του Δημήτρη Βεργίνη
“Πάντως, κ. Βαρουφάκη, τον δικό σας φαντασιακό κόσμο, όπου η Ελλάδα είναι ο φιλικός υποδοχέας του κάθε κατατρεγμένου, του κάθε πονεμένου, ένας παράδεισος στον οποίο μπορούν να βρουν καταφύγιο όλοι οι πονεμένοι αυτού του κόσμου, θα μου επιτρέψετε να τον αφήσω να παραμείνει στο δικό σας φαντασιακό κόσμο. Η δική μας Κυβέρνηση έχει τελείως άλλη πολιτική στο ζήτημα αυτό”.
(Κυριάκος Μητσοτάκης, 4/10/2019)
-Μπαμπά, τι κάνουμε εδώ στην άκρη;
-Εδώ ζούμε αγόρι μου. Εγώ, εσύ, η μαμά σου, τα αδέρφια σου, η οικογένειά μας.
-Μόνοι όμως;
-Όχι αγόρι μου. Σου είπα, κι όλη η οικογένειά μας. Όσοι έχουν κοινό αίμα με εμάς, κοινή όψη, φοράν ίδια ρούχα, κάνουν ίδια πράγματα. Όσοι δε μας τρομάζουν. Γιατί, στο έχω πει, στο έλεγε κι ο παππούς στα παραμύθια του, οι διαφορετικοί μας τρομάζουν.
-Ρε μπαμπά, δεν προλαβαίνω να τρομάξω. Δεν τους έχω γνωρίσει αυτούς τους διαφορετικούς. Αφού μόλις περάσουν το ποτάμι, σηκώνεις το όπλο και τους πυροβολείς. Εσύ πώς τους ξέρεις; Πότε βλέπεις, πότε φτάνουν σε εσένα αυτές οι πληροφορίες που σε κάνουν να τρομάζεις;
Η οικογένεια ζούσε στην από εδώ όχθη του ποταμού. Ήταν στην αρχή μιας εύφορης κοιλάδας, στην είσοδο ενός ευημερεύοντος βασιλείου. Την είχαν ορίσει θεματοφύλακα των αξιών του τόπου, πρώτη άμυνα πριν την αλλοίωση του ιδιαίτερου dna των κατοίκων του. Δεν ξέραν τους από ‘κει, ξέραν όμως, ότι δεν ανήκαν από εδώ. Κι αυτό τους αρκούσε. Γιατί το «ανήκω», η ιδιοκτησία, για την οικογένεια είχε μεγάλη αξία, νοηματοδοτούσε την ιδεολογία της.
Ο μπαμπάς, πιστός στις αξίες που του είχε κληροδοτήσει ο παππούς, έβρισκε διαρκώς νέους τρόπους να αποτρέψει τους από εκεί να έρθουν από εδώ. Ξεκίνησε να φυλάει καλύτερα το ποτάμι, ζήτησε βοήθεια από τις χώρες της μέσα κοιλάδας κι αύξησε τις περιπολίες όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Έβαλε κροκόδειλους στα νερά και φίδια. Έστησε φράχτη και μυτερά ξύλα και ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα στην από εδώ στεριά. Έκανε κάθε σπιθαμή του περάσματος σχεδόν απροσπέλαστη.
Και λέει ο μύθος «σχεδόν» γιατί οι από εκεί, μες στην ανάγκη τους έβρισκαν πάντα τρόπο να περνάνε. Λίγο η πείνα τους, λίγο ο πόνος τους, λίγο τα βάσανά τους, λίγο ο φόβος για ό,τι άφηναν πίσω, για ό,τι τους κυνηγούσε, όξυνε το πνεύμα τους, αύξανε τους τρόπους κι όλο κάπως τρύπωναν.
Με σκισμένα ρούχα, με δαγκωματιές απ’ τα τους κροκόδειλους και τσιμπήματα απ’ τα φίδια, σχεδόν πνιγμένοι απ’ το νερό, καμένοι απ’ τον ήλιο, αποστεωμένοι απ’ την πείνα, βρώμικοι απ’ το χρόνο στο δρόμο και την κακουχία, βιασμένοι απ’ το φόβο και τους κακούς, δαρμένοι ξανά και ξανά, είδωλα σχεδόν κάποιων που κάποτε σε ανθρώπους μοιάζαν, παρ’ όλ’ αυτά και παρ’ ότι έτσι, έφταναν. Έφταναν από εδώ απ’ το ποτάμι. Λίγο πριν το σπίτι, λίγο πριν την αυλή της οικογένειας. Και χαμογελούσαν. Γιατί νόμιζαν… γιατί άλλα νόμιζαν…
Τότε, ο μπαμπάς, ο μπαμπάς που ήξερε και δε νόμιζε, που ήξερε και ήταν σίγουρος, σήκωνε το όπλο και… μπαμ-μπαμ!
-Πάνε κι αυτοί. Γιατί όμως ρε μπαμπά; Δεν τους είδες πώς ήταν; Γονατισμένοι, ακίνδυνοι, νόμιζαν κάπου έφτασαν, νόμιζαν λυτρώθηκαν. Πάλι σήκωσες το όπλο; Γιατί ρε μπαμπά;
-Αγόρι μου, τον δικό σου φαντασιακό κόσμο, όπου η οικογένειά μας είναι ο φιλικός υποδοχέας του κάθε κατατρεγμένου, του κάθε πονεμένου, ένας παράδεισος στον οποίο μπορούν να βρουν καταφύγιο όλοι οι πονεμένοι αυτού του κόσμου, θα μου επιτρέψεις να τον αφήσω να παραμείνει στο δικό σου φαντασιακό κόσμο. Η οικογένειά μας έχει τελείως άλλη σκέψη στο ζήτημα αυτό. Κατανοητό;
-Όχι. Όχι ρε μπαμπά…
*Η φωτογραφία είναι του Γιάννη Μπεχράκη