα αφήγηση, και γενικώς ό,τι πουλάει περισσότερο. Εδώ οι θαυμαστές και οπαδοί του Τραμπ (τον οποίο κατά καιρούς ο Ίστγουντ έχει εμμέσως υποστηρίξει) θα αναφωνήσουν το γνωστό πλέον «fake news».
Σε κάθε περίπτωση, ο 90χρονος Ίστγουντ είναι σε φόρμα σκηνοθετώντας τη σκηνή της επίθεσης με νεανική φρεσκάδα, κινητικότητα, εφευρετικότητα, και σασπένς, πάντα, ωστόσο, εστιάζοντας στη μικρή, «ανθρώπινη» κλίμακα (μην περιμένετε εκρήξεις τύπου Μάικλ Μπέι ή Ρόλαντ Έμεριχ).
Επίσης ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει με ευαισθησία το κύριο θέμα του, και απεικονίζει με λεπτότητα την εξέλιξη του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή που βρίσκεται στη δίνη των γεγονότων, αλλά και εκείνων γύρω του/στο πλευρό του.
Έχει ενδιαφέρον πώς ο Ίστγουντ, με τις πολιτικές απόψεις που κατά καιρούς έχει εκφράσει, επιλέγει να παρουσιάσει τη συγκεκριμένη ιστορία, όπου ακριβώς οι ίδιοι θεσμοί στους οποίους πατριωτικά πιστεύει ο Τζούελ προοδευτικά εκτίθενται ως ελλιπείς, αναποτελεσματικοί, αφερέγγυοι, εκδικητικοί, και διαπλεκόμενοι.
Ωστόσο, εν τέλει το πνεύμα τους παραμένει ζωντανό μέσα από τον πρωταγωνιστή. Μην περιμένετε δηλαδή κάποια σφοδρή κριτική του αμερικανικού συστήματος. Δεν ήταν ποτέ αυτό το στιλ ή η προσέγγιση/οπτική του Ίστγουντ ούτως ή άλλως.
Καλές οι ερμηνείες από όλο το καστ, αν και οι ηθοποιοί στους δεύτερους ρόλους δεν έχουν ιδιαίτερη ευκαιρία να δείξουν πολλά πράγματα, γιατί οι χαρακτήρες τους είναι μονοδιάστατοι.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, και το σενάριο εν τέλει μοιάζει ισχνό ή απλοϊκό.
Ίσως όμως αυτός να ήταν εξαρχής ο στόχος του Ίστγουντ. Να πει μια απλή ιστορία για έναν απλό άνθρωπο που ηρωοποιείται παρά τη θέλησή του, και στη συνέχεια στοχοποιείται/ενοχοποιείται.
Αυτή, ωστόσο, η μετάβαση ή η ελαφριά ανατροπή στην πλοκή ίσως χρειαζόταν λίγη περισσότερη ανάπτυξη ή επεξήγηση.
Βαθμολογία 3,5/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία