Tο «γκανιάν» της Κεντροαμερικανικής ακροδεξιάς, ο πρώην αξιωματικός του στρατού, Ζαΐχ Μπολσονάρο, θριαμβευτής του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών της Βραζιλίας με ένα εντυπωσιακό 46%, έναντι του απογοητευτικού 29% του υποψήφιου του κεντροαριστερού Κόμματος Εργαζομένων, Φερνάντου Αντάζι, οδεύει ολοταχώς για νίκη στον δεύτερο γύρο της ερχόμενης Κυριακής, με όλες τις δημοσκοπήσεις υπέρ του. Το ότι δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον Χίτλερ και τον Πινοσέτ, όπως, φυσικά, και για την πολύχρονη δικτατορία που είχε αιματοκυλήσει την χώρα του, δεν φαίνεται να αποτελεί ικανή συνθήκη να αποτρέψει αυτή τη δυναμική.
Ακολουθείται από ένα πλήθος φανατικών χουντικών, ρατσιστών, φασιστών, ακροδεξιών, με την γνωστή αισθητική και ρητορική που απαντάται σε όλο τον κόσμο από τους ομοϊδεάτες του, οι οποίοι τον αντιμετωπίζουν ως «Μεσσία» και κατασκηνώνουν έξω από την χλιδάτη παραθαλάσσια έπαυλή του, στο νεόκτιστο θέρετρο του Barra da Tijuca, περίπου 30 χλμ από το κέντρο του Ρίο.
Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την επίθεση εναντίον του με μαχαίρι κατά την προεκλογική εκστρατεία του πρώτου γύρου, ο Μπολσονάρο φέρεται να «αναρρώνει», με την εκστρατεία του δεύτερου γύρου να έχουν αναλάβει οι τρεις γιοι του, δύο εκ των οποίων είναι και μέλη του Κογκρέσου.
Οι οπαδοί του καταλήφθηκαν από έκσταση όταν ο «ήρωάς» τους προηγήθηκε κατά 20 μονάδες του αριστερού αντιπάλου του από το Εργατικό Κόμμα και όταν τον είδαν σε βίντεο, ειδικά γυρισμένο για μια μεγάλη συγκέντρωσή τους στο Σάο Πάολο, να υπόσχεται πως όταν έρθει στην εξουσία «θα απαλλάξει την πατρίδα από τους περιθωριακούς κόκκινους, θα φύγουν ή θα φυλακιστούν», σε ένα «ξεκαθάρισμα το οποίο δεν θα έχει ξαναδεί η χώρα». Για να προσθέσει, ότι ο Αντάζι «θα σαπίσει» και αυτός στην φυλακή, όπως ο πρώην πρόεδρος και ηγετική φυσιογνωμία της βραζιλιάνικης Αριστεράς, νυν έγκλειστος στις φυλακές, Λουίς Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα.
Αυτή είναι η ρητορική που αρέσει στους οπαδούς του, αλλά και που κόστισε τη ζωή του Reginaldo Rosário da Costa, ενός 63χρονου χορευτή Capoeira στο Σαλβαδόρ ντε Μπαϊά, δολοφονημένου από έναν υποστηρικτή του Μπολσονάρου στις 8 Οκτωβρίου. ‘Ηταν μία από μια σειρά επιθέσεων κατά Αφρο-Βραζιλιάνων και μελών της ΛΟΑΤ κοινότητας τις τελευταίες εβδομάδες.
Ο άνθρωπος της ελίτ
Ωστόσο, όπως σημειώνει το The Nation, οι σκληροπυρηνικοί και εν πολλοίς γραφικοί οπαδοί του Μπολσονάρου, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που τον ακολουθούσαν επί δύο δεκαετίες που βρισκόταν στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής – αν και πάντα μέρος της, αφού διατελούσε μέλος του Κογκρέσου – ήταν μόνο η αρχή της επικίνδυνης διείσδυσης της επιρροής του στις συνειδήσεις εκατομμυρίων, πλέον, δυσαρεστημένων Βραζιλιάνων. Οι υποστηρικτές του σήμερα απαντώνται παντού και όχι μόνο μεταξύ των καλοπληρωμένων λευκών ανδρών που περιφέρονται με όπλα ή των «ευαγγελιστών» των «οικογενειακών αξιών», δηλαδή του Χριστιανού φονταμεταλιστή που λατρεύει τα όπλα, την παραδοσιακή εκλογική βάση του Μπολσονάρο.
