Ιστορία

Ένα παιδί θυμάται τη χούντα…

By N.

April 21, 2017

Του Στέφανου Μαντζαρίδη

Δεν καταλάβαινα και πολλά τότε. Ήμουν, βλέπεις, ακόμα μικρό παιδί, μαθητής του Δημοτικού. Δεν είχα γνωρίσει κι άλλη πραγματικότητα από εκείνη που ζούσα τότε… Το ένιωθα όμως παντού γύρω μου. Οι άνθρωποι δε γελούσαν, βάδιζαν με σκυφτό το κεφάλι και γρήγορα βήματα. Όλοι εκτός απ’ τα παιδιά. Και κάποιους μεγάλους…

Αυτούς, εκτός από το βήμα τους ξεχώριζες κι από τη μυρωδιά. Ναι ρε, μη γελάς, οι φασίστες πάντοτε είχαν μια ιδιαίτερη μυρωδιά. Κάθε φορά που τα ρουθούνια σου έπιαναν με τους αισθητήρες τους αυτή την οσμή, το στομάχι σου λες και δενόταν κόμπος.

  Έτσι μύριζε η κυρία Ζαφειρούλα, η δασκάλα μου στις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Την ίδια ακριβώς μπόχα που γέμιζε την τάξη κάθε φορά που έμπαινε μέσα ο κύριος Παπαδόπουλος, ο Διευθυντής. Και ήταν ακριβώς ίδια με την μυρωδιά της σαπίλας που γέμιζε την ΕΒΓΑ της γειτονιάς ο κυρ-Λάκης ο μπακάλης…

  Ο μπαμπάς μου τον μισούσε τον κυρ-Λάκη. Προτιμούσε να με στέλνει στου διαόλου τη μάνα για να πάρω τα τσιγάρα του παρά να πάω σ’ αυτόν τον χαφιέ, όπως τον αποκαλούσε.

  Και μου έλεγε να προσέχω κάθε φορά που έπαιζα με τους φίλους μου κι ερχόταν κοντά μας ο κυρ-Λάκης. Να προσέχω τι λέω και να μην του πιάνω κουβέντα. Ερχόταν συχνά κοντά μας ο κυρ-Λάκης όταν παίζαμε. Ερχόταν και μας έπιανε κουβέντα ρωτώντας μας κάθε φορά διάφορα πράγματα για το σπίτι μας και τους γονείς μας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στον φίλο μου τον Βασίλη… Πρώτα σ’ εκείνον πήγαινε, μόλις εγώ τον έβλεπα να πλησιάζει έφευγα να πιω νερό ή να κατουρήσω ντεμέκ, όπως θα έλεγα και στην πατρίδα μου τη Θεσσαλονίκη τότε…

Ο Βασίλης ήταν ο αγαπημένος μου φίλος στο Δημοτικό. Θυμάμαι πόσο είχα κλάψει όταν έμαθα πως δε θα ξαναρχόταν στο σχολείο μας. Ο Βασίλης ήταν ένα παιδί που συνέχεια γελούσε. Ήταν ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου. Πάντοτε γύριζε σπίτι του μετά τη μπάλα με τα γόνατα κατακόκκινα από το αίμα. Έφυγε δίχως να μας πει ούτε αντίο, είχα θυμάμαι νευριάσει τόσο γι αυτό τότε…

  Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα πως είχαν πιάσει τον μπαμπά του και πως τον είχαν στείλει εξορία κι ο Βασίλης με τη μάνα του είχαν γυρίσει στο χωριό τους, κάπου στην Κρήτη.

  Δεν τον ξανάδα τον Βασίλη από τότε. Δεν τους το συγχώρεσα ποτέ…

Αυτό επίσης που δε συγχώρεσα ποτέ μου ήταν η εμμονή τους με τη θρησκεία. Ίσως τελικά εκεί να έχει τις ρίζες της η τόσο μεγάλη απέχθεια που έχω για οτιδήποτε έχει να κάνει με θρησκείες…

  Σα να έχω ακόμα και τώρα μπροστά μου την εικόνα της μικρής Αθηνάς, της συμμαθήτριας μου που η κυρία Ζαφειρούλα ανάγκαζε να μένει όρθια στη γωνία της τάξης κοιτάζοντας τον τοίχο στο μάθημα των Θρησκευτικών. Η Αθηνά ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά, δεν τον γνώριζα τον κύριο αυτόν τότε, η δασκάλα μας όμως μας έλεγε πως ήταν κάποιος πολύ κακός, πως είναι μια αρρώστια που κολλάει και γι αυτό δεν έπρεπε κανένας μας να μιλάει στην Αθηνά.

