Τέχνη & Πολιτισμός

Γιάννης Ρίτσος:”Η Σονάτα του Σεληνόφωτος” – από το Γιάννη Δημογιάννη

By Γιάννης Δημογιάννης

June 17, 2016

Ιούνης του 1956 και ο Γιάννης Ρίτσος – στον απόηχο καθοριστικών εξελίξεων για το αριστερό κίνημα – συνθέτει τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», έναν εμβληματικό εσωτερικό μονόλογο, «σημαδεύοντας με την ιδιότυπη μορφή και ατμόσφαιρά της την πιο αίθρια εποχή για την προσωπική ζωή και δημιουργία του».

Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» – μουσική από την ομότιτλη σύνθεση του Μπετόβεν συνοδεύει εν είδει υπόκρουσης τη συγκλονιστική απαγγελία του Ρίτσου – εγκαινιάζει τον κύκλο των σχοινοτενών μονολόγων της «4ης διάστασης», ποιητικών συνθέσεων που αντλούν το υλικό τους από τη «σύντηξη τριών αφηγηματικών στρωμάτων ∙ του αυτοβιογραφικού (πατρικό σπίτι), του μυθικού (οίκος Ατρειδών) και του ιστορικού (δεκαετία 1936-46 ή 1946-56)». Στη Σονάτα, βέβαια, το υλικό μπορεί, κατά κύριο λόγο, να θεωρηθεί βιωματικό, αν κρίνουμε από την εμμονή του Ρίτσου να επιστρέφει στο οικείο πατρικό σπίτι της μνήμης, καθώς και σε προσφιλή αντικείμενα, τα οποία «υποκειμενοποιούνται, παίρνουν εφιαλτικές διαστάσεις, δρουν και εκπέμπουν τη φθορά τους».

Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Ρίτσος, υιοθετώντας το Καβαφικό πρότυπο της απόκρυψης του αφηγητή (φενακισμός), δανείζεται το προσωπείο ενός μίμου, και μέσα από μία εξομολόγηση η οποία πυρακτώνεται, αγγίζοντας συχνά τα όρια του σπαρακτικού παραληρήματος, παραμένει «ελεύθερος ν’ απομακρύνεται, να φανερώνεται ή να κρύβεται, να φωτίζει ή να σκιάζει πρόσωπα, αντικείμενα, καταστάσεις, γεγονότα». Για άλλη μία φορά, ο ποιητής προστρέχει στο γνώριμο καταφύγιο του και σκηνοθετεί με απαράμιλλη δεινότητα ένα «απαστράπτον» σκηνικό φθοράς, καταφέρνοντας, εν τέλει, να «εκτονώσει τον πληθωρικό λυρισμό του και να εκφράσει τα διανοήματα της ωριμότητάς του».

Δραματικό υποκείμενο αυτού του μονόλογου είναι μία ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, ως σαφής ένδειξη πένθους, απώλειας και συντριβής. Ενώπιον ενός νέου που την παρακολουθεί βουβός, ακόμη και στις στιγμές της υπέρτατης οδύνης, η ηλικιωμένη γυναίκα μετεωρίζεται ακροβατώντας ανάμεσα στην ερωτική ικεσία και την εξομολόγηση. Η κατάθεσή της, μία αριστουργηματική καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής, λειτουργεί ως «εκμυστήρευση των πιο μύχιων πόθων, εσωτερικών αποτυχιών, διαψεύσεων του ίδιου προσώπου».

Εξάλλου, σε όλες τις φάσεις της ποιητικής διαδρομής του Ρίτσου, η γυναίκα είτε ως υπαρκτό είτε ως μυθικό, ιστορικό πρόσωπο, προβάλλεται σαν το πιο προικισμένο υποκείμενο να νιώσει, να εκφράσει τα πιο βαθιά και αγνοημένα σημεία της ύπαρξής μας, δείχνοντας τα πράγματα «όχι όπως μας τα διαμορφώνουν οι θεωρίες και οι γνώσεις, αλλά όπως αυτά απηχούν, κάτω από τα πολλαπλά μας στρώματα, τους πιο πρωτογενείς μας δείκτες». Άρα, σε μία διευρυμένη θεώρηση του βίου, η ηλικιωμένη γυναίκα ανάγεται για λογαριασμό όλων, στο καθολικό πρόσωπο – υποκείμενο που αντηχεί τις αδικαίωτες προσδοκίες, τις ματαιωμένες ελπίδες όλων αυτών των ανθρώπων «που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κ’ εσύ κι όπως κ’ εγώ άλλωστε, και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι».

Οι ενταφιασμένοι γυναικείοι θησαυροί, τ’ ανθρώπινα ερείπια, τα σπαράγματα της προδομένης μας νιότης ∙ «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων… μίαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας». Ολόκληρη η αρχέγονη κληρονομιά της φθοράς, η εξουσία ενός βασανιστικού θανάτου ή, ακόμη χειρότερα, η κηδεμονία μίας ζωής που διαιωνίζεται «με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω ενός αργού θανάτου». Με άλλα λόγια, η ίδια η ύπαρξη που αυτοαναιρείται, όταν η ζωή γίνεται συνώνυμη ενός αργού, καθημερινού Θανάτου. Λες και ο άνθρωπος παραμένει ισόβια καταδικασμένος, όχι για να κατακτά την ευτυχία και την ελευθερία του, αλλά για να συντηρεί και να στεριώνει τα θεμέλια ενός κοινωνικού οικοδομήματος που, «παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει. Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του, να ζει απ’ τους νεκρούς του, να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου και να νοικοκυρεύει τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεββάτια και ράφια

Η ψυχή της, παρά την εναγώνια προσπάθειά της ν’ αντισταθεί, αποκαλύπτει με το ακόλουθο κρεσέντο πως τα πάντα γύρω της καταρρέουν:

«Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου. Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις, να στεριώνεις τον τοίχο με τον μεγάλο μπουφέ να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε. Και το μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις. Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω».