Τον τελευταίο μήνα ο Μπολσονάρο φόρεσε τη «μάσκα» της «κανονικότητας», τουλάχιστον όσο μπορεί να την εννοήσει. Το αποτέλεσμα είναι να μαζεύει ψήφους ακόμη και από νέους Αφρο-βραζιλιάνους ή από θρησκευτικές μειονότητες, που οι παραδοσιακοί οπαδοί του τις χαρακτηρίζουν «σατανιστικές». Αυτό το νέο πολιτικό ακροατήριο του Μπολσονάρο δεν είναι φανατικοί ρατσιστές ή ακροδεξιοί. Φαίνεται όμως να έχουν καταλήξει, ότι ο Μπολσονάρο είναι η τελευταία ευκαιρία να πολεμήσουν ένα δυσλειτουργικό πολιτικό σύστημα και μια κοινωνία στην οποία βασιλεύει η εγκληματικότητα και η διαφθορά.
Το «The Nation» υποστηρίζει, ότι δεδομένης της δημοφιλίας του Λούλα και της δημοσκοπικής κυριαρχίας του πριν αναγκαστεί να αποσύρει την υποψηφιότητά του τον Σεπτέμβριο, καθώς έχει φυλακιστεί με κατηγορίες για διαφθορά που ο ίδιος αρνείται και η βραζιλιάνικη Κεντροαριστερά αμφισβητεί ευθέως, «είναι σαφές ότι ένας σημαντικός αριθμός υποστηρικτών του πρώην προέδρου θα ψηφίσουν τώρα για τον Μπολσονάρο, ένα παράλογο χαρακτηριστικό αυτών των εκλογών, όπου η σύγχυση και η παραπληροφόρηση έχουν υπονομεύσει τη λογική».
Το βέβαιο είναι, ότι λίγες μόνο εβδομάδες πριν από τις εκλογές του πρώτου γύρου στις 7 Οκτωβρίου, οι περισσότεροι αναλυτές ανέμεναν ότι ο Μπολσονάρο δεν θα περάσει στο δεύτερο γύρο. Έπεσαν έξω. Ο Μπολσονάρο απέσπασε ένα εντυπωσιακό 46% και πλέον, οι δημοσκοπήσεις τον ανεβάζουν στο 57%.
Οι επενδυτές και οι χρηματοπιστωτικές αγορές έπεσαν σε ευφορία με την μετεωρική άνοδο του Μπολσονάρο, ενώ οι τραπεζικοί αναλυτές χειροκρότησαν τη δημόσια δέσμευσή του για ριζική ιδιωτικοποίηση, σκληρή μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, μείωση φορολογίας για τους πλούσιους και μείωση του κράτους. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Folha de S. Paulo», κορυφαία στελέχη της Bank of America, της Goldman Sachs και της Santander «εξέτασαν σοβαρά» τις θέσεις του Μπολσονάρο, γεγονός το οποίο τον βοήθησε να ακουστεί και από ένα κοινό που δεν συμμερίζεται τις πολιτικές του απόψεις.
Σύμφωνα με την «Boston Review», η βραζιλιάνικη οικονομική ελίτ δεν αισθάνεται αποστροφή για τον Μπολσονάρο. Ο οποίος έχει ήδη εξασφαλίσει την υποστήριξη των κατασκευαστών όπλων, των μεγάλων ιδιοκτητών γης, των μεγαλοβιομηχάνων και των μεγαλεμπόρων. Ο Μπολσονάρο υπόσχεται να νομιμοποιήσει την οπλοκατοχή, να καταργήσει την προοδευτική εκπαίδευση, να μειώσει το ηλικιακό όριο ποινικής δίωξης στα 16 έτη, να θεσμοθετήσει ασυλία στους αστυνομικούς που σκοτώνουν αμάχους, να αντιμετωπίσει ως «τρομοκρατικές» τις οργανώσεις και τις συλλογικότητες που μάχονται για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των ιθαγενών, την αναδιανομή της γης, να αποτελειώσει την ήδη υποβαθμισμένη προστασία των εργαζομένων και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του, έχει μιλήσει συχνά για την επίθεση που ετοιμάζει σε κοινωνικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, όπως η δημόσια υγεία και η σύνταξη, κάτι που ακόμη και οι συντηρητικοί στο παρελθόν είχαν αποφύγει να ομολογήσουν κατά τη διάρκεια των εκλογών.
