Τέχνη & Πολιτισμός

Ένας άγγελος των Χριστουγέννων, του Βάλτερ Μπένγιαμιν

By N.

December 30, 2015

Με τα έλατα άρχιζε. Κάποιο πρωί, καθώς πηγαίναμε στο σχολείο, ήταν κολλημένες στις γωνιές των δρόμων οι πράσινες σφραγίδες, που έμοιαζαν ν’ ασφαλίζουν την πόλη σε κάθε σημείο, όπως ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο πακέτο. Έπειτα, η πόλη έσκασε μια ωραία μέρα κι ανάβλυσαν απ’ τα σωθικά της παιχνίδια, ξηροί καρποί, άχυρο και στολίδια: η χριστουγεννιάτικη αγορά. Μαζί τους αναπήδησε προς τα έξω και κάτι άλλο ακόμα: η φτώχεια.

Όπως επιτρεπόταν να παρουσιαστούν στο χριστουγεννιάτικο πιάτο τα μήλα και οι ξηροί καρποί με λίγη χρυσαφί επίστρωση πλάι στο αμυγδαλωτό, έτσι επιτρεπόταν να παρουσιαστούν οι φτωχοί με ασημόσκονη και πολύχρωμα κεριά στις εύπορες συνοικίες. Οι πλούσιοι προέπεμπαν τα παιδιά τους, για να τους αγοράσουν μάλλινα προβατάκια από τους φτωχούς ή για να μοιράσουν ελεημοσύνη, την οποία, από ντροπή, δεν ήθελαν να δώσουν οι ίδιοι με τα χέρια τους.

Στο μεταξύ, στεκόταν ήδη στη βεράντα το δέντρο που είχε αγοράσει κρυφά η μητέρα μου και το είχε βάλει στο διαμέρισμα από την πίσω σκάλα. Και πιο θαυμαστό απ’ όλα όσα του προσέδιδε το φως των κεριών ήταν ο τρόπος με τον οποίο αγκυλωνόταν πάνω στα κλαδιά του η επικείμενη γιορτή, ολοένα πιο πολύ μέρα με τη μέρα. Στις αυλές, τα οργανάκια άρχιζαν να τεντώνουν την τελευταία προθεσμία με χορωδιακά άσματα. Ωστόσο, η προθεσμία τελικά εξέπνεε κι ερχόταν πάλι μια από εκείνες τις ημέρες, απ’ τις οποίες εδώ αναθυμάμαι τις πιο πρώιμες.

Περίμενα στο δωμάτιό μου ώσπου να πάει έξι. Καμία γιορτή της μετέπειτα ζωής δεν γνωρίζει αυτή την ώρα, η οποία πάλλεται όπως ένα βέλος στην καρδιά της μέρας. Είχε κιόλας σκοτεινιάσει· παρολαυτά, δεν άναβα τη λάμπα, για να μην αποστρέψω το βλέμμα από τα παράθυρα που έβλεπαν προς την αυλή, πίσω από τα οποία μπορούσες τώρα να δεις τα πρώτα κεριά.

Ήταν η πιο ανησυχαστική απ’ όλες τις στιγμές που έχει η ύπαρξη του χριστουγεννιάτικου δέντρου, κατά την οποία θυσιάζει βελόνες και κλαδιά στο σκοτάδι, για να μην είναι τίποτε άλλο από απρόσιτος κι ωστόσο κοντινός καταστερισμός στο θαμπό παράθυρο κάποιου πίσω διαμερίσματος. Κι όπως ένας τέτοιος καταστερισμός απένεμε ενίοτε το χάρισμά του σ’ ένα από τα παρατημένα παράθυρα, ενώ πολλά παρέμεναν σκοτεινά κι άλλα, ακόμα πιο θλιμμένα, μαράζωναν στο φως του γκαζιού το απόβραδο, μου φαινόταν πως αυτά τα χριστουγεννιάτικα παράθυρα συμπεριλάμβαναν τη μοναξιά, το γήρας και τη στέρηση· καθετί για το οποίο σώπαιναν οι φτωχοί.

Έπειτα, μου ερχόταν πάλι στον νου η μοιρασιά των δώρων, την οποία τώρα δα προετοίμαζαν οι γονείς μου. Αλλά δεν είχα προλάβει ν’ απομακρυνθώ από το παράθυρο, με τη βαριά καρδιά που μόνο η εγγύτητα μιας σίγουρης ευτυχίας προκαλεί, και ψυχανεμιζόμουν μια αλλότρια παρουσία στο δωμάτιο. Δεν ήταν παρά μια πνοή, έτσι ώστε οι λέξεις, που σχηματίζονταν στα χείλη μου, έμοιαζαν με πτυχές, στις οποίες δίνει σχήμα ένα νωθρό πανί με δροσερό αεράκι: «Κάθε χρόνο πάλι/έρχεται ο Χριστός παιδί/έρχεται πάνω στη γη/πού’ μαστε οι άνθρωποι»· μ’ αυτές τις λέξεις εξανεμιζόταν ο άγγελος, ο οποίος είχε αρχίσει εντός τους.

Δεν έμενα για πολύ ακόμα στο άδειο δωμάτιο. Με καλούσαν στο απέναντι, όπου το δέντρο έφτανε στη δόξα που με αποξένωνε απ’ αυτό, μέχρι που, στερημένο από το στήριγμά του, θαμμένο στο χιόνι ή λάμποντας στη βροχή, τέλειωνε τη γιορτή εκεί όπου την είχε αρχίσει κάποιο οργανάκι.

Το κείμενο του Walter Benjamin, «Ein Weihnachtsengel», είναι το 16ο αφήγημα στη συλλογή με γενικό τίτλο «Berliner Kindheit um neunzehnhundert» («Παιδικά χρόνια στο Βερολίνο γύρω στα 1900»)· ο Μπένγιαμιν προετοίμαζε το βιβλίο από το 1933 μέχρι το 1938. Τελικά εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, με τη φροντίδα του Τέοντορ Αντόρνο (α΄έκδοση 1950).

Μετάφραση από τα γερμανικά: Νίκος Σκοπλάκης

rednotebook