Είναι η ώρα που η κουζίνα, σαν ο κατεξοχήν χώρος της γυναικείας ματαίωσης μετατρέπεται σε βυθό, συμπαρασύροντας στη δίνη του, την ηλικιωμένη γυναίκα και κάθε άλλη γυναίκα που ενδίδει στην πολιορκία της φθοράς, παρά τη θέλησή της. Και τότε, υπακούοντας σε μία σχεδόν ανυπέρβλητη νομοτέλεια, τα πάντα καταβυθίζονται σε τούτη την κουζίνα – φυλακή, συμπαρασύροντας όχι μονάχα ερείπια και αντικείμενα, αλλά πρωτίστως το θαμπό και τεμαχισμένο πρόσωπό του εαυτού «που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις καθάριο και αδιαίρετο».

Ενώπιον αυτού του ασφυκτικού εναγκαλισμού, η ηρωίδα του Ρίτσου – έχοντας για τα καλά συνειδητοποιήσει πως πίσω από το αφυδατωμένο της μικρόκοσμο «κρύβεται η χαοτική απόσταση που χωρίζει την περίκλειστη ζωή της, από την αληθινή ζωή» – εντούτοις, δε διστάζει να προχωρήσει στην επανεξέταση της ζωής της. Και αυτή η επανεξέταση συνιστά μία στάση βαθυστόχαστη και προϋποθέτει μία δυνατότητα πάθους, ιδίως όταν το υποκείμενο αναμετριέται με τη μοναξιά:

«Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα μονάχος στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω, το δοκίμασα, δεν ωφελεί».

Παρόλ’ αυτά, από τον πρόλογο κιόλας του μονολόγου, η ηρωίδα, αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα σε δύο κόσμους που την καταδυναστεύουν, φαντάζει αδύναμη ν’ αντισταθεί σε όσα την συνθλίβουν και τελικά παραδίδεται στην ομηρία «μιας ενταφιασμένης πραγματικότητας». Εγκλωβισμένη για πάντα σε τούτο το σπίτι παρακολουθεί τους θησαυρούς των ναυαγισμένων πλοίων του εαυτού της να καταποντίζονται και η ίδια αυτοσαρκάζεται – θλιβερό πια άθυρμα στα χέρια εκείνων που διέψευσαν και καταπάτησαν τα νεανικά της όνειρα. Τα λόγια της συνιστούν την παραδοχή ενός ανθρώπου που ανηφοράει με γνώση μες στη «σοφία της μοναξιάς του», αλλά στην ουσία καταυγάζουν τον πόνο της ψυχής της:

«Κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, (δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου είναι πως δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).»

Μπροστά σε αυτό το υπαρξιακό τέλμα, η γυναίκα της Σονάτας δεν έχει άλλη ελπίδα, παρά το λυτρωτικό φτερούγισμα της ελευθερίας, της ύστατης δηλαδή ευκαιρίας να υπερασπιστεί μέσα από το σώμα του έρωτα, όλα όσα αποτελούν κατάφαση ζωής και επαλήθευση αιωνιότητας. Γι’ αυτό, και όταν επανέρχεται στη μνήμη εκείνη η πρώτη πολιορκία από κορμιά αδηφάγα και μάτια πάναστρα, η ηλικιωμένη γυναίκα με τα μαύρα ασφυκτιά και απευθύνει στο νέο την ύστατη σπαρακτική ικεσία:

«Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου».

Η εξομολόγηση της μαυροντυμένης γυναίκας του Ρίτσου αναδεικνύεται επίκαιρη και συνάμα διαχρονική, όσο ποτέ. Η φωνή της, όμως, φέρνει στο προσκήνιο και την προσωπική μας καθήλωση, τη δικιά μας συνθηκολόγηση με τη φθορά. Γι’ αυτό και το αδιέξοδο της γίνεται εν τέλει και η δική μας αναγκαία διδαχή η οποία θα μας αφυπνίσει, αφού προηγουμένως μας λυτρώσει από τις εμμονές, τα στερεότυπα και τις καθηλώσεις του ασφυκτικού μας μικρόκοσμου.

Αν μη τι άλλο, θαρρώ πως ο Γ.Ρίτσος μάς προτρέπει μέσα από τον καταματωμένο μονόλογο της ηρωίδας του, να τολμήσουμε τουλάχιστον εμείς ν’ υπερβούμε όσα μας διχάζουν και μας αλλοτριώνουν. Γι’ αυτό και ο αγαπημένος ποιητής – αντιστεκόμενος ισόβια σε μία κοινωνία που μας εξουσιάζει αδυσώπητα – επιμένει ν’ αντιπαρατάσσει Δονκιχωτικά τη δικιά του ονειρεμένη πολιτεία της αγάπης ∙ την ιδεατή Πολιτεία που «όλους μας αντέχει στη ράχη της με τις μικρότητες μας… την άγνοιά μας και τα γερατειά μας».

Γιατί μονάχα η άρση, δηλαδή η υπέρβαση των μεταξύ μας διαχωριστικών γραμμών, αποδεικνύεται εν τέλει ικανή να σε κάνει να νιώσεις πως:

«μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του».

 

 

 

Γιάννης Δημογιάννης για το Νόστιμον ήμαρ