Ο Μπολσονάρο έχει επίσης γίνει αποδεκτός από την μεσαία τάξη και από επαγγελματικούς κλάδους όπως οι γιατροί και οι δικηγόροι. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, υποστηρίχθηκε από περισσότερο από το 30% των ψηφοφόρων πανεπιστημιακής μόρφωσης, έναντι 19% που υποστήριξαν τον υποψήφιο των Εργατικών. Αυτοί οι ψηφοφόροι ήταν ο βασικός κινητήριος μοχλός του κινήματος που έριξε την Ρουσέφ το 2016. Σύμφωνα με την «Boston Review», οι ψηφοφόροι της μεσαίας τάξης, οι οποίοι έχουν βιώσει απώλειες στην αγοραστική τους δύναμη τα τελευταία χρόνια, έχουν έρθει όλο και περισσότερο αντιμέτωποι με τις αναδιανεμητικές πολιτικές των διαδοχικών κυβερνήσεων του Εργατικού Κόμματος, όπως οι υπό όρους μεταβιβάσεις μετρητών, οι προοδευτικές πολιτικές στα πανεπιστήμια και η στήριξη των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Γι΄ αυτούς, η επίθεση του Μπολσονάρο σε αυτές τις πολιτικές είναι εξίσου γοητευτική με την «σκληρή» ρητορική του έναντι της εγκληματικότητας.
Η επέλαση του σκοταδισμού
Το έγκλημα και η βία εξηγούν επίσης την υποστήριξή του μεταξύ των φτωχών ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές του πλουσιότερου Νότου και της Νοτιοανατολικής χώρας. Η διαβίωση σε ένα προάστιο μιας πόλης όπως το Σάο Πάολο σήμερα βρίσκεται στο σημείο μηδέν, από τον τρομερά βίαιο πόλεμο μεταξύ των συμμοριών των ναρκωτικών και της αστυνομίας. Σχεδόν οι μισοί από τους θανάτους των νέων ηλικίας μεταξύ δεκαπέντε και δεκαεννέα ετών στη Βραζιλία είναι ανθρωποκτονίες, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία. Για τους μισθωτούς στις γειτονιές των μεγαλουπόλεων, η δηλητηριωδώς ναΐφ ρητορική του Μπολσονάρο περί επιβολής του νόμου και της τάξης ακούγεται μια καθησυχαστική μελωδία.
Οι συντηρητικοί Χριστιανοί, τόσο οι Καθολικοί όσο και οι Ευαγγελιστές, είναι ακόμη ένα παράγοντας στο «τσιμεντάρισμα» της επιτυχίας του. Την τελευταία δεκαετία, οι συντηρητικοί Χριστιανοί έχουν βρει την πολιτική τους θέση, καθώς τάσσονται ευθέως και σαφώς ενάντια σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως φεμινιστικές και ΛΟΑΤ «υπερβολές» εκ μέρους των κυβερνήσεων. Συνδυάζοντας μια ρητορική υπέρ της ζωής – εννοώντας την άρνηση των αμβλώσεων – και υπέρ της οικογένειας, σε συνδυασμό με τον παραδοσιακό αντικομμουνισμό, συντηρητικοί ιερείς και πάστορες σε όλη τη χώρα εργάστηκαν σκληρά τους τελευταίους μήνες για να κινητοποιήσουν τους πιστούς να ψηφίσουν εναντίον της Αριστεράς. Φυσικά, η τακτική της συκοφαντίας και της ωμής διαστρέβλωσης της πραγματικότητας μέσα από ένα κρεσέντο fake news, ήταν στην αιχμή του «δόρατος» της «τάξης και της ηθικής». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ευρέως επαναλαμβανόμενη φήμη, ότι τα αποκαλούμενα «Gay Kits» – τα οποία το Εργατικό Κόμμα σχεδίαζε να μοιράσει στους δασκάλους ώστε να προωθηθεί η κατανόηση και η αποδοχή της ΛΟΑΤ κοινότητας – διανεμήθηκαν, υποτίθεται, στα δημόσια σχολεία για να… «ενθαρρυνθεί» η ομοφυλοφιλία στα εξάχρονα.
