Επικαιρότητα

Δεν σε ανέφερα ποτέ…

By Άννα Κουρουπού

September 14, 2016

Από την Άννα Κουρουπού

Δεν το είχα πάρει σοβαρά, αλλά έπρεπε να ξεκουράσω λίγο τη μαμά και να έρθω να σε δω…για να μη λες… Σου είχε φορέσει babylino, σου είχαν δώσει κάποιο ηρεμιστικό και είχαν βασιλέψει περίεργα τα μάτια σου. Με κοιτούσες αλλά δεν με έβλεπες. Το βλέμμα της μάνας μου με τρόμαξε πιο πολύ. Είχε κολλήσει το μυαλό του. «Απόψε θα πεθάνω». Όσα αστεία και αν του έκανα δεν χαμογέλασε. Δεν καταλάβαινε. Του χάιδευα τα κατάλευκα μαλλιά και του άρεσε. Αλλά το χέρι μονίμως κολλημένο στο χέρι της γυναίκας του. 58 χρόνια μαζί. Πως αντέχουν οι άνθρωποι τόσα χρόνια τα χνώτα του άλλου, έχω αναρωτηθεί πολλές φορές. Αλλά τέτοιες σκηνές με αποστόμωναν. Είναι όλα γι αυτόν. Μάνα, γυναίκα, μητέρα των παιδιών του, αδερφή του ,όλα.

Δεν γνώρισε ποτέ μητέρα. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια του όταν ήταν 6 χρονών. Διάφορες οικογένειες, κοιμόταν στο στάβλο με τις αγελάδες και βύζαινε γάλα. Όλοι περνούσαν δύσκολα τότε. Πήγε φαντάρος στην Κατερίνη είδε την κυρά Βάσω, 16 χρονών κορίτσι και την παντρεύτηκε. Κι έμεινε εκεί. Δεν ξαναγύρισε στην πατρίδα του κι ας ήταν πιο όμορφα. Μας πήγε 2-3 φορές στην Κεφαλλονιά για να μας δείξει που μεγάλωσε και να κρατήσει μια σχέση με τ αδέρφια του.

Πάνω απ όλα η οικογένεια του. Ήσυχος άνθρωπος. Ούτε καφενείο. «Βρε αγόρι μου, πήγαινε μια βόλτα να πιεις ενα καφέ». «Όχι, μου φτάνετε εσείς». Και τι δουλειές δεν έκανε για να περνάμε όσο πιο άνετα μπορούσαμε.Τον θυμάμαι μέσα στα χιόνια στο χωριό να πουλάει πετρέλαιο με ένα τρίκυκλο σε διάφορα χωριά. Αργούσε να έρθει κάποιες νύχτες και τον περίμενε .Κάποια βράδια τους διάβαζα ότι είχα μάθει στο σχολείο και τον έπαιρνε ο ύπνος στην καρέκλα.

Μετά μας έφερε Αθήνα. Βρήκε «καλή δουλειά», οδηγός στην τότε ΕΑΣ. Πήραμε το δρόμο μας όλα τα παιδιά κι έμεινε στην ευτυχία του. Όλο και πιο πολύ κολλημένος. Περίμενε να γυρίσω από Καζαμπλάνκα για να με αποκαλέσει με δάκρυα στα μάτια, Αννούλα μου. Τον είχε προγγίξει η μάνα μου-μπροστά μου το έχω. «Αν φέρεις ποτέ σε δύσκολη θέση το παιδί, να ξέρεις. Εσύ θα φύγεις, όχι αυτό». Δεν ξέρω αν το έκανε από φόβο μη τη χάσει ή από αγάπη. Αργότερα κατάλαβα πως είχε τόση αγάπη μέσα του και για μένα. Αν η αδερφή μου δεν είχε το όνομα της μάνας του, που δεν γνώρισε, μπορεί να είχα τα πρωτεία στην καρδιά του απ όλα τα παιδιά του.

Δεν σε ανέφερα ποτέ σε κανένα γραπτό μου. Ακόμη και στην αυτοβιογραφία μου δυο αράδες έγραψα. Με προβλημάτιζε ανά καιρούς ώσπου σχεδόν κατάλαβα ότι μάλλον σε παραείχα δεδομένο. Ενώ η άλλη η τσαούσα, μου κρατούσε μούτρα, με μάλωνε, με αγκάλιαζε, με χαστούκιζε πιο παιδί. Εσύ…σαν να μην υπήρχες. Αθόρυβος. Την δουλειά σου, για να έχουμε να φάμε και το «σπίτι» σου. Ένα χαστούκι κάποτε μου έδωσες, ήμουν πολύ μικρό και μου έκανε τόσο εντύπωση!

Και τώρα σε βλέπω ανήμπορο με 83 χρόνια στην πλάτη σου, να μην μπορείς να περπατήσεις, με ένα πρόβλημα που αποκαλύφθηκε προχθές στον εγκέφαλο και τη μερική άνοια, που τη διασκεδάζαμε, αν θυμάσαι όλοι μαζί. Φυσικά και δεν του έκανες τη χάρη να φύγεις εκείνο το βράδυ. Μπορεί κι εκείνος να τρόμαξε απ το βλέμμα της μάνας μου. Σ ευχαριστώ για τις σιωπές τις ηθελημένες. Σε παρακαλώ συγχώρεσε με για όποια πληγή σου άνοιξα. Να ξέρεις πως σ αγαπώ και πρέπει να στο λέω πολλές φορές γιατί το ξεχνάς σε δευτερόλεπτα. Σου χρωστάω τη ζωή μου στο κάτω-κάτω…