Γνώμες / Αφιερώματα

Γιάννης Αγγελάκας – Παύλος Παυλίδης | Πάτρα | 2017 Αυτή η Νόστιμη γενιά

By N.

September 21, 2017

Επιμέλεια: Χρήστος Διαμάντης για το Νόστιμον ήμαρ.

Η γιατρός μου μου είχε κάνει αιμοληψία. Ήταν μια απλή διαδικασία των δέκα λεπτών. Τελευταία «δεν δουλεύω καλά» αλλά δεν είναι αυτό που θέλω να πω. Είναι ότι νομίζω πώς θέλω σέρβις και καύσιμα με πραγματικά οκτάνια όπως αυτά της κόκκινης βενζίνης που βάζουν στα ρεζερβουάρ των αγωνιστικών αυτοκινήτων. Kαι να συνέλθουν λίγο και τα «ηλεκτρονικά μου»..

Είναι πως «νομίζω πώς δεν χρειάζεται», γιατί ακόμα τερματίζω τα κοντέρ μου, όχι, όμως, χωρίς βλάβες. Λέω «νομίζω», γιατί αυτό ακριβώς γίνεται.

Βιβλία στο πάτωμα, μισό «καλό» τσιγάρο στο τασάκι, ένα άδειο μπουκάλι σε σχήμα παγωτό χωνάκι, απ’ αυτά που κάνεις σαπουνόφουσκες (δώρο από ένα κορίτσι), η φωτογραφική μου μηχανή κι όλα αυτά τα πράγματα, που είναι κομμάτι του εαυτού μου, όπως και τα τατουάζ μου.

Όλο και πιο συχνά νιώθω ότι ονειρεύομαι κι όντως ονειρεύομαι ότι τα πάντα είναι όπως τα άφησα πριν.

Τον τελευταίο καιρό τα πράγματα πάνε κάπως περίεργα. Και λέω στον εαυτό μου «τουλάχιστον έχεις εσένα».

Κάποτε οι μαλάκες δεν με ενοχλούσαν. Τώρα δεν τους αντέχω και βασικά λιγοστεύουν τα πράγματα που μπορώ ακόμα να ανέχομαι.

Τώρα σκέφτομαι, ή μάλλον σας ακούω να λέτε «ο τύπος είναι τρελός» κι όμως μπορεί να’ μαι. Αλλά δεν αισθάνομαι έτσι. Αν κι αυτό δεν είναι επιχείρημα, τουλάχιστον προσπάθησα.

Πάει καιρός που έπαψα να πιστεύω στις προσευχές, καθώς με στήριζαν η φωτογραφία, ο έρωτας και τα ποιήματα Σ’ αυτό μοιάζω με τους ανθρώπους της πόλης, της χώρας, αυτού του Έθνους. Η μόνη διαφορά ήταν ότι δεν με ενδιέφερε να «πετύχω». Δεν θέλησα. «Πέτυχα» να είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε καλλιτέχνης και δεν είχα καν τις σωτήριες καταβολές του «κανονικού ανθρώπου».

Βγαίνοντας από την επίσκεψή στη γιατρό μου, καθώς στεκόμουν στο φανάρι, πρόσεξα ένα κορίτσι να περπατά προς στη στάση του λεωφορείου απέναντι. Μέσα στις εκατοντάδες των κοριτσιών βλέπεις, καμιά φορά, κάποια που σου τη δίνει μπαμ. Κάτι έχει να κάνει με τον αέρα της, με τη δομή της, τα μαύρα all star που φοράει (;) κάτι, τέλος πάντων, που δεν μπορείς να ξεπεράσεις.

Πέρασα το δρόμο και πήγα προς το μέρος της, στο σημείο απ’ το οποίο θα περνούσαν να με πάρουν οι φίλοι μου με το αυτοκίνητο, για να ταξιδέψουμε για την Πάτρα.

Μόλις πλησίασα το ταμπλό της στάσης έγραφε επτά λεπτά για το 051, τόσο για το τάδε. Τα πισινά της ήταν τέχνη, σε μάγευαν. Περπατούσε ακούγοντας από τα ακουστικά της μουσική και τα κουνούσε ρυθμικά περιμένοντας το λεωφορείο. Μέχρι να φτάσει σε μένα είχα λογαριάσει έξι δευτερόλεπτα: ένα για κάθε βήμα δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι. Πλησίασε κοντοστάθηκε και με κοίταξε. Τι θέλει; σκέφτηκα. Βρισκόμουν δέκα εκατοστά μπροστά της. Μπορώ να της μιλήσω, ξανασκέφτηκα. Έβγαλε ένα εισιτήριο των 1,40 και μου χαμογέλασε. Έδειχνε άνετη, τα μαλλιά της ήταν μακριά κι όλα πάνω της ήταν φωτιά. Είχαν περάσει τα επτά λεπτά, το μαρτυρούσε το ταμπλό στη στάση, το λεωφορείο είχε φτάσει στην ώρα του, οι φίλοι μου τα ρεμάλια πουθενά. Μου χαμογέλασε και έστριψε δεξιά και κοιτάζοντάς με, είδα το στενό της φόρεμα να τραβιέται με την απότομη κίνηση όταν ξαφνικά σήκωσε και πετάχτηκε πάνω η τσάντα της κι έπεσε στον ώμο της. Ανέβαινε τα σκαλιά και φορούσε εκείνο το μαύρο φορεματάκι, τα πόδια κατέληγαν σε λεπτούς αστραγάλους, με γυμνασμένες γάμπες κι ένα τατουάζ στο δεξί μπούτι.

