Σινεμά

Would that it were so simple

By N.

February 28, 2016

H χαρά του σινεφίλ.

Από τον Old Boy

Mε αφορμή το “Αnomalisa” των Τσάρλι Κάουφμαν και Ντιουκ Τζόνσον & το «Χαίρε, Καίσαρ» των αδελφών Κοέν.

Να λοιπόν που τα έφερε έτσι η τύχη και η διανομή, ώστε από αυτήν την εβδομάδα ξεκίνησαν να προβάλλονται ταυτόχρονα οι τελευταίες ταινίες δυο εντελώς ξεχωριστών περιπτώσεων του σύγχρονου αμερικάνικου κινηματογράφου: του Τσάρλι Κάουφμαν και των αδελφών Κοέν. H χαρά του σινεφίλ.

Ο Τσάρλι Κάουφμαν, αφού πρώτα μας χάρισε τρία ιδιοφυή σενάρια που δε θύμιζαν σχεδόν τίποτα από όσα είχαμε δει στη μεγάλη οθόνη («Στο Μυαλό του Τζων Μάλκοβιτς» & «Αdaptation» σε σκηνοθεσία Σπάικ Τζόνζι, «Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού» σε σκηνοθεσία Μισέλ Γκοντρί), αποφασίζοντας εκτός όλων των άλλων να επεκτείνει τα όρια του σινεμά εντός του ανθρώπινου εγκεφάλου, με ιστορίες όμως κάθε άλλο παρά εγκεφαλικές αλλά έντονα φορτισμένες συναισθηματικά, πέρασε πριν μερικά χρόνια και ο ίδιος στο σκηνοθετικό τιμόνι με το «Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη».

Τώρα με το “Αnomalisa”, συνεχίζει στο διπλό ρόλο του σεναριογράφου και σκηνοθέτη, επειδή όμως πρόκειται για animation γυρισμένο με stop motion, τη σκηνοθεσία υπογράφει μαζί του και ο ειδικότερος Ντιουκ Τζόνσον. Πρόκειται για animation εντελώς ενήλικο (και με ακατάλληλες σκηνές), εντελώς υπαρξιακό, εντελώς εναρμονισμένο με το σύμπαν του Κάουφμαν, με μια υποψηφιότητα στα όσκαρ, όπου στέκεται παράταιρα, αλλά πολύ ευπρόσδεκτα, δίπλα στις πιο «παιδικές» ταινίες του είδους, όπου μάλιστα μια από αυτές, «Τα Μυαλά που Κουβαλάς», διαδραματίζεται καθ’ ολοκληρία εντός ενός εγκεφάλου.

Ο ήρωας της ταινίας, ο Μάικλ Στόουν, είναι ένας μεσήλικος συγγραφέας που έχει εκδώσει το «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω να τους βοηθήσετε;», έναν ιδιαίτερα επιτυχημένο οδηγό αυτοβοήθειας για όσους εργάζονται σε customer service. Aλλά αυτός ο θεωρητικός της ανθρώπινης επικοινωνίας έχει μεγάλα θέματα στον τρόπο που ο ίδιος επικοινωνεί και συνδέεται με τους ανθρώπους. Όντας πολύ επιτυχημένος ταξιδεύει δίνοντας διαλέξεις για το βιβλίο του. Και οι πρώτες επαφές που θα έχει στο ταξίδι του στο Σινσινάτι, ο ταξιτζής, ο ρεσεψιονίστας στο ξενοδοχείο, ο υπάλληλος που μεταφέρει τις βαλίτσες του είναι πολύ συζητητικοί κι ευγενικοί, αλλά στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής ευγένειας, μιας κατασκευασμένης οικειότητας, ακριβώς σαν αυτή που διδάσκει στα βιβλία του.

Όλοι οι άνθρωποι στην ταινία δεν είναι απλώς κούκλες, αλλά είναι κούκλες που έχουν μια ρωγμή στο πρόσωπο

Λίγο πριν όμως, στο αεροπλάνο, όταν ο διπλανός επιβάτης του έπιασε το χέρι επειδή φοβόταν στην προσγείωση, όταν δηλαδή η οικειότητα δεν προερχόταν από κανέναν κώδικα αλλά από ένα ένστικτο, ο ήρωας αντιδρά ψυχρά και με αγένεια, σαν να φοβάται οποιαδήποτε αληθινή επαφή. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι άνθρωποι στην ταινία δεν είναι απλώς κούκλες, αλλά είναι κούκλες που έχουν μια ρωγμή στο πρόσωπο, σαν το πρόσωπό μας να είναι μάσκα, σαν να είναι κάτι που μπορούμε να βάλουμε και να βγάλουμε.