  Άσε κι εκείνο το κατηχητικό… Κάθε Κυριακή έπρεπε να ξυπνάμε από τα χαράματα και να πηγαίνουμε σ’ εκείνο το υπόγειο που βρωμούσε κλεισούρα. Βαριόμουνα τόσο… Το σιχαινόμουνα. Ήθελα να κάνω εμετό. Για να τολμούσες όμως να μην πήγαινες. Ο παππάς έδινε κάθε Δευτέρα πρωί αναφορά στον κύριο-Παπαδόπουλο, τον διευθυντή του σχολείου, κι ούτε ψύλλος στον κόρφο σου τότε. Η σφαλιάρα έπεφτε σύννεφο…

radio4.gr

Το ξύλο ήταν ένα από τα βασικότερα συστατικά της εκπαίδευσης στη δικτατορία. Κάθε Σεπτέμβριο, με το που άνοιγαν τα σχολεία, η κυρία Ζαφειρούλα μας ανέθετε να της φέρουμε ο καθένας από μια βέργα. Κλαδιά, βίτσες, ξύλα γέμιζαν την έδρα της, υλικά που θα αποτελούσαν τα όπλα της για να μας ‘’κάνει ανθρώπους’’, όπως χαρακτηριστικά μας έλεγε. Εγώ πάντοτε έψαχνα να βρω τις πιο λεπτές, τις πιο αδύναμες. Οι παλάμες σου έκαιγαν κάθε φορά που προσγειωνόταν η βέργα πάνω τους μα όλοι μας παλεύαμε να μη μας ξεφύγει ούτε ένα δάκρυ. Δεν θέλαμε, βλέπεις, να της δίναμε αυτή την ικανοποίηση, την μισούσαμε τόσο πολύ την κυρία Ζαφειρούλα.

  Άλλη αγαπημένη μέθοδος των δασκάλων μας στο Δημοτικό τα χρόνια της χούντας ήταν το περίφημο στρίψιμο του αυτιού. Στ’ αλήθεια, κάθε φορά που το χέρι του κυρίου Παπαδόπουλου έστριβε το αυτί μου λες και ήθελε να το ξεβιδώσει, ένιωθα πως θα το ξερίζωνε. Και για αρκετή ώρα μετά άκουγα εκείνο το φριχτό βουητό που ακολουθούσε κάθε ανάλογη απόπειρα να ‘’γίνω άνθρωπος’’…

  Το απόλυτο όπλο όμως του κυρίου-Παπαδόπουλου ήταν οι σφαλιάρες. Πω πω εκείνες οι σφαλιάρες… Η τεράστια χερούκλα του έπεφτε με ορμή πάνω στο πρόσωπο μου και τότε άρχιζαν να πετάνε γύρω μου καμπάνες, πεταλούδες, πουλάκια, αστεράκια και διάφορα άλλα πλανητικά συστήματα… Δεν μπορεί, το μυαλό μου πρέπει να έχει μετακινηθεί από τότε μέσα στο κεφάλι μου, είμαι βέβαιος γι αυτό. Τόσο πολύ πονούσα κάθε φορά που με σφαλιάριζε ο κύριος Παπαδόπουλος…

Τα χρόνια πέρασαν. Μεγάλωσα, παντρεύτηκα, έκανα κι εγώ με τη σειρά μου τη δική μου οικογένεια. Φέτος μάλιστα τελειώνει το Δημοτικό ο δικός μου γιος.

  Κι αυτό που ορκιζόμουνα κάθε βράδυ τότε στη χούντα είναι να μην επιτρέψω ποτέ να έχουν ξανά τα παιδιά μας δασκάλους όπως η κυρία Ζαφειρούλα ή ο κύριος Παπαδόπουλος. Είναι το χρέος μου να μην ξεχάσω ποτέ μου όσο ζω όλα εκείνα που μόλις σας διηγήθηκα.

parallaximag.gr

enfo.gr