Είχε ανέβει ο ήλιος ακόμη μια πιθαμή όταν ήρθαν τα ρεμάλια οι φίλοι μου, τους είπα τι είδα όσο τους περίμενα. Δώσαμε στο γκισέ των διοδίων τον όβολό μας για να «μας επιτρέψουν» να περάσουμε:

-Ευχαριστούμε, καλό ταξίδι.

-Κι εγώ, γεια σας.

Και συνεχίσαμε στον προορισμό μας που δεν ήταν άλλος από τη λύτρωση.

Το ερώτημα για τη σχέση της κοινής γνώμης με τη μουσική, τέμνεται μ’ εκείνο που αφορά στη λειτουργία της μουσικής μέσα στην παρούσα κοινωνία. Οι σχετικές με τη μουσική σκέψεις – προτιμήσεις, οι προφορικές ή γραπτές εκφράσεις, η όποια ρητή γνώμη των ανθρώπων γι’ αυτήν διακρίνονται, φυσικά, ποικιλοτρόπως από την επίδρασή της απ’ ό,τι πράγματι επιτυγχάνει αυτή στη ζωή των ανθρώπων, στη συνείδηση και στο ασυνείδητό τους.

Για να την κατανοήσει κανείς πρέπει να έχει μουσική προδιάθεση κι όχι ειδικό ταλέντο, τίποτε άλλο δεν απαιτείται και για την ποίηση ή τη ζωγραφική.

Αν τυχαίνει να παρακολουθείτε τηλεόραση, όταν έχετε αϋπνίες, θα είστε ενημερωμένοι για τα προγράμματα του MTV π.χ., που δείχνουν ένα καταιγισμό απ’ αυτά τα βίντεο, που είναι εξαιρετικά δημοφιλή χωρίς να έχουν καμία απολύτως πλοκή. Γεμάτα –  απ’ την αρχή μέχρι το τέλος –  από νέες γυναίκες και άντρες, που δείχνουν τα στήθη τους, τους γλουτούς ή τα γεννητικά τους όργανα, συνήθως βγάζοντας ήχους όπως «ουάου!». Φυσικά ποικίλλουν ελαφρώς ως προς το «θέμα», αλλά η συνταγή είναι η ίδια. Πλάνα όπου νεαρά άτομα πίνουν μέχρι σκασμού, promoters να προσφέρουν μπλουζάκια και καπέλα με γείσο σε κορίτσια που επιδεικνύουν τα κάλλη τους και στους νεαρούς που τις παρακινούν να το κάνουν, ξαμολυμένα κορίτσια καρβουνιασμένα απ’ τον ήλιο , με ανεμιστές φούστες να χορεύουν στα τραπέζια απέναντι από ελεύθερους λουλουδοσκοπευτές.

” Κορίτσια σηκώστε τα χέρια, το πουλάκι!” να τους φωνάζει ένας τύπος απ’ την άλλη κι εκείνες κακαρίζοντας να συμμορφώνονται.

Είναι ένα «πολιτιστικό φαινόμενο» κι αυτό, θα πει ο Μπιλ και θα συμπληρώσει «Είχαμε σκαμπανεβάσματα, αλλά τώρα είμαστε σε ανοδική πορεία».

Ναι! Αυτό το «μπεστ σέλερ» τους αγοράζετε στην Ελλάδα, περισσότερο κι από των Rolling stones, του Bowie, του Nick Kave και των Beatles μαζί, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Και το ΒΗΜΑ είχε πουληθεί στις τράπεζες και οι Times του Λος Άντζελες πουλιούνται, αλλά δεν λένε απολύτως τίποτε.

Ωραία, λοιπόν, ήμασταν πάλι εκεί κι η τρέλα της μέρας έγινε τρέλα της νύχτας, φτάσαμε στο χώρο της Γιορτής και φυσούσε ένας αέρας που είχε διώξει τη σκατορουφήχτρα βροχή. Περπάτησα στο χώρο για να δω γνωστούς και φίλους, για να δω πώς θα μου φαινόταν. Μου φάνηκε μια χαρά. Η προσέλευση συνεχιζόταν. Ο μπάρμαν ήρθε και παράγγειλα ένα κουτί μπύρα

“Τι νέα” με ρώτησε.

“Τίποτα κι όλα σπουδαία” του απάντησα.

Άνοιξα το κουτάκι, κοίταξα τη σκηνή, όπου  σε λίγο θα ανέβαιναν οι δυο φίλοι με τους δικούς τους φίλους και θα άρχιζε η Γιορτή κι άδειασα το μισό. Η ζωή μου φάνηκε κάπως καλύτερη. θυμήθηκα πώς ο Leonard Cohen – που γεννήθηκε σαν σήμερα 21/9/1934 – γνώρισε και ερωτεύτηκε «την πιο όμορφη γυναίκα, τη Marianne Ihlen», όπως είχε πει, για την οποία έγραψε το “So long Marianne“ στην Ελλάδα (Ύδρα). Κοίταξα γύρω μου κι έκανα την αμέσως καλύτερη κίνηση: σήκωσα το κουτάκι και το στράγγιξα. Προφανώς, αν έχεις μεγαλώσει με Τρύπες και Ξύλινα, ποτέ δεν αναρωτιέσαι αν θα αναβληθεί η συναυλία επειδή είχε βρέξει πριν κι  αν έλειψες μην πεις «έβρεξε». Η Γιορτή είχε αρχίσει και:

Πριν αρχίσουν όλα είχαν αρχίσει πριν φτάσω ήμουν ήδη εκεί τα ίχνη μου και ο δρόμος προϋπήρχαν Τ’ ακολούθησα Βρήκα ένα σπίτι στις φλόγες  Μπήκα μέσα και του ΄βαλα φωτιά

και Λύτρωση!