Την ίδια στιγμή, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας φαίνεται να ανησυχεί περισσότερο για το Εργατικό Κόμμα, παρά για τις ανοιχτά φασιστικές απόψεις του πρώην στρατιωτικού. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η απαγόρευση ενός προεκλογικού σποτ του Εργατικού Κόμματος με εικόνες από θύματα βασανιστηρίων που διέταξε ο ήρωας του Μπολσονάρο, χουντικός αρχιβασανιστής Brilhante Ustra, ή η απόρριψη του αιτήματος της εφημερίδας «Folha de S.Paulo» για συνέντευξη του Λούλα ντα Σίλβα από την φυλακή, σχετικά με τις αμφισβητούμενες κατηγορίες διαφθοράς εναντίον του;
Βέβαια, η υποστήριξη στον Μπολσονάρο δεν προέκυψε σε κενό αέρος. Προηγήθηκε η καταστροφική οικονομική διαχείριση από τις κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος. Το πρόγραμμα λιτότητας που υλοποίησε η Ντίλμα Ρούσεφ επιδείνωσε την ύφεση, πολιτική που ακολουθήθηκε από τον Μικέλ Τεμέρ του Δημοκρατικού Κινήματος. Η οικονομική κατάσταση της βραζιλιάνικης εργατικής τάξης χειροτέρευσε, απομακρύνοντάς την από τις πολιτικές εκφάνσεις της Αριστεράς.
Η έκκληση Λούλα
Ο φυλακισμένος πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα απηύθυνε με ανοικτή επιστολή του στους συμπατριώτες του νέα έκκληση να ψηφίσουν τον αντικαταστάτη του στο ψηφοδέλτιο του Κόμματος Εργαζομένων (PT), τον Φερνάντου Αντάτζι, προκειμένου να αποτρέψουν τη «φασιστική περιπέτεια» που αντιπροσωπεύει, όπως τόνισε, ο Μπολσονάρο. «Είναι ώρα να ενωθούν ο λαός, οι δημοκράτες, οι πάντες γύρω από την υποψηφιότητα του Φερνάντου Αντάτζι», τόνισε ο Λούλα στην επιστολή αυτή, που δημοσιοποίησε το Εργατικό Κόμμα την Τετάρτη. «Αυτή τη στιγμή, που μια φασιστική απειλή επικρέμαται πάνω από τη Βραζιλία, θέλω να απευθύνω έκκληση προς όλους όσοι υπερασπίζονται τη δημοκρατία (…) να υπερασπιστούν το δημοκρατικό πολίτευμά μας και το κράτος του δικαίου», πρόσθεσε.
Ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας (2003-2010), προηγείτο με διαφορά στις δημοσκοπήσεις ενόψει των φετινών εκλογών, αλλά του απαγορεύθηκε η συμμετοχή στη διαδικασία εξαιτίας της καταδίκης του για διαφθορά και της φυλάκισής του τον Απρίλιο. Πολύ καθυστερημένα, τον αντικατέστησε ο Αντάτζι, πρώην δήμαρχος στο Σαν Πάουλου και πρώην υπουργός Παιδείας. Ο άλλοτε συνδικαλιστής, φυλακισμένος πλέον στην Κουριτσίμπα, όπου εκτίει την ποινή 12 ετών κι ενός μήνα που του επιβλήθηκε, παραμένει μια εμβληματική πολιτική μορφή που διχάζει τους Βραζιλιάνους: Αντιμετωπίζεται με λατρεία από πολλούς, απέχθεια και μίσος από άλλους. Ο ίδιος ο Αντάτζι δεσμεύθηκε την Τρίτη ότι θα αγωνιστεί «μέχρι τέλους» για να αποτραπεί η επικράτηση «του φασισμού» στη Βραζιλία.
Ενώ το αποτέλεσμα των εκλογών παραμένει αδιευκρίνιστο, ένα πράγμα είναι βέβαιο: Η πολιτική σκηνή της Βραζιλίας, όπως προέκυψε κατά τη μετάβαση στη δημοκρατία, στη δεκαετία του 1980, δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Οι κυριότερες δυνάμεις γύρω από τις οποίες έλαβαν χώρα οι εκλογικές αναμετρήσεις, η κεντροαριστερή (με επικεφαλής το Εργατικό Κόμμα) και η κεντροδεξιά (με επικεφαλής το PSDB), ήδη αποδυναμωμένες από την πολιτική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα από το 2013, έχουν αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από κάτι άλλο, το σχήμα του οποίου μόλις αρχίζουμε να βλέπουμε. Η δημοκρατία γίνεται καθημερινά πιο εύθραυστη. Οι πολιτικές διαμάχες έχουν αλλάξει όρους: Η συζήτηση μεταξύ αντιπάλων, πρέπει να αντικατασταθεί, σύμφωνα με τον Μπολσονάρο και τους συμμάχους του, από μία υπαρξιακή μάχη μέχρι εσχάτων, μεταξύ εχθρών…