Ο Γουίλιαμ Χαρτ στο “Αccidental Tourist” μπορεί να ήταν εξίσου και περισσότερο κουμπωμένος με τους ανθρώπους, αλλά τα δικά του βιβλία, οι δικοί του οδηγοί αντιστοιχούσαν ως περιεχόμενο με το κούμπωμά του. Πιθανότατα όμως κι εδώ αυτός ο οδηγός για το πώς μιλάς στον κάθε πελάτη που θα σε πάρει τηλέφωνο σαν να είναι κάτι το εντελώς ξεχωριστό, υπεραναπληρώνει την αδυναμία του Μάικλ να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους σαν αληθινά ξεχωριστούς. Σε αυτό το ταξίδι του λοιπόν στο Σινσινάτι και στο ξενοδοχείο Fregoli η καταφανώς βαλτωμένη ζωή του θα βρεθεί σε ένα ανέλπιστο σταυροδρόμι.

Τι γίνεται αν όλοι οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, ακόμη και παιδιά, έχουν στα μάτια σου το ίδιο πάνω – κάτω πρόσωπο και την ίδια πάνω – κάτω φωνή; Τι άλλο είναι ο έρωτας από το να ξεχωρίσεις από όλα τα πρόσωπα του κόσμου ένα και μόνο ένα ως διαφορετικό; Από όλες τις φωνές του κόσμου μια και μόνο φωνή; Τόσοι μα τόσοι πολλοί έχουν ασχοληθεί με τον έρωτα στο σινεμά, πόσοι όμως έχουν καταφέρει να μας μιλήσουν για τον έρωτα όπως ο Κάουφμαν στην «Αιώνια Λιακάδα»;

Εκεί δηλαδή που ο Τζιμ Κάρεϊ και η Κέιτ Γουίνσλετ γνωρίζουν πια ότι υπάρχει ένας ανεξήγητος λόγος που αρχίζουμε να αγαπιόμαστε (και θα ξανααγαπηθούμε απ΄ την αρχή, ακόμα κι αν οι μνήμες μας σβηστούν), όπως υπάρχει κι ένας βαθύτερος λόγος για τον οποίο τελικά δεν ταιριάζουμε (και πιθανότατα και πάλι δεν θα ταιριάξουμε και θα ξανααλληλοξεσκιστούμε). Να το προσπαθήσουν παρόλα αυτά; «I need your lovin’ like the sunshine» εναντίον «Everybody’s gotta learn sometime». Ένας στίχος απόσταση.

Στο “Anomalisa” λοιπόν κι εδώ δε θα συγκρατηθώ, οπότε θα βάλω spoiler alert,έχουμε την πιο γρήγορη απομάγευση στην ιστορία του κινηματογράφου. Η στιγμή που θα σε νιώσω δική μου, η στιγμή που θα εκδηλώσω την επιθυμία να είμαστε μαζί, η στιγμή της παραδοχής της οικειότητας είναι και η στιγμή που θα αρχίσω να φρικάρω. Ξαφνικά όλα πάνω σου αρχίζουν να μου ξινίζουν. Η φωνή σου ξαναενώνεται με το πλήθος των άλλων φωνών. Ακούγεσαι πια όπως όλοι οι άλλοι. Παύω να σε εκλαμβάνω ως κάτι διαφορετικό.

Ο Κάουφμαν δεν αρνείται τη μεγάλη δύναμη του έρωτα. Αλλά έχει επίγνωση ότι δεν είναι είναι η μόνη δύναμη στην εξίσωση, ότι πολύ συχνά καλείται να αντιμετωπίσει αντίρροπες εξίσου ισχυρές δυνάμεις, όπως η δυναμική της σχέσης στη Λιακάδα ή οι όποιες συναισθηματικές αναπηρίες κουβαλάει ο καθένας, όπως στο “Αnomalisa”. Δεν αρκεί να ερωτεύεσαι τον άλλον: αν ο εαυτός σου κάνει σαμποτάζ ή αν με αυτόν που ερωτεύτηκες δεν κάνετε χωριό, τότε ο έρωτας δεν φτάνει.

Ο Κάουφμαν δεν αρνείται τη μεγάλη δύναμη του έρωτα αλλά έχει επίγνωση ότι δεν είναι είναι η μόνη δύναμη στην εξίσωση

Η αλήθεια είναι ότι η ταινία, για μεγάλο τμήμα της, μοιάζει αργόσυρτη και αναρωτιέσαι πού το πάει. Αν μάλιστα, όπως εγώ, ούτε εσύ είσαι ο πιο παρατηρητικός και πιο έξυπνος άνθρωπος του κόσμου, αργείς ενδεχομένως να καταλάβεις ότι ο ήρωας τούς βλέπει όλους ίδιους και τους ακούει όλους ίδια. Αλλά το σινεμά είναι δημοκρατική τέχνη, δεν απευθύνεται μόνο στους έξυπνους, έχει περιθώριο και για μας τους χαζούς. Δεν πειράζει αν καμιά φορά καταλαβαίνεις και εκ των υστέρων. Το να συντονίζεσαι πλήρως με μια ταινία αφού την έχεις δει, δεν αναιρεί ούτε το συντονισμό, ούτε τη συγκίνηση.

Δεν υπάρχει κατόπιν εορτής στην κινηματογραφική εμπειρία. Η κινηματογραφική εμπειρία είναι η γιορτή, ακόμη και αν πρόκειται για την πιο βαριά και ασήκωτη γιορτή του υπαρξιακού πόνου που προσφέρει σχεδόν παγίως ο Κάουφμαν. Για να θυμηθούμε και τον Αντρέι Ζουλάφσκι που πέθανε πριν λίγες μέρες, ως θεατής του σινεμά σημασία δεν έχει να κάνεις συναγωνισμό εξυπνάδας με το δημιουργό της ταινίας. Σημασία έχει να αγαπάς.

Επειδή σημασία έχει να ρυθμίζεις και το χρόνο σου καλύτερα κι επειδή με πήρε η ώρα και οι λέξεις, θα μιλήσω επιγραμματικά για το «Χαίρε Καίσαρ». Υπάρχουν ταινίες των Κοέν όπως το “A Serious Man”, το “Inside Llewyn Davis” ή το “Βurn After Reading”, όπου το τελευταίο πλάνο ή η τελευταία ατάκα έρχεται είτε να εξηγήσει είτε να αποδομήσει και πάντως να φωτίσει με ένα εντελώς διαφορετικό φως ό,τι έβλεπες σε όλη τη διάρκεια του έργου.

Βλέποντας το «Χαίρε Καίσαρ», έχεις μεν την ελπίδα να συμβεί κάτι παρόμοιο, αλλά όταν αυτό δε συμβαίνει -ή για να ξανάρθουμε σε όσα λέγαμε λίγο πριν, αν τυχόν συμβαίνει και απλά δεν το πιάνεις- και πάλι δε φεύγεις παραπονεμένος. Κάθε άλλο. Βρήκα το «Χαίρε Καίσαρ» απολαυστικότατο. Ωραία, το σινεμά των Κοέν είναι κατά βάση εγκεφαλικό και ωραία, όταν μας δίνουν κωμωδίες, η εγκεφαλικότητα συνήθως λειτουργεί πολύ λιγότερο καλά από ό,τι στην υπόλοιπη φιλμογραφία τους.

Αλλά εγκεφαλικό ή μη, πώς να μην χαμογελάς ολόκληρος όταν βλέπεις τον Τζος Μπρολίν στο Χόλιγουντ της δεκατίας του ’50 να παρακολουθεί σκηνές από την ακόμη ανολοκλήρωτη ταινία, ένα βιβλικό δράμα τύπου «Μπεν Χουρ» και να πέφτει η ατάκα Divine presence to be shot”. Η Θεία Παρουσία θα προστεθεί μετά, τα εφέ που θα μας δείξουν το Θείο εκκρεμούν. Ή πώς να μην ξαναχαμογελάσεις ολόκληρος όταν, αφού πρώτα ο σκηνοθέτης μιας άλλης ταινίας που γυρίζεται σε κοσμικά σαλόνια προσπαθεί και ξαναπροσπαθεί να κάνει τον ηθοποιό του, ένα βλαχαδερό που γυρνούσε ως τότε μόνο καουμπόικα, να πει την ατάκα “Would that it were so simple?”;

Κι όταν αυτή αποδεικνύεται άλυτος γλωσσοδέτης, να βλέπουμε πως τελικά τον βάζει να πει “Ιt’s complicated”. Aυτή η εμβληματική φράση της τωρινής εποχής, γίνεται στα χέρια των Κοέν ένα ακόμη παιχνίδι: αυτό που προβάλλεται ως περίπλοκο είναι το αποτέλεσμα αδυναμίας άρθρωσης τού αληθινά περίπλοκου.

Μια σειρά από παιγνιώδη δίπολα, το περίπλοκο και το απλό, το σινεμά και το Θείο, το κομμουνιστικό ιδεώδες και η αναδιανομή εισοδήματος ως αποτέλεσμα απαγωγής, ένας ήρωας σαν τον αληθινό Έντι Μάνιξ, fixer άπλυτων του Χόλιγουντ, που αντί να είναι αρνητικός μετατρέπεται σε έναν από τους συμπαθέστερους ήρωες της φιλμογραφίας τους, ευφορία και σινεφιλία στο φουλ, καθώς τριγυρνώντας από σκηνή σε σκηνή, οι Κοέν μας προσφέρουν χορευτικά στο νερό της Σκάρλετ Γιόχανσον, κλακέτες του Τσάνιγκ Τέιτουμ, μπλεξίματα στο μοντάζ της Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, πώς να μην απολαύσεις μια τόσο σαρδόνια αγαπησιάρικη ταινία;

elculture